Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο ενός όχι προβεβλημένου συγγραφέα, του Νίκου Βουρνάζου, του ακαταμάχητου και διψασμένου για γνώση μετανάστη, όπως αποκαλύπτεται από το βιογραφικό του, κυριολεκτικά μπορούμε να πούμε πως μιλάμε με την ίδια τη μεταπολεμική ελληνική Ιστορία.
Όντας ο ίδιος μάρτυρας σε διάφορες περιόδους της Ιστορίας, περιγράφει γλαφυρά και με κοφτερή γλώσσα τα καθέκαστα της εποχής του Μεσοπολέμου, αλλά κυρίως το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς τα έξω. Και βέβαια, στην εποχή που ζούμε, όπου η Ελλάδα πλέον εδώ και δυο δεκαετίες έχει μετατραπεί σε προορισμό μεταναστών και προσφύγων από όλες τις γωνίες της Γης και που οι περιπτώσεις που οι μετανάστες βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα δεν είναι διόλου λίγες, η ανάγνωση αυτού του βιβλίου θα χρησίμευε σε πολλούς. Για να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νέοι.
Στις τριακόσιες περίπου σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας παρουσιάζει με τρόπο λεπτομερή και προσεγμένο δυο όψεις της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Στο πρώτο μέρος ασχολείται με τα πολεμικά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου και στο δεύτερο με τις συνθήκες και τις αιτίες που οδήγησαν ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού στη φυγή και τη μαζική μετανάστευση.
Ο συγγραφέας, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ έζησε, τόσο το πολεμικό δράμα όσο και τις δραστηριότητες των Ελλήνων μεταναστών που βρέθηκαν πρόσφυγες σε ξένες πατρίδες. Αυτά είναι τα δυο κεντρικά ζητήματα που πραγματεύεται το βιβλίο.
Πάντως, χάριν της αλήθειας, πρέπει να ειπωθεί πως, ενώ το βιβλίο προσπαθεί να ακουμπήσει τα γεγονότα με μια ουδέτερη ματιά και από μακριά, δεν είναι λίγες οι φορές που η συναισθηματική φόρτιση του μετανάστη για τον τόπο του κυριαρχεί του συγγραφέα και αφήνει το βιβλίο να «παρεκτραπεί» σε ευδιάκριτους “εθνικούς δρόμους”. Πράγμα που, αν μπορούσε να αποφύγει, θα το έκανε ακόμα πιο ενδιαφέρον. Εν τούτοις, η αγωνία γι’ αυτά που συμβαίνουν στην πατρίδα, που κυριαρχεί συνήθως σε αυτόν που ζει στα ξένα, μπορεί να δικαιολογήσει εν μέρει τα παραπάνω.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ο ευθύς τρόπος που ο συγγραφέας περιγράφει τη μετανάστευση των Ελλήνων. Δεν εξωραΐζει τα πράγματα και δεν κρύβεται πίσω από εθνικιστικές κορόνες που θα αποσκοπούσαν στη μεταφορά λανθασμένης εικόνας για τα τότε γεγονότα. Ως τέτοιο, το βιβλίο αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο να χωνευτεί από υπερπατριώτες. Κυρίως, δε, από αυτούς που βλέπουν τους σημερινούς μετανάστες ως μόνιμο κίνδυνο για την Ελλάδα ή, από την άλλη, έχουν βαλθεί να μας πείσουν πως οι Έλληνες που μετανάστευσαν τότε το έκαναν πάντα με τον νομιμότερο τρόπο.
Μια δήλωση του πολιτικού Ανδρέα Ζαΐμη το 1988 είναι ενδεικτική του τρόπου που πολλές φορές οι Έλληνες εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν: οι Έλληνες όπου έχουμε πάει έχουμε προοδεύσει. Φύγαμε από ‘δώ χωρίς τίποτα. Φύγαμε πολλές φορές από ‘δώ διωγμένοι από την πατρίδα μας. Φύγαμε από ‘δώ πολλές φορές με ψεύτικα (!) πιστοποιητικά για να μας δεχτούν σε άλλες χώρες. Στην Αυστραλία οι περισσότεροι μετανάστες που είχαν πάει τελευταία φύγανε με ψεύτικα πιστοποιητικά που τους είχαν δώσει οι τότε κυβερνήσεις.
Φεύγανε οι κομμουνιστές από ‘δώ γιατί θέλαμε να τους διώξουμε από ‘δώ. Τους δίναμε τα περίφημα πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης. Κοροϊδεύαμε την αυστραλιανή κυβέρνηση για να τους διώξουμε από ‘δώ. Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, που φεύγανε κυριολεκτικά με τίποτα, εκεί που πήγαν προοδεύσανε…
Ενδιαφέρον έχει στο βιβλίο αυτό και ένα απόσπασμα από άρθρο του Γεωργίου Βλάχου στην «Καθημερινή» το 1951, που ωμά και αποκαλυπτικά γράφει:
«Η Ελλάς πρέπει να καθορίσει οριστικώς μια σαφή πολιτική μετανάστευσης. Δηλαδή να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας αν έχουμε πλεονάζον πληθυσμό (!!!) και πόσο, και, αν έχουμε, αν θέλουμε και αν μας συμφέρει να τον εξάγομαι και πού. Αν δεν έχουμε και δεν θέλουμε να εξάγουμε, να το διακηρύξουμε και να πάψει ο κοσμάκης να βασανίζεται για μια θεώρηση διαβατηρίου. Αν πάλι θέλουμε να κάνουμε εξαγωγή Ελλήνων, να καθορίσουμε να εκδιώξουμε πόσους ετησίως και προς ποια περιοχή θα τους κατευθύνουμε! Μια μελέτη του ζητήματος από στατιστικούς ειδικούς θα μπορούσε να βοηθήσει για τον καθορισμό μιας εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής».
Όπως βλέπουμε, πάντως, από τότε υπήρξαν προτάσεις για μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα, ασχέτως με το γεγονός πως οι εποχές άλλαξαν και οι διωγμένοι, πλέον, δεν είναι οι Έλληνες αριστεροί και κομμουνιστές, αλλά άλλοι, που καταφθάνουν στην Ελλάδα διωγμένοι από αλλού.
Στα του Εμφυλίου αναφερόμενος, ο συγγραφέας φέρνει στον αναγνώστη πολλές προσωπικές, και όχι μόνο, μαρτυρίες. Στη μία από αυτές αναφέρεται στον νέο Βασίλη Κωνσταντόπουλο, 22-23 ετών αγωνιστή, που έλεγε στους στρατοδίκες οι οποίοι τον καταδίκασαν 80 φορές σε θάνατο: «Να! Και εκατό από μένα να τις κάνετε 180! Ή 80 ή μία, εγώ πεθαίνω. Εσείς υπηρετείτε ξένα συμφέροντα. Σας γ… οι Αμερικανοί για μια κονσέρβα μαρμελάδα. Να πάτε στο διάολο εσείς και τα δολάριά σας. Εγώ έσπειρα και θα θερίσουν άλλοι»!
Το βιβλίο, στην ολότητά του, διαπερνάται από πνεύμα κριτικής και παραπόνου. Παράπονο για τον τρόπο του ξεριζωμού Ελλήνων από τις ίδιες τις ελληνικές κυβερνήσεις και κριτικής για τη μετέπειτα τύχη της Ελλάδας. Βλέποντας από μακριά τα πράγματα στην πατρίδα, ο συγγραφέας τα βλέπει με καθαρότερο μάτι και δεν διστάζει να μιλήσει με γλώσσα καυτή και «ενοχλητική». Αξίζει, πάντως, να διαβαστεί το βιβλίο αυτό.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο Ν. ΒΟΥΡΝΑΖΟΣ
Ο Νίκος Βουρνάζος γεννήθηκε το 1924 στο Χρυσάνθιο Αιγιαλείας. Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και απολύθηκε το 1945 μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το 1955 μετανάστευσε στην Αυστραλία.
Τιμήθηκε το 1987 με το μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης 1941 – 1945 για τη συμμετοχή του στις μάχιμες τάξεις του ΕΛΑΣ.
Ξεχωριστή μνεία αξίζει το γεγονός πως σε ηλικία 78 (!) ετών ο συγγραφέας πήρε το πτυχίο Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Νέας Αγγλίας στην Αυστραλία.
Έχει εκδώσει τα βιβλία «Αν οι νεκροί είχαν φωνή», «Χορεύοντας μόνος – ανάμεσα σε δυο πατρίδες», «Δυτική Κορινθία, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος» και το τελευταίο «Οι ξεριζωμένοι – Μετανάστες που κτίζουν ξένες πατρίδες». Όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παρασκήνιο.