ΑΛΛΑ ήταν τα σχέδιά μου σήμερα. Για την… κοσμοπολίτικη Πάρο (την μικρή Κηφισιά των Κυκλάδων) είχα πρόθεση να γράψω, όπου πέρασα το τελευταίο τριήμερο.
ΓΙΑ την… απολαυστική ταλαιπωρία μου ανάμεσα σε κάθε είδους τροχοφόρα (από δίκυκλα μέχρι… Four Wheel Drive Humer!) και ένα πολύμορφο, πολυεθνικό και πολυγλωσσικό πλήθος που περιφερόταν στα στενά δρομάκια της Νάουσας, αναζητώντας το «κάτι άλλο», να ξεγελάσει τη θανατηφόρα ρουτίνα της καθημερινότητάς του.
ΤΗ “ροή” των πραγμάτων άλλαξε ένα λιγόλογο ηλεκτρονικό μήνυμα από την Αυστραλία που μου έστειλε ο Σωτήρης Χατζημανώλης: «Η κυρία Ευτυχία πέθανε».
Ο θάνατος είναι η πιο κάθετη (έξωθεν) παρέμβαση στη ζωή μας. Μια αναγκαστική προσγείωση στην αναπόδραστη πραγματικότητα.
ΤΟ τόσο προφανές «μοιραίο», που, τελικά, μόνο μοιραίο δεν είναι. Το συμβάν που λειτουργεί ως καταλύτης του προαναγγελθέντος τέλους. Ο απολογισμός των πεπραγμένων. Το κλείσιμο του κύκλου. Η αρχή της ζωής…
Ο επίλογος της εφήμερης ανθρώπινης πορείας, που όσο αναμενόμενη είναι για όλους, άλλο τόσο ξένη φαντάζει και γι’ αυτό πάντα μας ξαφνιάζει.
ΠΕΘΑΝΕ, λοιπόν, η κυρία Ευτυχία, λίγες βδομάδες πριν συμπληρώσει το εκατοστό έτος της ηλικίας της.
ΠΕΘΑΝΕ πλήρης ημερών (όπως συνηθίζουμε να λέμε) ανάμεσα σε παιδιά, εγγόνια, τρισέγγονα και ανθρώπους που την αγαπούσαν, την φρόντιζαν και την εκτιμούσαν.
ΓΝΩΡΙΖΑ την κυρία Ευτυχία (έτσι την αποκαλούμε όλοι εμείς εδώ στον «Νέο Κόσμο» την μητέρα του διευθυντή μας, Τάκη Γκόγκου) πάνω από 35 χρόνια.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ, για μένα, δεν ήταν μόνο η μάνα του Τάκη. Ήταν και κάτι πέρα από αυτό.
ΗΤΑΝ και ένα δικό μου αγαπημένο πρόσωπο με το οποίο και είχα συζητήσει, ατελείωτες ώρες, για πολλά και διάφορα.
ΓΙΑ πάρα πολλά χρόνια, περνούσα τα κυριακάτικα απογεύματα, τρώγοντας και συζητώντας με την κυρία Ευτυχία.
ΜΑΣ μαγείρευε κάθε Κυριακή και μας καρτερούσε στην εξώπορτα του διαμερίσματός της στο Hawthorn και εμείς, όταν ξεμπερδεύαμε με τη δευτεριάτικη έκδοση της εφημερίδας, πηγαίναμε με τον Τάκη να φάμε.
ΕΙΧΕ αποκτήσει κάτι το τελετουργικό αυτή η ρουτίνα και όταν δεν πήγαινα άρχισα να αισθάνομαι ενοχές και να ψάχνω για (πιστευτές) δικαιολογίες προκειμένου να απαντήσω στο «πού ήσουν την περασμένη Κυριακή Μπάμπη; Γιατί δεν ήλθες;»
ΤΗ θυμάμαι να στηρίζει το φορτίο του χρόνου που είχε περάσει από πάνω της σε μια ξύλινη μαγκούρα και να κάνει χώρο να περάσουμε μέσα σε ένα χώρο πεντακάθαρο, (άψογα και μελετημένα φροντισμένο) γεμάτο μυρωδιές από το φρεσκοφτιαγμένο φαγητό.
ΤΟ λαμπερό της πρόσωπο, το οποίο αντλούσε περισσεύματα καλοσύνης από το πηγαίο της χαμόγελο, φωτίζονταν ακόμα πιο πολύ όταν μας έβλεπε. Και οι τυφλοί θα αντιλαμβάνονταν ότι πλημμύριζε από χαρά.
ΤΟ «καλώς ορίσατε» συνοδευόταν πάντα από το «άντε, πάλι αργήσατε και θα κρυώσει το φαγητό». Ήταν η προσωποποίηση της καλοσύνης, της γαλήνης και της σιγουριάς.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, η κυρία Ευτυχία ήταν και καλή μαγείρισσα, που εκτελούσε με αυστηρή ακρίβεια τις παραδοσιακές σμυρναίικες συνταγές για τις οποίες και περηφανευόταν.
