Τελευταία όλοι μιλούν για τη σύνταξη, ειδικά στην Ελλάδα, όπου οι περισσότεροι στα σαράντα τους θέλουν να έχουν τη σύνταξή τους – λες και το κράτος τους την χρωστάει – για να γίνουν συνταξιούχοι. Κανένας, όμως, δεν μιλάει για την άλλη βασική σύνταξη της Ελληνικής γλώσσας – η οποία είναι εξίσου σημαντική – κατά την οποία οι λέξεις συντάσσονται και συνδέονται μεταξύ τους λογικά, για να σχηματίσουν φράσεις και με τρόπους και κανόνες κατορθώνεται η συντακτική δομή της γλώσσας μας. Αυτή είναι η γλωσσική μας σύνταξη. Με αυτή τη σύνταξη, νομίζω ότι πρέπει όλοι μας να ασχοληθούμε σοβαρά. Το λέω αυτό, γιατί διαπιστώνεται σήμερα στο γραπτό, στον προφορικό, στο ραδιοφωνικό, στον τηλεοπτικό και διαδικτυακό μας λόγο, ότι όλοι οι Έλληνες σήμερα δείχνουμε «υποδειγματική» αδιαφορία για τη γλώσσα μας και ήδη έχουμε βγάλει τα Ελληνικά στη… σύνταξη.

Το έναυσμα για το άρθρο τούτο δόθηκε από τη διαπίστωση ότι για πολλά χρόνια οι χιλιάδες απόφοιτοι των Γυμνασίων μας της Μελβούρνης – και άλλων πόλεων εδώ και στη γενέτειρα – δυσκολεύονται να διατυπώσουν πέντε στοιχειώδεις προτάσεις σωστά. Τους βλέπουμε σήμερα ως προέδρους κοινοτήτων, συμβούλους ή οργανωτές διαφόρων εκδηλώσεων και η Ελληνική τους σύνταξη, απόδοση και εκφορά, είναι άκρως πενιχρή. Ως Ελληνικά σχολεία της Μελβούρνης με βαρύγδουπους τίτλους έχουμε αποτύχει οικτρά. Είναι πολύ λίγοι οι απόφοιτοι των Γυμνασίων μας που μπορούν να εκφραστούν σωστά – έστω και «υποφερτά» – στα Ελληνικά. Ποιος φταίει, όμως, όταν μάλιστα έχει ως εκφραστικό όργανο την πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου; Πρώτη αιτία, φυσικά, θα πούμε ότι είναι το «ξένο» περιβάλλον και ότι εδώ δεν είναι Ελλάδα. Το ίδιο, όμως, γίνεται και εκεί. Το βλέπουμε σε όλα τα μέσα.

Υπάρχουν όμως και άλλοι: Ένα διορατικό μάτι διαπιστώνει ότι ο πιο ατημέλητος τρόπος διδασκαλίας, από όλες τις γλώσσες που διδάσκονται στη Βικτώρια είναι στα Ελληνικά. Εάν δείτε γύρω σας το τι προσφέρεται από τις άλλες γλώσσες, όπως Ιταλικά, Ισπανικά, Γαλλικά, Γερμανικά, κ.λπ. στη διδαχή τους, θα εκπλαγείτε θεαματικά. Πότε θα πάρουμε τη γλώσσα μας στα σοβαρά και πότε θα την διδάξουμε σωστά για να έχει αποδοτικά αποτελέσματα; Κλασικό παράδειγμα τα αποτυχημένα μας εκπαιδευτικά ιδρύματα και η ερασιτεχνική αντιμετώπιση της κόρης των οφθαλμών μας που είναι φυσικά η γλώσσα μας.

Επειδή όλα δεν λύνονται μονομιάς, θα ήθελα να θίξω τα ο θέμα από μία μόνο γωνία, αυτή της Ελληνική σύνταξης που κανένα από τα σχολεία μας δεν διδάσκει. Ήδη ανέφερα παραπάνω τι σημαίνει σύνταξη ή ως μάθημα «Συντακτικό», το οποίο θέλει ο λόγος μας, γραπτός ή προφορικός, να έχει σωστά νοήματα. Το Συντακτικό εξετάζει πρώτα την πρόταση και αναλύει τη σχέση, αλλά και το ρόλο των λέξεων μέσα στην πρόταση στην απλή και αναπτυγμένη τους μορφή. Εξετάζει, επίσης, την περίοδο και το πώς ενώνονται οι προτάσεις και τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους. Επίσης, εξετάζει το Συντακτικό όλα τα στοιχεία που δίνουν δύναμη και ομορφιά στο λόγο μας και όλα αυτά κάνουν το γλαφυρό ύφος.

