Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε που μέσα σε μία αίθουσα δικαστηρίου στη Βόρεια Περιφέρεια της Αυστραλίας ο Μάικλ και η Λίντι Τσάμπερλαϊν, οι γονείς της Αζάριας, «βαφτίστηκαν» οι δολοφόνοι της μόλις εννέα μηνών κόρης τους. Σήμερα, απόρρητα ντοκουμέντα εκείνης της δίκης αποκαλύπτουν ότι, τόσο η Λίντι όσο και ο σύζυγός της, δεν κρίθηκαν δίκαια από τους ενόρκους εκείνης της δίκης.

Την Δευτέρα η υπόθεση που κλόνισε την κοινή γνώμη της Αυστραλίας «αναστήθηκε» από το παρελθόν μέσα από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Herald Sun» και από τις σημειώσεις των ενόρκων της «διάσημης» εκείνης δίκης, που η εφημερίδα κατάφερε να πάρει στην κατοχή της.

Οι σημειώσεις των ενόρκων που για πάνω από έξι ώρες προσπαθούσαν να πάρουν μία ομόφωνη απόφαση για το αν η Λίντι Τσάμπερλαϊν σκότωσε την Αζάρια, αποδεικνύουν ότι οι ένορκοι επέδειξαν προκατάληψη και δεν ήταν απόλυτα σίγουροι για την ενοχή της Λίντι και του Μάικλ, αλλά παρόλα αυτά τους καταδίκασαν.
Τα ντοκουμέντα αποκαλύπτουν ότι οι γυναίκες ένορκοι ήταν πεπεισμένες ότι η Λίντι σκότωσε το παιδί της και ότι οι κύριες αποδείξεις πάνω στις οποίες στήριζαν την ενοχή του ζεύγους ήταν το αίμα που σύμφωνα με μία ιατροδικαστική εξέταση που παρουσιάστηκε στην δίκη και η οποία στην συνέχεια αποκαλύφθηκε λανθασμένη, ήταν του μωρού. Την πιστότητα του αίματος αντέκρουαν τότε δύο άλλοι ιατροδικαστές κάτι που οι πέντε ένορκοι που ήταν αρχικά ξεκάθαροι υπέρ της ενοχής των γονέων, δεν έλαβαν υπόψη τους.

Όπως αποκαλύπτεται από τις σημειώσεις των ενόρκων, κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να αποφανθεί με βεβαιότητα την ενοχή του ζευγαριού. Οι αποδείξεις ήταν αδύναμες μεν, αλλά όπως αποδείχθηκε στο τέλος και οι 12 ένορκοι καταδίκασαν την Λίντι και τον σύζυγό της.

Και δεν είναι μόνο οι σημειώσεις των ενόρκων που κάνουν για άλλη μία φορά την υπόθεση της Αζάρια μοναδική στα χρονικά της αυστραλιανής δικαιοσύνης.
Όπως ανέφερε χθες ο εγκληματολόγος, Τσέστερ Πόρτερ QC, που ήταν μεταξύ των δικηγόρων που βοήθησαν στην απαλλαγή της Λίντι και του συζύγου της από την κατηγορία της δολοφονίας, είναι πρωτοφανές το γεγονός ότι οι σημειώσεις των ενόχων φυλάχθηκαν μετά τη δίκη, αλλά και το γεγονός ότι φυλάχθηκαν σε ξεχωριστό φάκελο από αυτόν που η αστυνομία παρέδωσε στο δικαστήριο όταν η υπόθεση άνοιξε πάλι εφτά χρόνια μετά.

Ο κ. Πόρτερ είπε ότι κανένας δεν γνωρίζει γιατί αυτά τα ντοκουμέντα παρέμειναν κρυφά, υποθέτοντας ότι αυτό δεν έγινε από πρόθεση αλλά καθαρά από λάθος κάποιου υπαλλήλου που τα μάζεψε μετά την δίκη και τα τοποθέτησε σε διαφορετικό φάκελο.

Ο κ. Πόρτερ τέλος είπε πως τα όσα προκύπτουν για τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν οι ένορκοι, από τα ντοκουμέντα, δεν τον εκπλήσσουν. «Είναι ξεκάθαρο ότι η Λίντι και ο σύζυγός της με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην δίκη τους δεν έπρεπε να καταδικαστούν», ανέφερε, «κανένας ένορκος δεν θα μπορούσε να είναι απόλυτα βέβαιος για την ενοχή τους», είπε.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΖΑΡΙΑ

Το πτώμα του 9μηνου βρέφους δεν βρέθηκε ποτέ. Οι γονείς της Αζάρια από την πρώτη στιγμή που εξαφανίστηκε το μωρό τους αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή στην εξαφάνισή του. Η μικρή Αζάρια χάθηκε μέσα από την κούνια της που βρισκόταν σε αντίσκηνο, μέσα στην νύχτα. Το ζευγάρι με το βρέφος είχαν πάει εκδρομή στο Ιερό Βράχο, Ουλούρου.

Η Λίντι υποστήριξε τότε ότι είδε ένα ντίγκο να κουβαλάει το μωρό της, αλλά οι αρχές παρά την εξαντλητική έρευνα βρήκαν μόνο τα ματωμένα ρούχα του. Τότε οι Αρχές απεφάνθησαν ότι τα ρουχαλάκια του μωρού είχαν σκιστεί με ψαλίδι και όχι από τα δόντια κάποιου αγριόσκυλου.
Η αστυνομία τότε παρατήρησε επίσης κάποιες αντιφάσεις στην κατάθεση της Λίντι Τσάμπεραλαϊν που σε συνάρτηση με την διαφορετικότητα της στις θρησκευτικές της αντιλήψεις, μετέτρεψαν την μητέρα της Αζάρια σε εύκολο θύμα του Τύπου. Η Λίντι πρώτα «καταδικάστηκε» από την τότε κοινή γνώμη και τελικά κατηγορήθηκε για φόνο.

Πριν την δίκη του ζεύγους Τσάμπερλαϊν προηγήθηκαν όμως δύο ιατροδικαστικές έρευνες. Η πρώτη έρευνα απεφάνθη ότι όντως ήταν ένα ντίνγκο που πήρε το μωρό από την κούνια του αλλά στην συνέχεια κάποιος άνθρωπος εξαφάνισε το πτώμα της Αζάρια. Η δεύτερη ιατροδικαστική έρευνα όμως ενοχοποιούσε την Λίντι ως δολοφόνο και τον Μάικλ ως συνεργό της για την εξαφάνιση του πτώματος της Αζάρια. Έτσι ο Μάικλ και η Λίντι κατέληξαν κατηγορούμενοι για την δολοφονία της κόρης τους και καταδικάστηκαν.

Έξι χρόνια αργότερα νέα στοιχεία όπως το γεγονός ότι το αίμα που είχε βρεθεί στο αυτοκίνητο του ζευγαριού δεν ανήκε στην Αζάρια και το ότι τα ρούχα του μωρού βρέθηκαν έξω από φωλιά ντίνγκο οδήγησαν στην απελευθέρωση της Λίντας Τάμπερλαϊν.
Οι κατηγορίες δολοφονίας που βάρυναν τους γονείς της Αζάρια αποσύρθηκαν.

Η 9μηνη Αζάρια Τσάμπερλαϊν χάθηκε στις 17 Αυγούστου 1980.