Τα μέλη της Πανκαλαβρυτινής Αδελφότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας «Η Αγία Λαύρα», περνώντας ‘δια πυρός και σιδήρου’, φαίνεται να έχουν βρει την ποθητή ισορροπία. Τη συγκρότηση ενός μικτού Διοικητικού Συμβουλίου που αποτελείται από τους «παλαιούς και τους νέους», με τους δεύτερους στην Εκτελεστική Επιτροπή και… ένα μέλος επιπλέον στο 11μελές Διοικητικό Συμβούλιο.
Το «θαύμα» επιτελέσθηκε στη Γενική Συνέλευση του Ιουνίου, όπου, όπως θα πει ο Θανάσης Σαλάχας, υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων, «πρυτάνευσε η λογική και, ουσιαστικά, δώσαμε τη σκυτάλη στη δεύτερη γενιά. Στις θέσεις–“κλειδιά” είναι οι νέοι και αυτό έγινε με το σκεπτικό ότι πρέπει να έχουν την πρωτοβουλία στο σχεδιασμό της μελλοντικής πορείας του οργανισμού».
– Από ό,τι γνωρίζω υπήρξε μια μεταβατική περίοδος, κατά την οποία λειτουργούσαν παράλληλα, δύο Συμβούλια. Μπορούμε να πούμε ότι καρποφόρησε αυτό το σχέδιο;
«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Αδελφότητα Καλαβρυτινών έχει μια ζωή 43 χρόνων. Μιλάμε για βάσεις που μπήκαν πριν μισό σχεδόν αιώνα και νοοτροπίες άλλης εποχής, όταν οι ανάγκες των μελών μας, όπως άλλωστε και όλων των άλλων οργανισμών της εποχής αυτής, ήταν διαφορετικές. Αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας διαφεύγει. Για να λέμε, όμως, τα πράγματα, ως οφείλουμε, με το όνομά τους, η Αδελφότητα επιχείρησε αρκετά νωρίς και, συγκεκριμένα, πριν 20 χρόνια, να φέρει μέσα στο συμβούλιο και νέους της δεύτερης γενιάς.
Ήταν ένα «πείραμα», θα έλεγα, το οποίο, όμως, απέτυχε. Όπως αποδείχθηκε, υπήρχαν τεράστια κενά μεταξύ των δύο γενιών».
– Να υποθέσω ότι οι νέοι ήθελαν να αλλάξουν τα πάντα εν μία νυκτί και οι μεγάλοι αντιδρούσαν;
«Κάπως έτσι. Οι νέοι, ερχόμενοι στο Συμβούλιο, ήθελαν να επιβάλουν, κατά κάποιο τρόπο, τις ιδέες τους που δεν έβρισκαν σύμφωνους τους μεγάλους. Όπως και οι ιδέες των δεύτερων δεν συμφωνούσαν με τις ιδέες των πρώτων. Υπήρχε αυτό που λέμε χάσμα των γενεών, πράγμα που, από μια άποψη, είναι και αναμενόμενο».
– Δεν τελεσφόρησε, λοιπόν, το εγχείρημα. Πώς επηρέασε αυτό, έκτοτε, τις σχέσεις σας με τη δεύτερη γενιά;
«Χαίρομαι που μου δίνετε την ευκαιρία να πω, ότι σ’ ένα μεγάλο αριθμό των μελών μας, πρώτης και δεύτερης γενιάς, το ότι δεν πέτυχε η συνεργασία δεν θεωρήθηκε αποτυχία, αλλά απλά ως σημείο ότι και οι δύο γενιές δεν είχαν ωριμάσει αρκετά για να μπορέσουν να συνυπάρξουν στο χώρο που παίρνονται οι αποφάσεις. Έτσι, αφήσαμε να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα και πριν έξι χρόνια ακριβώς προτείναμε – και έγινε δεκτό – παράλληλα με το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης γενιάς, να υπάρξει και ένα Συμβούλιο δεύτερης γενιάς, υπεύθυνο για τις εκδηλώσεις του οργανισμού. Ήταν, ίσως, η πιο αποτελεσματική ιδέα να φέρουμε τους νέους κοντά μας και να τους δώσουμε, στην ουσία, την πρωτοβουλία στις δραστηριότητες του Οργανισμού. Το σχέδιο λειτούργησε άριστα, όλες οι εκδηλώσεις είχαν μεγάλη επιτυχία, τόσο από πλευράς ποιότητας και ουσίας, όσο και από πλευράς προσέλευσης μελών. Αρκεί να πω ότι, στις δύο μεγάλες ετήσιες εκδηλώσεις του Οργανισμού, 21 Μαρτίου και 13 Δεκεμβρίου, έχουμε πάνω από 500 άτομα, την κάθε φορά, με μαζική, πρέπει να τονιστεί, συμμετοχή της δεύτερης γενιάς Καλαβρυτινών».