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ, μου έδινε και ένα μικρό πλαστικό ταπεράκι γεμάτο κουλουράκια τα οποία ήταν πασίγνωστα στον περίγυρο (και το προσωπικό του «Νέου Κόσμου» που ποτέ δεν ξεχνούσε) για τη μοναδική τους γεύση.
ΤΟ φαγητό και τα γλυκά ακολουθούσε ο καφές και, στη συνέχεια, άρχιζε η συζήτηση. Ο Τάκης ήταν, συνήθως, βιαστικός, αλλά εγώ (αρκετές φορές) έμενα και συζητούσα μαζί της.
ΗΤΑΝ ένας πραγματικός χείμαρρος αναμνήσεων με εντυπωσιακά αποθέματα μνήμης. Ακόμα πιο εντυπωσιακός ήταν ο τρόπος που περιέγραφε τις λεπτομέρειες των γεγονότων που έζησε.
ΚΑΙ έζησε πολλά (πάρα πολλά) χρόνια η κυρία Ευτυχία που γεννήθηκε σ’ ένα χωριό κοντά, στη Σμύρνη, στις 29 Αυγούστου του 1911. Πριν ένα ολόκληρο αιώνα.
ΕΝΑΝ πραγματικά συνταρακτικό αιώνα της ανθρώπινης ιστορίας. Έναν αιώνα με δύο παγκόσμιους πολέμους, με καταστροφές, ξεριζωμούς, προσφυγιές και ξενιτιές.
ΤΑ είχε δει και τα είχε ζήσει όλα αυτά στο πετσί της. Είχαν σημαδέψει τη ζωή της και καθορίσει την τύχη της. Ήταν το «φίλτρο» απ’ όπου πέρασαν οι άνθρωποι της γενιάς που τους έκανε τόσο διαφορετικούς από εμάς τους νεότερους.
ΕΙΔΕ τη Σμύρνη να καίγεται και δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να προσπαθούν να προσπαθούν «με χέρια και με δόντια» να βρουν μια θέση στα πλοία του μεγάλου διωγμού που πήρε διαστάσεις επιδημίας.
ΕΙΔΕ με τα παιδικά της μάτια έναν ολόκληρο κόσμο, που μέχρι τότε ζούσε ειρηνικά (χωρίς να μαντεύει την απερίγραπτη συμφορά που θα ακολουθούσε), να ξεριζώνεται: να χάνει τα πάντα και την γη (την γη του) κάτω από τα πόδια του.
ΕΖΗΣΕ για χρόνια τον πόνο, την αγωνία και τις προσπάθειες των ξεριζωμένων να ριζώσουν σε έναν άλλο τόπο και να αρχίσουν πάλι από την αρχή να φτιάξουν μια νέα ζωή.
ΕΚΛΑΨΕ για τον χαμό δικών της ανθρώπων και θρήνησε με πολλούς άλλους, για τη χαμένη πατρίδα. Την πατρίδα των προγόνων της. Το καταφύγιο των παιδικών της χρόνων.
ΤΗ Σμύρνη, από τη Χίο, στην οποία κατάληξε μαζί με την οικογένειά της, μπορεί να την χωρίζουν μερικές δεκάδες χιλιόμετρα, που ο ξεριζωμός, όμως, μετάτρεψε σε άβυσσο.
ΚΑΙ ο πόνος ήταν διπλός αφού από τη νέα πατρίδα, όχι μόνο μπορούσες να δεις τα παλιά, αλλά να ακούσεις και τα κοκόρια να λαλούν, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο πατέρας του Σωτήρη Χατζημανώλη που ακολούθησε τον ίδιο Γολγοθά.
ΚΑΙ πριν καλά-καλά προλάβουν να ρίξουν ρίζες στη νέα πατρίδα, ήλθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που έφερε για άλλη μια φορά τα πάνω κάτω.
Ο άνδρας της, ο Γιώργος Γκόγκος, αν και πρώτος που απέκτησε ταξί στη Χίο, δεν μπορούσε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής να ζήσει τα τρία τους παιδιά, πράγμα που τον ανάγκασε να αναζητήσει μια άλλη πατρίδα.
ΚΑΙ η πατρίδα αυτή δεν ήταν άλλη από την Κύπρο, στην οποία η κυρία Ευτυχία μαζί με την οικογένειά της, παρέμειναν λίγα χρόνια, μέχρι που ο Τάκης ήλθε στην Αυστραλία όπου είχε έναν θείο.
ΜΕΤΑ από ένα χρόνο, το 1950, το ίδιο ταξίδι έκανε και η υπόλοιπη οικογένεια. Η Αυστραλία ήταν η τέταρτη (και τελευταία) πατρίδα της κυρίας Ευτυχίας.
ΟΠΩΣ πολλές φορές μου είπε, τής πήρε πολλά χρόνια μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί ένα βράδυ ολόκληρο χωρίς να ξυπνήσει από εφιάλτες.
ΤΑ χρόνια εκείνα εδώ, πέρασε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της τις ίδιες δυσκολίες και αντιμετώπιζε σε καθημερινή βάση, τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισαν όλοι οι νεοφερμένοι μετανάστες της δεκαετίας του 1950.