Σε όλα αυτά ως Έλληνες – εδώ και στην Ελλάδα – έχουμε αδιαφορήσει παντελώς. Ιστορικά ας αναφέρουμε εδώ πως το πρώτο Συντακτικό της Ελληνικής γλώσσας γράφτηκε από τον Αχιλλέα Α. Τζάρτζανο ως «Νεοελληνική Σύνταξης» στη δεκαετία του ’40 περίπου μαζί με τη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Το έργο είναι πολυτιμότατο, αλλά οι 650 σελίδες του δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους μαθητές ή φοιτητές οι οποίοι χρειάζονται ένα ευκολόχρηστο και συνοπτικό εγχειρίδιο. Ο Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, εξέδωσε για πρώτη φορά το «Συντακτικό της Νέας Ελληνικής» – για όλο το Γυμνάσιο – μόλις το 1991. Ακολούθησαν φιλότιμες ιδιωτικές πρωτοβουλίες, αλλά τα σχολεία στην Ελλάδα και περισσότερο στη Διασπορά, δεν έχουν συμπεριλάβει τη χρήση του Συντακτικού ως άκρως σημαντικού μαθήματος στη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας.

Ειδικά στη Μελβούρνη, η διδασκαλία της Σύνταξης θα έλεγα ότι είναι άγνωστη και αμφιβάλλω εάν ακόμη οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας γνωρίζουν την ύπαρξη βιβλίων Συντακτικού. Η διαπίστωση αυτή γίνεται από τη δυσκολία των αποφοίτων μας να εκφραστούν, απλά και να πουν κάτι με λογικό νόημα και σωστά. Αυτό είναι που ο ποιητής μας Κ. Καβάφης το είπε: «Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ»!

Χρειάζεται η διδασκαλία της Σύνταξης να απλοποιηθεί και να γίνει υποχρεωτική, τουλάχιστον στις μεγαλύτερες τάξεις του Γυμνασίου. Χρειαζόμαστε να εκδοθούν ευσύνοπτα εγχειρίδια Συντακτικού – έστω και σε φωτοαντίγραφα – αλλά ο μαθητής να τα διδαχτεί. Θα χρειαστεί επίσης να μεταφραστούν πολλά από αυτά στα Αγγλικά – μέσα στα ίδια εγχειρίδια, ώστε οι μαθητές να μάθουν τους μηχανισμούς της έκφρασης, αλλά και να γίνουν κτήμα τους. Γιατί όχι τα εγχειρίδια αυτά να γίνουν βιβλία αναφοράς στην προσωπική τους βιβλιοθήκη και σήμερα να υπάρχουν στην ιστοσελίδα τους;

Ακούμε και βλέπουμε δεκάδες Έλληνες δασκάλους από την Ελλάδα που διδάσκουν τη γλώσσα μας, αλλά και τους ντόπιους από τη Μελβούρνη. Ποια όμως είναι τα αποτελέσματα; Κάθε πόλη στην Αυστραλία έχει και ειδικούς «Συμβούλους Εκπαίδευσης», που τους διορίζει εδώ η πατρίδα μας. Τι κάνουν αυτοί; Πώς μπορούν να βοηθήσουν την κατάσταση; Πώς θα βοηθεί ο Έλληνας μαθητής ώστε να μπορεί να εκφράζεται και να μιλάει σωστά, με σύνταξη και ύφος, τη γλώσσα μας; Επειδή δεν βλέπουμε, ούτε ακούμε θεαματικά αποτελέσματα, για το λόγο τούτο η απόδοσή τους κρίνεται ως ανεπαρκής. Δεν λέγεται τούτο για κατηγόρια, ούτε για καμία επίπληξη, αλλά για μία εθνική αφύπνιση γιατί ως γονείς αισθανόμαστε βαθιά το δημοτικό μας στίχο: «Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας».