Τους τελευταίους μήνες η Ελλάδα, με το αβάσταχτο δημοσιονομικό έλλειμμα και το τεράστιο εξωτερικό χρέος, βρέθηκε αντιμέτωπη με το ακόλουθο δίλημμα:
* Tην χρεοκοπία, ή την αναδιάρθρωση του δημοσιονομικού χρέους (1), με όλα τα συνακόλουθα για τη βιωσιμότητα του κράτους.
* Την υπογραφή του Μνημονίου που πρότεινε η τρόικα, με το δάνειο των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ, και τα μέτρα λιτότητας που πλήττουν κυρίως τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους.
Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική Κυβέρνηση έπραξε σωστά να επιλέξει το δεύτερο σκέλος του διλήμματος, γιατί δίνει την ευκαιρία στη χώρα για μια αυστηρή αυτοκριτική, και τη δυνατότητα για τη λήψη επώδυνων μεν, απαραίτητων όμως, μέτρων για να μπορέσει να διεκδικήσει, εκ νέου και επάξια, τη θέση της μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών.
Όταν, όχι αν, αποκατασταθεί η οικονομική βιωσιμότητα της χώρας, η Ελλάδα θα αναδυθεί, όπως ο Φοίνικας από τις στάχτες του, δυναμωμένη, με ανανεωμένους τους καίριους δημοκρατικούς θεσμούς, και με αναδιοργανωμένο τον δημόσιο τομέα. Και πάνω απ’ όλα, με ενισχυμένη την λαϊκή βούληση για αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας, και τη συνειδητοποίηση πως το μέλλον της χώρας θα εξαρτηθεί από την υιοθέτηση υψηλών στόχων σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Γιατί, για να βγει η Ελλάδα από το τέλμα στο οποίο έχει βυθιστεί τα τελευταία χρόνια δεν φτάνουν τα οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα που επιβάλλονται από το Μνημόνιο.
Εξίσου, αν όχι πιο σημαντική, είναι μια ριζική αλλαγή στη νοοτροπία του σύγχρονου Έλληνα, για να γίνει κατανοητή η αναγκαιότητα, και η αποδοχή, της κοινωνικής συνείδησης, και της συλλογικής προσπάθειας, ως αντίβαρο στον ατομικισμό και εγωκεντρισμό, που ευθύνονται για τα δεινά που πλήττουν τη χώρα.
Για το λόγο αυτό είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά τα στοιχεία που δίνει το πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν την περασμένη Πέμπτη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, 80% των Ελλήνων είναι της γνώμης πως πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για τον περιορισμό του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Αυτό δείχνει πως η πλειονότητα των Ελλήνων είναι υπέρ των μέτρων του Μνημονίου, για να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας για το καλό των επόμενων γενιών.
Και όμως, σκληρή υπήρξε, και συνεχίζει να είναι, η κριτική κατά του Γιώργου Παπανδρέου για την υπογραφή του Μνημονίου. Πολλές σύγχρονες Κασσάνδρες προέβλεψαν τον ανδραποδισμό της Ελλάδας και την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Εύκολες οι προφητείες, δύσκολες όμως οι αποφάσεις και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αποτροπή της επαλήθευσής τους.
Και εδώ είναι που τα κόμματα της Αντιπολίτευσης έχουν αποδειχθεί κατώτερα των περιστάσεων, ενώ τα κοινοβουλευτικά τους μέλη απεκδύθηκαν την ευθύνη που συνεπάγεται η ιδιότητα του βουλευτή.
Γιατί, σε κρίσιμες περιστάσεις όπως η παρούσα, η κριτική, αν δεν συνοδεύεται από εναλλακτικές προτάσεις είναι χειρότερη και από τον πιο αξιοκατάκριτο λαϊκισμό.
ΔΥΣΚΟΛΗ, ΑΛΛΑ ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Πολλές είναι οι απόψεις που διατυπώνονται για τα μέτρα του Μνημονίου, και για το αποτέλεσμα που μπορεί να έχουν στην πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Συχνά είναι δύσκολο να κρίνει κανείς, ιδιαίτερα όταν ζει εκτός Ελλάδας, κατά πόσο οι απόψεις αυτές είναι αντικειμενικές.
Για το λόγο αυτό δίνω ιδιαίτερη βαρύτητα στις απόψεις των πανεπιστημιακών, πρώτα γιατί είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και ανάλυσης όλων των σχετικών παραμέτρων, και κατά δεύτερο λόγο γιατί δεν παρασύρονται από συναισθηματισμούς και κομματικές προκαταλήψεις, γιατί γνωρίζουν πως θα κριθούν αυστηρά από τους συναδέλφους τους.
Ο Νίκος Χαριτάκης, Καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, 8/8/10, γράφει και τα ακόλουθα μεταξύ άλλων:
«Οι κανόνες του Μνημονίου αποτελούν για την υπεύθυνη Πολιτεία απαραίτητο στοιχείο για την επίτευξη του κοινού στόχου, που δεν είναι άλλος από την αξιοπιστία της οικονομικής συνοχής.
Πρώτον διότι το Μνημόνιο δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης με στόχο την εθνική συμβολή στη σταθεροποίηση της οικονομίας μας μετά την παγκόσμια κρίση, στο πλαίσιο της ανάγκης διατήρησης της ευρωπαϊκής συνοχής… Οι κυβερνήσεις εκλέγονται για να «μας» υπηρετούν όχι σε ατομικό αλλά σε εθνικό επίπεδο, που άμεσα όμως πλέον συναρτάται με το ευρωπαϊκό».
