Διαφωνώ οριζόντια και κάθετα με τον τρόπο που μαθαίνουν γράμματα τα σημερινά παιδιά, το έχω ξαναπεί.
Από τη μια, τα μηχανάκια, για να κάνεις τους μαθηματικούς σου υπολογισμούς, μια και είναι πολύ δύσκολο να μάθεις απ’ έξω πως εννέα φορές το εννέα μας κάνουν ογδόντα και ένα. Και γιατί να κουράζεσαι;
Από την άλλη οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που σου λένε αμέσως που βρίσκεται η Γουατεμάλα, τι παράγει και ότι άλλο χρειάζεσαι και το έχεις πατώντας μόνο ένα κουμπάκι. Γιατί να ιδρώνεις;
Άφησε πια και εκείνες τις ανεκδιήγητες ιστορίες με την παραχάραξη της ιστορίας στα μαθητικά βιβλία, για χάρη σκοπιμοτήτων και τις σκέψεις υποβάθμισης των εορτασμών των Εθνικών μας επετείων, για λόγους οικονομίας, αλλά και γιατί, τώρα τελευταία, θεωρούνται ξεπερασμένες και ντεμοντέ οι …εθνικές εξάρσεις.
Πλησιάζει η επέτειος του ΟΧΙ το θυμήθηκα, συγχύσθηκα και ξέφυγα από το θέμα.
Σε προηγούμενη έκδοση είχα αναφερθεί σε θέμα που μου είχε σταλεί με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
Εξέφρασα τις απόψεις μου, δηλαδή ότι υπάρχουν πολλά που λαβαίνουμε και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τους φόβους μου για τους κινδύνους που εγκυμονούν, διότι πέφτουν σε πολλά χέρια και υπάρχει περίπτωση να γράψεις ή πιο σωστά να αντιγράψεις κάτι, να το δημοσιεύσεις και ξαφνικά να διαπιστώσεις ότι το ξέρει η μισή Μελβούρνη ή ότι δημοσιεύθηκε, την ίδια ημέρα, σε άλλο έντυπο.
Το κείμενο που ακολουθεί το έστειλαν από την Ελλάδα, δεν μας ενδιαφέρει ποίος, σ’ εμένα είχε την καλοσύνη να το στείλει η Πρόεδρος του Πολιτιστικού, φίλη, κ. Καίτη Αλεξοπούλου.
Πρόκειται για την ομιλία κάποιου Έλληνα δάσκαλου και τι ακριβώς είπε στους μαθητές του, με την ευκαιρία της Εθνικής μας επετείου.
Αλλαγές θα κάνω σε ορισμένες εκφράσεις, προκειμένου να γίνω αντιληπτός και τούτο, γιατί όπως είναι γνωστό, η ομιλούμενη γλώσσα στην πατρίδα μας έχει υποστεί ορισμένες αλλαγές, όπως γίνεται με όλες τις γλώσσες του κόσμου και δεν είναι αυτή ακριβώς που φέραμε ερχόμενοι σε τούτη τη χώρα που ζούμε.
«Αυτά τα λόγια απηύθυνα στους μαθητές μου (λεει ο δάσκαλος) για την επέτειο της 25ης Μαρτίου:
Σκέφτηκα να σου μιλήσω για τον Καραϊσκάκη, αλλά το μυαλό σου θα πάει στο γήπεδο.
Συλλογίστηκα πολύ για να καταλήξω, αν αξίζει να σε ταλαιπωρήσω για κάτι τόσο μακρινό, τόσο ξένο.
Δύο αιώνες πίσω κάποια γεγονότα, τι να λένε για σένα; Σε σένα που βιάζεσαι να φύγεις, να πας για τσιγάρο, για καφέ ή για κάτι άλλο…
Θα σου μιλήσω λοιπόν προσωπικά, θα σου μιλήσω σταράτα, για να εκφράσω δύο σκέψεις μου:
Οι μαθητές που συνάντησα μέσα στην τάξη, οι μαθητές που δίδαξα φέτος, στην συντριπτική τους πλειονότητα με σεβάστηκαν, αν και δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του μαθήματος.
Πολλοί όμως από τους υπολοίπους μαθητές δε με σεβάστηκαν, με προσέβαλαν κατ’ επανάληψη. Με έργα, με λόγια, με ύβρεις. Δείχνοντας ένα χαρακτήρα και ένα ήθος που με σόκαρε, που μ’ έβαλε σε μελαγχολικές σκέψεις. Αυτό το φαινόμενο αποδεικνύει πως κάτι σάπιο υπάρχει σ’ αυτό το σχολείο, πως, εκτός από τις ελλείψεις που έχετε από πλευράς γνώσεων, το σχολείο χωλαίνει δραματικά και στο ηθοπλαστικό του έργο, στη διαμόρφωση δηλαδή της ψυχής και του πνεύματος των μαθητών.
