Ο πνιγμένος πιάνεται – όντως – από τα μαλλιά και ο Άμποτ από το μεταναστευτικό. Είναι, ένα σίγουρο χαρτί, όταν το παιχνίδι είναι οι μετανάστες.
Το ότι ο πληθυσμός της Αυστραλίας αυξάνεται ραγδαία και σε ταχύτητα έχει υπερβεί και τις δύο «κουνέλες» των πιο αναπτυγμένων οικονομικά χωρών του κόσμου, την Κίνα και την Ινδία, αυτό λέει πολλά. «Η Μεγάλη Αυστραλία» του Κέβιν Ραντ, φαίνεται, μαζί μ’ αυτόν, να έχει βουλιάξει.
Το είχε αντιληφθεί τελευταία και έκανε να πάει πίσω, αλλά δεν πρόλαβε. Ήλθε η Γκίλαρντ στην Αρχή και ό,τι είχαν συζητήσει μαζί και είχαν αποφασίσει ότι «δεν πουλάει», το παρουσίασε ως δική της επαναστατική ιδέα. Το «μεγάλη» είπε, «δεν συμφέρει, γιατί πρέπει πρώτα να υπάρξουν οι ανάλογες υποδομές». Το πήρε δηλαδή από τα χείλη του Ραντ, και το βροντοφώναξε. Η ουσία, όμως, είναι αλλού. Στο τι συμφέρει τη χώρα. Η Αυστραλία μπορεί να είναι και μεγάλη και δυνατή. Αν μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών κατά 130.000, φτάνοντας τις 170.000, όπως διακηρύττει ο Άμποτ, τότε θα πρέπει να γίνει πάντοτε με γνώμονα τις ανάγκες της χώρας. Αν αφήσουμε στην άκρη επί του παρόντος τον ανθρωπιστικό παράγοντα που εκεί χρειάζεται μεγάλη μελέτη για το ποιος πέφτει σ’ αυτήν την κατηγορία, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στους προσοντούχους μετανάστες, στους κλάδους εκείνους που υστερεί η χώρα.
ΧΩΡΙΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ
Οι κυβερνώντες και των δύο μεγάλων παρατάξεων δεν φρόντισαν να υπάρξουν οι ανάλογες υποδομές για να στηρίξουν την αναμενόμενη αύξηση του πληθυσμού. Δεν διέθεσαν αρκετά κονδύλια για την επαγγελματική κατάρτιση, με ειδικά κίνητρα στους τομείς που είχε ανάγκη η χώρα.
Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι πάλι έρχονται οι μετανάστες να λύσουν το πρόβλημα της χώρας, όπως πριν από μισό και, αιώνα. Όταν χτιζόταν η Αυστραλία, χρειαζόταν δυνατά εργατικά χέρια και στράφηκε στους μετανάστες. Τα ορυχεία της χρειάζονταν εργάτες, το ίδιο και οι μεγάλες οδικές της αρτηρίες, τα σιδηροδρομικά της δίκτυα και οι φάμπρικες. Γι’ αυτό και όταν περνούσαν από την επιτροπή έπρεπε να δείξουν τις παλάμες τους. Αν ήταν χοντρόπετσες και ροζιασμένες, τόσο το καλύτερο. Οι νέοι άντρες δεν καταλάβαιναν τότε τι είναι όλα αυτά και χαμογελούσαν αμήχανα. Νόμιζαν ότι εξέταζαν αν είναι καθαρά τα χέρια τους.
Για να τους δελεάσουν, άντρες – γυναίκες, τους έδειχναν φωτογραφίες με αρχοντικά, με εστιατόρια πολυτελείας που ανήκαν σε μετανάστες. «Ελάτε και σε χρόνο μηδέν θα αποκτήσετε κι εσείς τα ίδια. Μόνο όρεξη για δουλειά να έχετε». Και όρεξη για δουλειά είχαν πολλή. Άντρες – γυναίκες. Μόνο που δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ούτε εύκολες δουλειές τους περίμεναν, ούτε εύκολα πλούτη. Αλλά – τι ειρωνεία – και τότε η Αυστραλία πνιγόταν και πιανόταν από τα μαλλιά. «Αυξηθείτε ή χαθείτε» (Populate or perish) είχε πει ο Κόλγουελ, υπουργός Μετανάστευσης, μεταπολεμικά και αναγκαστικά άνοιξαν οι πόρτες στους μετανάστες.
Έχτισαν με ιδρώτα και αίμα την Αυστραλία, η οποία όχι μόνο δε «χάθηκε» αλλά αναπτύχθηκε – χάρη στους μετανάστες – σε ρυθμούς απίστευτους. Έφαγαν για δεκαετίες, ιδιαίτερα οι πρώτοι, τον ρατσισμό κατάμουτρα. Ντάγκο, γουόγκ, έθνικ και πάει λέγοντας. Σήμερα έχουν σειρά οι νεομετανάστες. Λίγο πιο τυχεροί από τους πρώτους, της μαζικής μετανάστευσης, μιας και οι νεότερες γενιές φαίνεται να είναι πιο ανεκτικές στο «διαφορετικό», την αντιπάθεια, εντούτοις, δεν μπορούν να πουν… την εισπράττουν.
Η ουσία σήμερα βρίσκεται στο ότι πάλι οι μετανάστες καλούνται να σώσουν την Αυστραλία. Μόνο που αυτή τη φορά, η χώρα απαιτεί να είναι ειδικευμένοι και να μιλούν τη γλώσσα. Το «νο σπικ ίνγκλις» είναι το απαγορευτικό χαρτί και όσοι επιθυμούν να έλθουν στη Γη της Επαγγελίας, αν δεν το γνωρίζουν, το μαθαίνουν πολύ γρήγορα. Επίσης, θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να προσαρμοστούν στην κουλτούρα αυτής της χώρας. Η πολιτική περί ανοχής της διαφορετικότητας, τους δίνει κάποια ανάσα, ας μη το παρακάνουν όμως, αφήνεται να εννοηθεί.
Ό,τι παρουσιάζει ο Άμποτ σήμερα ως μεγάλη ιδέα, δεν είναι στην ουσία παρά μια σανίδα για να κρατηθεί ο ίδιος στην επιφάνεια. Μια σανίδα που, αργά ή γρήγορα, θα του ξεφύγει, γιατί οι Εργατικοί δεν λένε κάτι διαφορετικό. Μάλιστα, αν προβληθούν τα τελευταία νούμερα, ο αριθμός των μεταναστών με την επαναφορά της Γκίλαρντ, θα είναι 145.000 το χρόνο.