Ακόμη και οι ξένοι αρχίζουν να βλέπουν ευοίωνα σημεία για την εξυγίανση και σταδιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, όπως ο Όλι Ρεν, Επίτροπος για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε άρθρο του το οποίο δημοσιεύθηκε στην «Wall Street Journal» της Νέας Υόρκης με τίτλο «Ελληνική αναγέννηση», ο κ. Ρεν εκφράζει ως ακολούθως την αισιοδοξία του:
«Η Ελλάδα διέψευσε όσους αμφισβητούσαν ότι θα τα καταφέρει και τώρα βρίσκεται καθ’ οδόν για να επιτύχει μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα καθώς και ισχυρότερη και πιο ισορροπημένη ανάπτυξη. Κλειδί για την επιτυχία αυτή αποτέλεσε η εφαρμογή φιλόδοξου προγράμματος προσαρμογής από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει λάβει δραστικά και σε κάποιες περιπτώσεις επίπονα μέτρα για να βελτιώσει την κατάσταση την ελληνικής οικονομίας».
Επίσης ο Όλι Ρεν εκφράζει την άποψη πως «η εντυπωσιακή πρόοδος με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ΑΕΠ, η οποία θα είναι υψηλότερη από την αναμενόμενη». Αθηναϊκή εφημερίδα Τα Νέα, 25/8/10.
Παρόμοιες απόψεις εκφράζουν και τρεις Έλληνες Καθηγητές, οι δύο σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και ο τρίτος σε ελληνικό πανεπιστήμιο. Πρόκειται για τον Κ. Μεγήρ (University College, London), τον Δ. Βαγιανό (London School of Εconomics) και τον Ν. Βέττα (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Σε άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στην βρετανική εφημερίδα Financial Times, και αναδημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Τα Νέα, 25/8/10, οι τρεις καθηγητές εκτιμούν ότι ήταν αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις για την απελευθέρωση των αγορών, οι επενδύσεις στην εκπαίδευση με στόχο την αύξηση στην παραγωγικότητα, καθώς και οι αλλαγές στο Ασφαλιστικό, στην Υγεία και στο φορολογικό σύστημα.
Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες. Ο δρόμος που απομένει να διανυθεί είναι μακρύς, και γεμάτος με εμπόδια. Είναι γενική η αντίληψη πως θα ακολουθήσουν και άλλες, επώδυνες ως επί το πλείστον, αλλαγές.
Ο άλλος, ο δρόμος της απραξίας και του εφησυχασμού, οδηγεί κατευθείαν στον γκρεμό. Στην κρίσιμη αυτή καμπή της ιστορίας της πατρίδας μας οι συμπατριώτες μας της Ελλάδας καλούνται να καταβάλουν την υπέρτατη προσπάθεια, και να ενεργοποιήσουν όλες εκείνες τις δημιουργικές δυνάμεις, που για ένα διάστημα περιέπεσαν σε χειμερία νάρκη.
Ενώ μέχρι πέρσι στην Ελλάδα η παγκόσμια οικονομική κρίση αποτελούσε αντικείμενο σχολιασμού στις γενικές και θεωρητικές της διαστάσεις, τώρα γίνονται αισθητές οι επιπτώσεις της όχι μόνο στην καθημερινής ζωή ευρέων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και στις κοινωνικές και πολιτικές δομές της χώρας.
Το έθνος μας και στο παρελθόν βρέθηκε αντιμέτωπο με κινδύνους που απείλησαν την υπόστασή του, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος.
Και όμως, με αποφασιστικότητα και αγωνιστικότητα βγήκε από τις δοκιμασίες εκείνες με ενισχυμένο το ηθικό του, και ενισχυμένη την πίστη του στην ιστορική του μοίρα, και στις διαχρονικές του αξίες, που έχουν καταστεί και οικουμενικές αξίες.
Το γεγονός ότι οι ξένοι αρχίζουν να αναγνωρίζουν την αποφασιστικότητα της ελληνικής Κυβέρνησης να κάνει ό,τι το δυνατό να βγάλει τη χώρα από την οικονομική κρίση, και η σύμπνοια της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών με τη ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, αποτελούν ευοίωνα σημεία για την έξοδο της Ελλάδας από την μεγαλύτερη δοκιμασία των τελευταίων εξήντα χρόνων.
Σημειώσεις
1. Δημόσιο χρέος. Το χρέος ενός κράτους από τη σύναψη δανείων, κυρίως από το εξωτερικό. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ευρωζώνης, το δημόσιο χρέος ενός κράτους – μέλους δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τον Δεκέμβριο του 2009 το δημόσιο χρέος είχε ανέλθει στο 115% του ΑΕΠ.
2. Δημοσιονομικό Έλλειμμα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ενός κράτους παρουσιάζεται όταν το σύνολο των εσόδων του είναι μικρότερο από το σύνολο των κρατικών δαπανών. Τον Δεκέμβριο του 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας είχε ανέλθει στο 13,6% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.
3. ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) είναι το σύνολο όλων των αγαθών και προϊόντων που παράγει η οικονομία μιας χώρας κατά τη διάρκεια ενός έτους.