Είμαι από εκείνους που πιστεύω πως εκείνους τους καιρούς, τους καλούς φτωχούς καιρούς της εποχής μου, εκτός των άλλων και εννοώ της νοοτροπίας που επικρατούσε, των συνηθειών, των αρχών που είχαμε, μαθαίναμε και γράμματα. 

Άλλος ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε στους γονείς και τους δασκάλους. Άλλες οι αρχές μας και η στάση μας στους ηλικιωμένους, και μηδενικές οι απαιτήσεις.
Δεν μπορώ αν θα πρέπει να θεωρηθεί εξέλιξη η κατάργηση της μπλε ποδιάς τότε. Πιστεύουμε πως ακολουθούμε την…πρόοδο της εποχής στέλνοντας μικρά και μεγάλα παιδιά στη σχολική πασαρέλα της μόδας των ενδυμάτων και της κόμμωσης. Τελικά πιστεύω πως είμαστε άξιοι των καρπών που μαζεύουμε και θα μαζέψουμε στο εγγύς και άμεσο μέλλον.

Πιστεύω για την πατρίδα μας και τους κατοίκους της μικρής μας χώρας, στα εγκώμια που μας έπλεξαν, παλαιότερα τα μεγαλύτερα πνεύματα της γης.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ είχε πει: «Η Ελλάς είναι η γη συμπυκνωμένη, και η γη είναι η Ελλάς διογκωμένη και ο Βιλαμόβιτς (Γερμανός φιλόσοφος): «Όποιος επιθυμεί να γίνει άνθρωπος, πρέπει πρώτα να γίνει Έλληνας».

Απ’ ότι θυμάμαι είναι κάτι λιγότερο από εκατό χρόνια που ξεκίνησε έντονα η αντιδικία των οπαδών καθαρευούσης και δημοτικής και την τελευταία τεσσαρακονταετία έγινε της μόδας ο κάθε υπουργός Παιδείας κάνει, τ’ ολιγότερο μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στα εκπαιδευτικά συστήματα, τις περισσότερες φορές για να καταργήσει ή ν’ αλλάξει μια κάποια μεταρρύθμιση των προκατόχων του.
Δε συμφωνώ, μα δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο εκτός από μια ξεψυχισμένη… ένσταση ή μια θορυβώδη, αναποτελεσματική, μάταιη, προσωπική διαμαρτυρία.

Με αφορμή τις πρόσφατες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ο Αθηναϊκός τύπος… ξέθαψε δημοσιεύματα που αφορούσαν την Παιδεία για μεταρρυθμίσεις αντιδράσεις, πριν 80 χρόνια.

Διάβασα τι γινόταν το Σεπτέμβρη του 1930 με τα έντυπα μέσα ενημέρωσης της εποχής άλλα μεν να είναι υπέρ της καθαρευούσης και άλλα υπέρ της δημοτικής γλώσσας.

Σε άρθρο της η εφημερίδα «Εστία», στις 13 Σεπτεμβρίου 1930, έγραφε επί του θέματος της γλώσσας: «Δεν θέλουμε να αναλάβουμε την υπεράσπιση της καθαρευούσης, ούτε να παρεμποδίσουμε την απόλυτον επικράτηση της δημοτικής εις τα σχολεία, εφ όσον το Κράτος και κοινωνία, αφήκαν τους ηγέτες της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» να κατακτήσουν δια της τρομοκρατίας και των παντοίων άλλων μέσων την πλειοψηφία του διδασκαλικού κόσμου. Θέλουμε μόνο να ακουστεί μια φωνή διαμαρτυρίας, έστω και ασθενής, εναντίον του τρόπου αυτού με τον οποίον καθυβρίζεται ένα ολόκληρο παρελθόν εργασίας και αγώνων και θυσιών…

Στο δημοσίευμα απάντησε ο τότε υπουργός Παιδείας κ. Γεώργιος Παπανδρέου (παππούς του σημερινού Πρωθυπουργού της Ελλάδος) και η εφημερίδα δημοσίευσε και σχολίασε την απάντηση.

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Κ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Επί του ιδίου θέματος, λαμβάνουμε με πολλή ευχαρίστηση την κάτωθι επιστολή του κ. Υπουργού της Παιδείας.
«Φίλε κ. Διευθυντά,
Ανέγνωσα εις το χθεσινό φύλλο της «Εστίας» ότι επιθυμείτε ν’ ασχοληθείτε με την συζήτηση και την απόφαση του Συνεδρίου των Διευθυντών των Διδασκαλείων, σχετικώς προς την γλώσσα της διδασκαλίας των. Διότι, όμως, η σχετική απόφαση αυτού δεν απεδόθη σαφώς εις τα δημοσιευθέντα πρακτικά, η δε ομοφωνία του συνεδρίου επετεύχθη επί της ιδικής μου διατυπώσεως, θεωρώ επιβεβλημένο να την αποσαφηνίσω, δια να στηριχθούν οι κρίσεις υμών, καθώς και της Κοινής Γνώμης, επί ασφαλών δεδομένων.
Εις το δημοτικό σχολείο, κατά τον ισχύοντα νόμο, η διδασκαλία γίνεται εις την δημοτική γλώσσα και μόνο εις τις δυο ανωτέρας τάξεις του διδάσκεται και ανάγνωση της καθαρευούσης.
Συνέπεια, όμως, του δεδομένου τούτου είναι, ότι και το Διδασκαλείο, το οποίο παρασκευάζει τον δημοδιδάσκαλο, πρέπει να έχει ως βάση την δημοτική γλώσσα.
Ταυτοχρόνως, εις το Διδασκαλείο πρέπει να διδάσκεται και η καθαρεύουσα, εφ όσον αποτελεί την γλώσσα του επισήμου Κράτους, καθώς και της επιστημονικής και πνευματικής ζωής του Έθνους.
Επίσης, όμως, και η αρχαία, διότι δεν δύνανται να νοηθούν Έλληνες διδάσκαλοι, χωρίς οικειότητα προς το αρχαίο κλασσικό κείμενο. Αυτές υπήρξαν οι απόψεις μου οι οποίες και απετέλεσαν τα ομόφωνα συμπεράσματα του Συνεδρίου.
Μετά τιμής και φιλίας
Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Η εφημερίδα «Εστία» ευχαριστημένη από την απάντηση του κ. Παπανδρέου, συμπληρώνει κάτω από την απαντητική επιστολή του υπουργού:
«Δεν δυνάμεθα, παρά να εκφράσουμε την ευχαρίστησή μας. Διότι διαπιστούται ούτω και επισήμως, ότι η σωτηρία επέμβασης του κ. Υπουργού της Παιδείας, ο οποίος παρά την συμπάθειά του εις την δημοτική, δεν παρασύρεται από τις ανόητες ακρότητας μερικών εκ των οπαδών της, έδωσε την ορθή κατεύθυνση εις το Συνέδριο, έστω και την τελευταία στιγμή. Χαιρόμαστε ιδιαιτέρως, διότι ο κ. Παπανδρέου διαψεύδει κατηγορηματικώς τα αναγραφόμενα εις τα επίσημα πρακτικά του συνεδρίου, εξωφρενικά συμπεράσματα. Αλλά νομίζομε, εντούτοις, ότι δεν υπάρχει κανείς λόγος να μεταβληθεί οτιδήποτε από το ανωτέρω άρθρο. Εκείνο το οποίο προκαλεί την δυσφορία και την έκπληξη της Κοινής Γνώμης, δεν είναι τα οιαδήποτε συμπεράσματα του Συνεδρίου, αλλά το πνεύμα και η αντίληψη που εξεδήλωσαν οι περισσότεροι εκ των κυρίων συνέδρων.».

Εκείνα τα χρόνια ακόμη και οι διαφορές μεταξύ υπουργών και συνδικάτων λύνονταν με καλύτερο, πολιτισμένο και πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Αλλά και η ενημέρωση των Πολιτών ήταν περισσότερο ειλικρινής και αντικειμενική,  Για την όμορφη Ελληνική γλώσσα, θα τα ξαναπούμε.