Ευτυχώς, έληξε η προεκλογική εκστρατεία πριν πεθάνουμε από ανία. Διότι στις τρεις δεκαετίες που βρίσκομαι στην Αυστραλία δεν γεύτηκα ποτέ τόσο ανιαρή προεκλογική εκστρατεία.

Ο προεκλογικός μήνας που διανύσαμε σημαδεύτηκε από έλλειψη ουσίας, ριζοσπαστικών εξαγγελιών, υλοποιήσιμου οράματος για το μέλλον της Αυστραλίας. Έλειψαν από τη φετινή προεκλογική εκστρατεία τα στοιχεία που ανέδειξαν την αντίστοιχη του 2007, που την αναγόρευσαν σε εφάμιλλη εκείνης του «it’s time» του λαοφιλούς Γκοφ Γουίτλαμ.

Ο προεκλογικός μήνας που διανύσαμε δεν έδωσε δυνατά ερεθίσματα στους ψηφοφόρους, που να τους εμπλέξουν στην προεκλογική εκστρατεία, να τους κάνουν κοινωνούς των ιδεών, των σχεδίων και της πολιτικής των διεκδικητών της εξουσίας. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων παρακολουθήσαμε παθητικά  τις ομιλίες, τις εξαγγελίες και τις τηλεμαχίες της πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής  αντιπολίτευσης.

Δυστυχώς, το ασφυκτικό «καλούπωμα» των μονομάχων από τα κομματικά επιτελεία μεταμόρφωσε δύο κορυφαίους πρωταγωνιστές του κοινοβουλευτικού θεάτρου σε άνευρους ερμηνευτές πολιτικών και προγραμμάτων, που τους προμήθευαν οι φύλακές τους.

Η κυβέρνηση, αντί να επικεντρώσει στα οικονομικά πεπραγμένα της και να ζητήσει από το λαό ανανέωση της εντολής για συνέχιση της επιτυχημένης οικονομικής πολιτικής της, αναλώθηκε σε εξαγγελίες και υποσχέσεις που δεν κέντρισαν το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων. Εξ ου και η πτώση της ψήφου του κυβερνώντος κόμματος.

Η αξιωματική αντιπολίτευση σχεδίασε μία αρνητική προεκλογική εκστρατεία και επέμεινε σε αυτή μέχρι τέλους, αν και διαπίστωνε ότι τα πολλά «όχι» του κ. Άμποτ δεν μεταφράζονται σε ψήφους. Υπό διαρκή παρακολούθηση από τους «minders» – και ο κ. Άμποτ – εκτέλεσε κατ’ εντολή τις οδηγίες και ακολούθησε πιστά τις υποδείξεις των κομματικών παραγόντων που ανέλαβαν να τον καθοδηγούν.

Ως ψηφοφόρος, αισθάνομαι, ότι δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω τις ηγετικές ποιότητες και δυνατότητες των ηγετών που ζητούν την ψήφο μου. Ιδιαίτερα τον κ. Άμποτ, που εμφάνισε μία πλαστή εικόνα καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Δεν ήταν ο αψύς, μαχητικός Τόνι Άμποτ, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε όσοι παρακολουθούμε τις συζητήσεις και τις αντιπαραθέσεις στην πολιτειακή βουλή.

Κατεβήκαμε στην κάλπη χωρίς σαφή, ολοκληρωμένη εικόνα των αρχηγών των κομμάτων εξουσίας. Χωρίς τον ενθουσιασμό που κατεβήκαμε το 2007, καθώς, από τη μια πλευρά, είχαμε τον Κέβιν Ραντ με όραμα να αλλάξει την Αυστραλία και, από την άλλη, τον ηττημένο από την πολιτική του, Τζον Χάουαρντ.
Κατεβήκαμε στην κάλπη με ένα και μοναδικό δεδομένο. Την επιτυχημένη οικονομική πολιτική της Εργατικής κυβέρνησης Ραντ/Γκίλαρντ, που, κατά δήλωση πενήντα κορυφαίων οικονομολόγων, βοήθησε να ξεπεράσουμε την οικονομική κρίση με τις πλέον ανώδυνες συνέπειες – σε σύγκριση με άλλες χώρες.

Η υπεύθυνη διαχείριση της εθνικής οικονομίας από την κυβέρνηση Ραντ/Γκίλαρντ την περίοδο της κρίσης και μετά, συνετέλεσε στη δημιουργία σταθερού οικονομικού κλίματος που χαρακτηρίζεται από σταθερή αναπτυξιακή πορεία, χαμηλή ανεργία, χαμηλούς τόκους, ελεγχόμενο πληθωρισμό, χαμηλό χρέος, πλεονεκτήματα που τοποθετούν την Αυστραλία μεταξύ των ισχυρών χωρών του ανεπτυγμένου κόσμου.

 Κατά γενική ομολογία, η κυβέρνηση Ραντ/Γκίλαρντ δημιούργησε μία γερή οικονομική βάση πάνω στην οποία υπόσχεται να χτίσει μελλοντικά. Υπόσχεται να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που επιτρέψουν στην Αυστραλία να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις προκλήσεις του νέου αιώνα.
Η δέσμευση της πρωθυπουργού να βελτιώσει την παιδεία, την υγεία, τις υποδομές, να προστατεύσει το περιβάλλον από τις ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η επένδυση 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον εκσυγχρονισμό των τηλεπικοινωνιών με την κατασκευή εθνικού δικτύου ευρέων συχνοτήτων υποδηλώνουν αποφασιστικότητα είναι εγγύηση για τη συνέχιση του θετικού οικονομικού έργου της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση Γκίλαρντ άξιζε δεύτερη θητεία.