Την Παρασκευή, 25 Ιουνίου 2010 τελέστηκε το μνημόσυνο του Ανδρέα Παπανδρέου για τη συμπλήρωση 14 χρόνων από το θάνατό του, παρουσία του Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου και της οικογένειάς του, καθώς και στελεχών και φίλων του ΠΑΣΟΚ, στο Νεκροταφείο Αθηνών.
Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1974) ο Ανδρέας Παπανδρέου εγκατέλειψε την Ελλάδα με την οικογένειά του, και κατέφυγε αρχικά στη Σουηδία, και μετά στην Αγγλία.

Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος ήταν αυτοεξόριστος για εφτά χρόνια στη Γαλλία, επέστρεψε στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974, κατά την αποκορύφωση της εθνικής κρίσεως με επίκεντρο την Κύπρο.

Αμέσως μετά την επάνοδό του στην Αθήνα, ο Καραμανλής προέβη στη συγκρότηση, υπό την προεδρία του, κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, κύριο μέλημα της οποίας ήταν η άμεση αντιμετώπιση της κυπριακής κρίσης και η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα.

Από το εξωτερικό όπου βρισκόταν, ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισε αρχικά με πολλή δυσπιστία τη Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974. Τελικά, στα μέσα του Αυγούστου 1974, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε στη δημοσιότητα την ανακοίνωση για την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), η οποία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη».

Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου του 1974 το ΠΑΣΟΚ μπήκε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο με 12 βουλευτές. Σε προγραμματική ομιλία του στη Βουλή στις 11 Δεκεμβρίου 1974, ο Κωνσταντίνος Kαραμανλής ανέφερε και τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων:
«H κυβέρνησις θα επιδιώξει ταυτοχρόνως την διασφάλισιν των δικαιωμάτων και την εξυπηρέτησιν των συμφερόντων της Eλλάδος με μεθοδικότητα και σθένος. Tην ειδικότερη, όμως, πολιτική της Eλλάδος προς τον έξω κόσμο την προσδιορίζει η γεωπολιτική της θέσις και τα πάγια συμφέροντα του έθνους. Γεωγραφικώς, πολιτικώς και ιδεολογικώς η Eλλάς ανήκει εις την Δύσιν».

Την ομιλία του Καραμανλή ακολούθησε η παρακάτω στιχομυθία με τον Παπανδρέου:
Α. Παπανδρέου: «Eίπε η κυβέρνηση διά στόματος του Πρωθυπουργού, ότι η Eλλάς ανήκει εις την Δύσιν. Θα μου επιτρέψετε, κ. Πρόεδρε, να πω όχι. H Eλλάς ανήκει εις τους Έλληνας».
Κ. Καραμανλής: «Δεν είπα ότι ανήκει εις τους Δυτικούς, ανήκει εις την Δύσιν».
Α. Παπανδρέου: «H Eλλάς ανήκει εις εκείνον τον χώρον ο οποίος την συμφέρει. Δεν μπορούμε να δεσμευθούμε εσαεί και να πούμε ανήκουμε εδώ ή εκεί».
Τον Οκτώβριο του 1981 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές, και σχημάτισε κυβέρνηση για πρώτη φορά. Στον προεκλογικό αγώνα ο Παπανδρέου διακήρυττε: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», σύνθημα που συμπύκνωνε την πίστη του πως η μεταπολεμική Ελλάδα πρέπει να χαράξει την δική της εξωτερική πολιτική για εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, αντί να παραμένει προσδεμένη στο άρμα της Δύσης.

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

Είκοσι είχαν χρόνια είχαν περάσει από το 1981 που το ΠΑΣΟΚ ως το κυβερνών Κόμμα, με Πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, έθεσε ως στόχο να κάνει πράξη το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».

Τον Δεκέμβριο του 2009, δύο μήνες μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, αυτήν τη φορά ο Γιώργος Παπανδρέου, γιος του Ανδρέα, δήλωσε από τη θέση του Πρωθυπουργού πως η οικονομική κατάσταση επέβαλε τη λήψη αυστηρών μέτρων διότι «απειλείται η εθνική κυριαρχία». Με άλλα λόγια, ο Γ. Παπανδρέου επιδίωξε να διαβεβαιώσει τον ελληνικό λαό, όπως ο πατέρας του στο παρελθόν, πως ναι, η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες, και από τους ίδιους θα κριθεί η εθνική της κυριαρχία.
Η διαβεβαίωση αυτή είχε καταστεί επιτακτική, λόγω της οξείας οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, καταχρεωμένη καθώς είναι στον υπόλοιπο κόσμο.