– Από ό,τι γνωρίζω, υπήρξατε ο συνδετικός κρίκος, μεταξύ των δύο Συμβουλίων. Όταν αποφασίστηκε η συνένωση ή, μάλλον, η δημιουργία ενός μικτού Συμβουλίου, τι σας έκανε να πιστεύετε ότι θα πετύχαινε το διάβημα, ιδιαίτερα όταν είχατε το προηγούμενο της αποτυχίας;
«Η ερώτηση είναι λογική. Μιλάμε όμως για το τι έγινε πριν 20 χρόνια, όταν οι σημερινοί σαραντάρηδες ήταν εικοσιπεντάρηδες και οι της πρώτης γενιάς το έβρισκαν δύσκολο να εμπιστευτούν την «νεολαία». Η πρώτη γενιά χρειαζόταν χρόνο για να ωριμάσει μέσα της η ιδέα της μετάθεσης των ευθυνών. Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ήταν εύκολο. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν οι αμφισβητίες. Δεν σταματάμε όμως εκεί, πάμε μπροστά», θα καταλήξει ο Θανάσης Σαλάχας.
«H ΠΡΩΤΗ ΓΕΝΙΑ ΑΝΑΠΟΣΠΑΣΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ»
Ο Γιάννης Τρουπής, ακτινολόγος, ηλικίας 44 χρόνων, είναι ο νέος πρόεδρος της Πανκαλαβρυτινής Αδελφότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας «Η Αγία Λαύρα».
Είναι μπροστά στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, όπου η δεύτερη γενιά καλείται να δώσει το παρών και να αναλάβει πρωτοβουλίες που θα πάνε την παροικία μπροστά. Η συζήτηση μαζί του, μου δημιουργεί ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Ίσως επειδή εμπνέεται και ο ίδιος απ’ αυτό.
«Είμαι αισιόδοξος γιατί γνωρίζω ότι έχουμε τη δυνατότητα, η δεύτερη γενιά σε συνεργασία με την πρώτη, να κάνουμε πάρα πολλά. Ο καθένας από το χώρο που γνωρίζει καλύτερα και μπορεί να προσφέρει τις γνώσεις, την πείρα του, τον χρόνο που διαθέτει. Είμαστε σε μια κρίσιμη, πιστεύω, καμπή της ζωής της παροικίας, όπου η πρώτη γενιά θα χρειάζεται, όλο και περισσότερο τη στήριξη της δεύτερης. Και αυτό είναι κάτι που τους το οφείλουμε. Είμαι σ’ ένα χώρο που βλέπω από πρώτο χέρι τις ανάγκες που υπάρχουν σήμερα με τους Έλληνες ηλικιωμένους. Η περίθαλψη των ηλικιωμένων μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ. Να υπάρχει ένα ίδρυμα που να προσφέρει στους Έλληνες ηλικιωμένους βοήθεια στο σπίτι – νοσοκομειακή περίθαλψη, όπου χρειάζεται από ελληνόφωνο προσωπικό. Το κάνουν οι Εβραίοι. Γιατί όχι κι εμείς; Τα χρήματα, για παράδειγμα, που συλλέγουμε από τις εκδηλώσεις, να πάνε εκεί, στη συγκρότηση ενός τέτοιου ιδρύματος. Από το χώρο που είμαι, εντοπίζω αυτή την ανάγκη. Άλλοι επιστήμονες της δεύτερης γενιάς, βλέπουν άλλες πλευρές όπου η πρώτη γενιά χρειάζεται στήριξη. Είναι κάτι που τους το οφείλουμε. Η πρώτη γενιά, ας μη μας διαφεύγει, είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας».
