Μέχρι πριν μια δεκαετία, τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα και οι αμέσως ενδιαφερόμενοι ήξεραν ακριβώς τι τους πέφτει σ’ αυτήν την πολυέξοδη υπόθεση που λέγεται ‘γάμος’. Το νυφικό, για παράδειγμα, ανάλογα με τις συνήθειες του τόπου καταγωγής των μελλονύμφων, το πλήρωνε η πεθερά ή η μητέρα της νύφης. Σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις, το πληρώνει ο γαμπρός ή η ίδια.

Το δαχτυλίδι των αρραβώνων ήταν και είναι του γαμπρού. Αυτό δεν άλλαξε και δεν πρόκειται, ως φαίνεται, ν’ αλλάξει.
Εκεί που τα πράγματα έχουν αλλάξει διαμετρικά, είναι η γαμήλια δεξίωση.

Για αρκετά χρόνια τώρα, είχε επικρατήσει το σύστημα της μοιρασιάς των εξόδων μεταξύ των συμπεθέρων.
Καλούσε η κάθε οικογένεια τους δικούς της και αναλάμβανε τα έξοδα που της έπεφταν, σύμφωνα με τον αριθμό των καλεσμένων.
Το ερώτημα «είχε την οικονομική δυνατότητα για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της», έχει ως απάντηση ένα άλλο ερώτημα: «οι τράπεζες γιατί είναι εκεί, για το θεαθήναι;»

Μη χαμογελάτε, γιατί αν δεν έχετε καταφύγει στη λύση του δανείου, στην περίπτωση που αναφερόμαστε, σίγουρα, μα σίγουρα, γνωρίζετε άλλους που το έκαναν. Να μην αναφερθούμε – και το γρουσουζεύουμε – σε περιπτώσεις που ο γάμος διαλύθηκε και οι γονείς ακόμη ξεπλήρωναν το δάνειο στην τράπεζα.

Ναι, κάπως είχαν τακτοποιηθεί τα πράγματα με το σύστημα ‘εσείς τους δικούς σας κι’ εμείς τους δικούς μας’… και αν δεν το τηρούσαν αυτό κατά γράμμα! Η αίθουσα χωρισμένη σε αριστερούς και δεξιούς – καμία σχέση με πολιτικά φρονήματα – τα τραγούδια χωρισμένα, ‘μισά δικά σας, μισά δικά μας’ και πάει λέγοντας.
Πίσω όμως στις αλλαγές που παρουσιάζονται σήμερα και που είναι, όντως, θεαματικές. Όπως πληροφορούμαστε από τους διευθυντές αιθουσών δεξιώσεων, τα έξοδα της γαμήλιας δεξίωσης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ‘τα αναλαμβάνουν τα παιδιά’, δηλαδή ο γαμπρός και η νύφη που, στην πλειονότητά τους … την σήμερον ημέρα, είναι πολύ ωριμότεροι, ηλικιακά, από τους χθεσινούς.

Όπως θα πει διευθυντής χωλ, «οι μελλόνυμφοι είναι σήμερα οικονομικά ανεξάρτητοι, ενώ οι γονείς έχουν βγει στη σύνταξη. Δεν μπορεί, λοιπόν, ο σημερινός σαραντάρης, για παράδειγμα, με παχυλό μισθό να δεχτεί να πληρώσει ο συνταξιούχος πατέρας του το γάμο». Το ίδιο, πληροφορούμαστε, ισχύει και για τη νύφη η οποία ενδέχεται μάλιστα να είναι και υψηλόμισθη και επιθυμεί να συμβάλει στα έξοδα. Το σύστημα αυτό έχει απλοποιήσει κατά πολύ τα πράγματα, για όλους τους εμπλεκόμενους στενά, δεδομένου ότι εφόσον οι γονείς δεν επιβαρύνονται οικονομικά, δεν έχουν λόγο και στην επιλογή της αίθουσας. Απλά, αποφασίζουν «τα παιδιά, και οι γονείς, αμφοτέρων των πλευρών, βλέπουν την αίθουσα τη μέρα του γάμου όταν θα κάνουν μεγαλοπρεπώς την είσοδό τους σ’ αυτήν.
Βέβαια, η αλλαγή αυτή στις υποχρεώσεις, έχει αντίχτυπο και στο ποιος καλείται. Παλιά, όταν πλήρωναν δηλαδή οι γονείς, είχαν εκείνοι τον κύριο λόγο και οι λίστες των καλεσμένων ήταν δική τους πρωτοβουλία.

Τα παιδιά μπορεί να ‘κλωτσούσαν’ για τη ‘θεία’ (φίλη της μαμάς) που την είχαν δει μία μόνο φορά όταν ήταν δημοτικό ακόμη, αλλά τελικά δεν τους περνούσε. Με κόπο και άλλη ακόμη περισσότερη επιμονή – να μην πούμε ομηρικούς καυγάδες – να καλέσουν τα παιδιά τον δικό τους κύκλο. Φυσικά, σε καμία περίπτωση, οι καλεσμένοι των παιδιών, δεν έπρεπε να υπερβαίνουν σε αριθμό, τους καλεσμένους των γονιών τους. Τα πράγματα σήμερα έχουν με ακρίβεια αντιστραφεί. Οι γονείς έχουν την ευχέρεια να καλέσουν ελάχιστους από τους φίλους τους, να μην πούμε τίποτε και για μακρινούς συγγενείς.

Το επιχείρημα για τους τελευταίους; Δεν θα το πω. Άλλαξα γνώμη. Το γνωρίζετε όμως πολύ καλά. Κάτι για Χριστούγεννα και κηδείες…  μακριά από δω…