Και η ευθύνη σ’ αυτή την αποτυχία είναι ευθύνη αποκλειστικά δική μας: των δασκάλων σας και των γονιών σας. Δεν έχουμε κατορθώσει να σας δείξουμε πως, χωρίς αρχές, η ζωή σας αύριο θα είναι μια κόλαση, πως, χωρίς όνειρα και στόχους, θα χρειαστείτε υποκατάστατα, θα καταφύγετε πιθανόν σε επιλογές που θα σας ξεφτιλίσουν, θα σας κάνουν να σιχαίνεστε τον εαυτό σας, θα σας γεμίσουν τη ζωή σας πλήξη και κούραση και θα σας γεράσουν πρόωρα.
Αν όμως θέλετε μια συμβουλή από ένα δάσκαλο, σκεφτείτε το παράδειγμα του Μακρυγιάννη, που έφτασε αγράμματος μέχρι τα πενήντα σχεδόν, για να καταλάβει τότε, πως η μόρφωση, η καλλιέργεια, ήταν το όπλο που του έλειπε. Και κάθισε με πολλή δυσκολία και χωρίς δάσκαλο κι’ έμαθε πέντε κολλυβογράμματα, για να μας πει την ιστορία του, το παραμύθι της επανάστασης των υπόδουλων Ρωμιών.
Αυτό το παράδειγμα είναι για σας το πιο κατάλληλο και μπορείτε τριάντα χρόνια νωρίτερα από το στρατηγό Μακρυγιάννη ν’ ακολουθήσετε το δρόμο που εκείνος έδειξε, το μονοπάτι της καλλιέργειας, το δρόμο της παιδείας, τη λεωφόρο της προσωπικής σας προκοπής.
Δεν είστε σε τίποτε λιγότερο ικανοί από το μπάσταρδο γιο της καλογριάς, τον Αρβανίτη Γιώργη Καραϊσκάκη. Ήταν κι’ αυτός αθυρόστομος σαν κι’ εσάς, αλλά είχε αυτό που από τα αλβανικά μάθαμε σαν «μπέσα». Ήταν πάνω απ’ όλα μπεσαλής.
Αυτό θα ‘θελα να έχετε κι εσείς: Υπευθυνότητα, μπέσα, τσίπα.
Ν’ αναλαμβάνετε τις ευθύνες σας, ν’ απεχθάνεστε την υποκρισία, να σιχαίνεστε το συμφέρον, να μισείτε το ψέμα και την ευθυνοφοβία.
Η αγάπη για τον τόπο του, η λατρεία για την πατρίδα του, ήταν αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του Νικήτα Σταματελόπουλου, του Νικηταρά. Αγωνίστηκε στη διάρκεια της επανάστασης, συνέβαλε στην απελευθέρωση της πατρίδος του κι’ έπειτα φυλακίστηκε, για να χαθεί σ’ ένα στενοσόκακο του Πειραιά, σχεδόν τυφλωμένος, πάμπτωχος κι’ εγκαταλειμμένος απ’ όλους. Δε ζήτησε τίποτε από την ελεύθερη Ελλάδα. Κι όταν οι γύρω του τον παρακινούσαν ν’ απαιτήσει από την κυβέρνηση μια πλούσια σύνταξη, απαντούσε πως η πατρίδα τον αμείβει πολύ καλά, λέγοντας ψέματα, για να μην προσβάλει την πατρίδα του.
Είναι δύσκολο , το κατανοώ, το παράδειγμα του Νικηταρά.
Αλλά νομίζω πως κι’ εσείς είστε ικανοί για τα δύσκολα. Μπορείτε ν’ ακολουθήσετε το δρόμο της αξιοπρέπειας. Να προσπαθήσετε τίμια και με αγωνιστικότητα για σας και για το μέλλον της οικογένειας που αύριο θα κάνετε. Ξέρω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι πως σας προτείνω μια διαδρομή ζωής δύσκολης και απαιτητικής, όταν δίπλα σας κυριαρχεί ο εύκολος δρόμος των γονιών, των δασκάλων, των πολιτικών της εποχής στην οποία μεγαλώνετε.
Όμως κάθε εποχή ελπίζει στους νέους της. Περιμένει απ’ αυτούς να σηκώσουν ψηλά και μ’ επιτυχία τη σημαία του αγώνα και να οδηγήσουν την πατρίδα τους, τον τόπο τους, σε καλύτερες μέρες, σε πιο φωτεινές σελίδες. Κι’ όταν βλέπω την εποχή μας να μαραζώνει χωμένη στην αλλοτρίωση, να ξεψυχά από την τηλεοπτική ανία, να μουχλιάζει απ’ το κυνήγι της ευκολίας, μόνο σε σας ελπίζω, στην ειλικρινή σας διάθεση ν’ αγωνιστείτε, ν’ αντισταθείτε, να πολεμήσετε, να νικήσετε….
Μη μας απογοητεύσετε».