– Ηγείσαι ενός οργανισμού μεγάλος αριθμός των μελών του οποίου – ο μεγαλύτερος πιστεύω – είναι άτομα της πρώτης γενιάς. Ποιο είναι το κίνητρο που σε ώθησε να θέσεις υποψηφιότητα;
«Βασικά, το ότι πιστεύω ότι μπορούμε, η πρώτη και η δεύτερη γενιά, να συνεργαστούμε άριστα, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Να υπάρχει σεβασμός σε κείνους που ίδρυσαν τον οργανισμό και τον έφεραν εκεί που είναι σήμερα. Να εγγραφούν περισσότερα άτομα της δεύτερης γενιάς, προκειμένου να πάρουν από τον πλούτο των γνώσεων των μεγάλων, αλλά να δώσουν και τις δικές τους ιδέες για την πρόοδο και εξέλιξη της Αδελφότητας κάτω από τις παρούσες συνθήκες. Υπάρχουν πάρα πολλά τα οποία μπορούν να γίνουν, τόσο για την καλύτερη ποιότητα ζωής των μεγάλων, αλλά και τη διατήρηση των δεσμών με την πολιτιστική μας παράδοση».
– Αν μπορούμε να θέσουμε τους στόχους σου σε σειρά προτεραιότητας, ποιος έρχεται πρώτος;
«Να γίνει κάτι για τους ηλικιωμένους που δεν είναι έτοιμοι ακόμη να πάνε σε γηροκομείο. Να έχουν, όπως είπα πριν, βοήθεια στο σπίτι από ελληνόφωνο, εκεί που είναι δυνατόν, προσωπικό.
Μετά, θα μπορούσε να γίνει ένα ελληνικό retirement village (οικιακό συγκρότημα για ηλικιωμένους), με ωραίους κήπους, ωραία διαμερίσματα, σε τρόπο ώστε να δώσει την ευκαιρία σε συμπάροικους οι οποίοι μένουν μόνοι τους σε μεγάλο σπίτι και δεν επιθυμούν να κλειστούν σ’ένα μικρό διαμέρισμα (unit) μόνοι τους. Σ’ αυτό που προανέφερα, θα έχουν καλή παρέα συν όλες τις ανέσεις τους. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες της δεύτερης γενιάς που κάνουν επενδυτικά έργα. Ας στραφούν και σ’ αυτήν την κατεύθυνση».
– Για το μέλλον των οργανισμών, ποια είναι η άποψή σου; Μπορούν να επιβιώσουν με την παρούσα μορφή, στην καλύτερη περίπτωση με προοδευτικά Συμβούλια;
«Θίξατε ένα πολύ ευαίσθητο σημείο. Προσωπικά, πιστεύω ότι όλοι οι Οργανισμοί της παροικίας θα έπρεπε να είναι μέλη της Κοινότητας Μελβούρνης, ώστε αυτή να έχει κάποια ισχύ. Να υπολογίζεται περισσότερο από τις κυβερνήσεις. Σε πρακτικό τώρα επίπεδο, θα ήθελα να δω όλους τους Οργανισμούς της Πελοποννήσου να ενώνονται και να ιδρύουν το Πελοποννησιακό Σπίτι. Κάθε Σαββατοκύριακο θα μπορεί να είναι αφιερωμένο σε μια περιφέρεια, ώστε να διατηρηθούν οι ιδιαιτερότητες του κάθε νομού, τα ήθη και έθιμα, πράγμα που θα μας κάνει πιο δυνατούς και με καλύτερες προοπτικές επιβίωσης. Οι κοινές μας ρίζες θα παίξουν, πιστεύω, μεγάλο ρόλο στην προσπάθεια αυτή».
Ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, από έναν Έλληνα επιστήμονα της δεύτερης γενιάς, που έχει την ευαισθησία, αλλά και τις γνώσεις, να ανοίξει νέους δρόμους στον παροικιακό χώρο. Αξίζει να συνεργαστούμε μαζί του.