Μετά την επέμβαση της τρόικας (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), και την επιβολή του Μνημονίου τον περασμένο Μάιο, η ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου επανέρχεται στην επικαιρότητα, όχι όμως ως κατάφαση και σύνθημα, αλλά ως απορία και ερώτημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες;».
Οπωσδήποτε, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι χωρίς το πακέτο των 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που παρέχεται με τους όρους που προβλέπονται από το Μνημόνιο, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε την προοπτική πτώχευσης, ή επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους με τους δανειοδότες, πράγμα που θα καθιστούσε προβληματική τη σύναψη δανείων στο μέλλον. Μολαταύτα, η Ελλάδα δεν είναι το μοναδικό υπερχρεωμένο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και άλλα μέλη, όπως η Ισπανία, η Αγγλία, και η Ιταλία αντιμετωπίζουν σημαντικά οικονομικά προβλήματα.

Παρ’ όλα αυτά, και λαμβάνοντας υπόψη πως η οικονομική κρίση, όπως έχει εκδηλωθεί από το 2008, αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, η ένταση και οι επιπτώσεις της εκδηλώνονται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και ιδιορρυθμίες της κάθε χώρας.

Σύμφωνα με ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες η Ελλάδα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης (1974 μέχρι πρόσφατα) έκανε μεγάλα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά βήματα, με αποτέλεσμα την επίτευξη σημαντικής ευημερίας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως εξαλείφθηκαν όλες οι παθογένειες του δημόσιου συστήματος. Για παράδειγμα, η λειτουργία ορισμένων θεσμών, όπως για παράδειγμα η Βουλή με την απροκάλυπτη διακριτική μεταχείριση των μελών της, πολλά από τα οποία πλούτισαν με μέσα αμφίβολης ηθικής, προκαλούν το κοινό αίσθημα για ισονομία και ισοπολιτεία.

Επιπλέον, οι πελατειακές σχέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και του δημόσιου φορέα οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων σε βαθμό που ο κρατικός προϋπολογισμός δεν μπορούσε να τους μισθοδοτήσει, εξαναγκάζοντας τις εκάστοτε κυβερνήσεις να καταφεύγουν στον εξωτερικό δανεισμό.
Η οικονομική κρίση των δύο τελευταίων χρόνων έφερε στην επιφάνεια την τάση των κυβερνήσεων να καλύπτουν τις κρατικές δαπάνες με συνεχή δανεισμό, οι επαχθείς κοινωνικές επιπτώσεις του οποίου προκάλεσαν την οργή του λαού απέναντι στο πολιτικό σύστημα.

ΚΑΤΩΤΕΡΟΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΟΙ

Παράλληλα, η οικονομική κρίση επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά, και με επώδυνο για την Ελλάδα τρόπο, τη ρήση πως «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα».
Ο λόγος εδώ για τους Έλληνες κεφαλαιοκράτες. Οι περισσότεροι από αυτούς απέκτησαν τα πλούτη τους τις τελευταίες δεκαετίες της οικονομικής ευφορίας της Ελλάδας, συχνά ως ευνοημένοι από το ελληνικό κράτος.

Και όμως, με τα πρώτα σημάδια της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα, αντί να επενδύσουν ένα μέρος από τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα, για να στηρίξουν την οικονομία της κατά τη δύσκολη περίοδο που διέρχεται, και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για τους άνεργους συμπατριώτες τους, έβγαλαν τα κεφάλαιά τους από την Ελλάδα, και τα μετέφεραν σε άλλες, ασφαλείς κατά την αντίληψή τους χώρες.

Δεν είναι μόνο οι κάτοχοι μεγάλων κεφαλαίων. Είναι και επαγγελματίες, όπως γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, κ.ά., οι οποίοι απέσυραν τις αποταμιεύσεις τους από τις ελληνικές τράπεζες, και τις τοποθέτησαν σε τράπεζες άλλων χωρών.

Και να σκεφτεί κανείς πως οι περισσότεροι από αυτούς αποθησαύρισαν εις βάρος του ελληνικού δημοσίου με φοροδιαφυγή τεραστίων διαστάσεων που έρχεται στο φως της δημοσιότητας τους τελευταίους μήνες. Χωρίς τη φοροδιαφυγή η Ελλάδα σήμερα δεν θα είχε οικονομικό πρόβλημα, αφού το ύψος της εκτιμάται πως φτάνει το δάνειο των 110 δισεκατομμυρίων που η Ελλάδα παίρνει από την τρόικα, με τις επαχθείς επιπτώσεις για τα λαϊκά στρώματα.
 Η ειρωνεία είναι ότι αυτοί οι καιροσκόποι θα επαναφέρουν τα κεφάλαιά τους όταν οι συνθήκες στην Ελλάδα βελτιωθούν, για να αγοράσουν σε τιμές ευκαιρίας ότι θα έχει απομείνει από τις περιουσίες του ελληνικού λαού.

Οι εξελίξεις στις οποίες αναφέρθηκα πιο πάνω κάνουν πολλούς να διερωτώνται αν η Ελλάδα διέρχεται μια περίοδο υποτέλειας, και αν η υπόστασή της ως οργανωμένη κοινωνία είναι επισφαλής.

Σε αυτά τα ερωτήματα η στήλη θα στρέψει την προσοχή της την ερχόμενη εβδομάδα.