Η πρωθυπουργός, Τζούλια Γκίλαρντ, υπεραμύνθηκε χθες του κυβερνητικού προγράμματος «Εκπαιδευτική Επανάσταση» και δήλωσε, ότι θα ξανακάνει το ίδιο αν το επιβάλλουν οι συνθήκες.
Σε συνέντευξή της στο τηλεοπτικό πρόγραμμα Insiders του ABC, η πρωθυπουργός εξήγησε, ότι το πρόγραμμα αυτό είχε δύο στόχους. Ο ένας στόχος ήταν να εκσυγχρονιστούν οι κτιριακές εγκαταστάσεις των σχολείων της χώρας και να ενισχυθεί η εθνική οικονομία την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
«Ως κυβέρνηση, λάβαμε μέτρα για τη στήριξη της εθνικής οικονομίας και τα αποτελέσματα ήταν απόλυτα θετικά. Η επένδυση στην «Εκπαιδευτική Επανάσταση ενίσχυσε την ευπαθή οικοδομική βιομηχανία, γεγονός για το οποίον δεν μετανιώνω.
Θυμάμαι πολύ καλά την περίπτωση εργολάβου της Πέρθης που είχε στείλει επιστολές στο προσωπικό του και τους πληροφορούσε ότι η οικονομική κρίση τον υποχρεώνει να τους απολύσει. Ο εργολάβος αυτός ανακάλεσε τις απολύσεις μόλις ανακοινώσαμε το πρόγραμμα. Οι πολιτικοί μας αντίπαλοι θα είχαν καταδικάσει σε χρεοκοπία πολλούς τέτοιους εργολάβους και θα είχαν στείλει στην ανεργία χιλιάδες οικοδόμους και άλλους εργαζόμενους.
Και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του Εργατικού Κόμματος από το Συνασπισμό. Εμείς πιστεύουμε στην απασχόληση, πιστεύουμε στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, ενώ οι αντίπαλοί μας δεν έχουν εργασιακή πολιτική», υποστήριξε η πρωθυπουργός.
Έρευνα που διενέργησε ομάδα ειδικών, με επικεφαλής τον τραπεζίτη Brad Orgill, διαπίστωσε υπερτιμήσεις πολλών έργων εξ αιτίας της ταχύρυθμης υλοποίησης του κυβερνητικού σχεδίου.
Οι ειδικοί υπολογίζουν, ότι εταιρείες επίβλεψης των έργων αυτών έβαλαν καπέλο μέχρι 6% στις τιμές των έργων. Δηλαδή, το κόστος κατασκευής κτιρίων σε Δημοτικά Σχολεία της χώρας κόστισε ένα δισεκατομμύριο δολάρια έξτρα.
Η ομάδα εξέτασε 254 παράπονα από σχολεία για υπερτίμηση έργων και των έργων και επιβεβαίωσε τις υπερτιμήσεις. Η ομάδα επιβεβαίωσε, επίσης, τον ισχυρισμό της κυβέρνησης, ότι τα έργα αυτά απασχόλησαν πολύ κόσμο.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Τόνι Άμποτ, σχολιάζει, ότι η «Εκπαιδευτική Επανάσταση» είναι μία, ακόμη, «αποτυχία» της κ. Γκίλαρντ.
«Η έκθεση Orgill πιστοποιεί, ότι η κ. Γκίλαρντ δεν έχει ικανότητες υπουργού, πολύ δε λιγότερο πρωθυπουργού», δηλώνει ο κ. Άμποτ.
Η πρωθυπουργός απαντά, ότι «έμαθε πολλά από την υλοποίηση του προγράμματος» και δεσμεύεται να υλοποιήσει όλες τις προτάσεις της ομάδος Orgill.