ΑΥΤΑ και πολλά άλλα μου εξιστορούσε τα απογεύματα των Κυριακών που την επισκεπτόμουν η κυρία Ευτυχία, που όπως προείπα, είχε εντυπωσιακή μνήμη.
ΓΙΑ να πάρετε μια ιδέα για τη μνήμη μιλάμε, αρκεί να σας πω ότι, με ρωτούσε με κάθε λεπτομέρεια, για ορισμένα πράγματα που είχα γράψει στην στήλη πριν ένα και δύο μήνες τη στιγμή που εγώ δεν θυμόμουν με τι θέμα είχα καταπιαστεί πριν λίγες μέρες.
Η κυρία Ευτυχία ήταν ενδεχομένως ο μόνος άνθρωπος σε ολόκληρη την Αυστραλία που διάβαζε από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, όχι μόνο το «Νέο Κόσμο» και την «Νέα Ελλάδα», αλλά και όλες τις υπόλοιπες εφημερίδες και περιοδικά που έβγαιναν στην Αυστραλία και τα κορίτσια του γραφείου φρόντιζαν ανελλιπώς να της στέλνουν.
ΚΑΙ δεν διάβαζε μόνο τα παροικιακά Μέσα Ενημέρωσης, αλλά και ό,τι άλλο από περιοδικά και εφημερίδες από την Ελλάδα που έπεφταν στα χέρια της, χωρίς να της λείπουν και τα βιβλία.
ΠΕΡΑ, όμως, απ’ όλα αυτά, ήταν ο αφανής ήρωας του «Νέου Κόσμου». Ο Άγνωστος Στρατιώτης. Ο άνθρωπος που παρακολουθούσε τα πάντα και ενδιαφερόταν για όλα από την πρώτη στιγμή της έκδοσής της.
ΟΤΑΝ δεν της αρκούσαν όσα διάβαζε και όσα συμπληρωματικά της έλεγα εγώ όταν ρωτούσε, τηλεφωνούσε και στην Έφη (Τσουκάλη) στο γραφείο για ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες.
ΟΙ παλιοί που τα πρώτα δύσκολα χρόνια βοηθούσαν τον «Νέο Κόσμο» στα πρώτα του βήματα, τη θυμούνται να διπλώνει και να κάνει πακέτα την εφημερίδες που, στη συνέχεια, έπαιρναν οι ίδιοι για να τις μοιράσουν στα εργοστάσια που εργάζονταν ή στους σταθμούς των τρένων απ’ όπου περνούσαν Έλληνες.
ΗΤΑΝ πραγματικά η ψυχή του «Νέου Κόσμου» τα χρόνια εκείνα που η εφημερίδα έκανε τα πρώτα δειλά βήματά της, αναζητώντας αναγνωστικό κοινό.
ΑΛΛΑ και στα κατοπινά τα καλά χρόνια, όταν η εφημερίδα περνούσε διαφορετικής ποιότητας προβλήματα, η κυρία Ευτυχία είχε πάντα άποψη για το τι έπρεπε να γίνει.
ΘΥΜΑΜΑΙ όταν πριν 20 χρόνια έγιναν από κάποιους προτάσεις για εξαγορά του «Νέου Κόσμου», η κυρία Ευτυχία δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα, παρά το γεγονός ότι οι προτάσεις ήταν ελκυστικές και τα χρήματα (της προσφοράς) πολλά.
«ΜΗ μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό το θέμα», είχε πει κοφτά στον γιό της τον Τάκη, όταν της το ανέφερε. «Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα. Ο “Ν.Κ.” δεν πρέπει να πουληθεί».
ΠΙΣΤΕΥΕ και αυτή, όπως και εγώ και ορισμένοι άλλοι, ότι ο «Νέος Κόσμος» σε ξένα χέρια δεν θα ήταν πια ο «Νέος Κόσμος» που όλοι γνωρίσαμε και αγαπήσαμε γι’ αυτό που ήδη ήταν.
ΚΑΙ είχε απόλυτο δίκιο. Η εφημερίδα αυτή για την κυρία Ευτυχία, αλλά και για τους περισσότερους από το προσωπικό της, δεν αντιπροσωπεύει μόνο την επιχείρηση στην οποία εργάζονται, αλλά και κάτι πέρα από αυτό.
Ο «Νέος Κόσμος» είναι μέρος της ζωής μας. Μέρος της οικογένειάς μας. Το ίδιο μας το σπίτι.
ΚΑΙ το «σπίτι» αυτό έχασε ένα δικό της άνθρωπο. Ένα άνθρωπο που συνέβαλε τα μέγιστα για να βρούμε εμείς οι νεότεροι αυτό που βρήκαμε και να έχει ο ελληνισμός της Αυστραλίας μια εφημερίδα για την οποία να είναι υπερήφανος.
ΑΥΤΑ για σήμερα και τα λέμε και πάλι από βδομάδα. Να είστε όλοι καλά. Γεια χαρά.