«Εxcellent Mourikis»

Σα να το βλέπω, Σάββατο βράδυ, κατάμεστη αίθουσα, όλοι εκεί στο άτυπο ραντεβού στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Έχει καταφέρει να γίνει θεσμός και να μαζεύει όλους, όχι μόνο τους συνήθεις υπόπτους. Είμαι σίγουρη ότι το φιλμ «Ψυχή Βαθιά» θα προκαλέσει πλήθος σχολίων, συγκινήσεων και εκρήξεων, όπως πολυτάραχη υπήρξε και η εποχή την οποία πραγματεύεται παρ’ όλη τη στωική ματιά του σκηνοθέτη.

Σα να το ακούω, κάτι σαν σπασμένο τηλέφωνο να μεταφέρεται το μήνυμα «Ο Βαγγέλης, ο Βαγγέλης ο Μουρίκης! Αυτός ήταν εδώ! Αυτός εδώ σπούδασε ηθοποιός. Μπράβο, βρε, ο Βαγγέλης!». Χαμόγελο και ικανοποίηση, σίγουρα θα φέρουν οι συμμετοχές στην ταινία των ‘δικών’ μας Βαγγέλη Μουρίκη, Βικτώριας Χαραλαμπίδου και Ελένης Μπερτέ στην παραγωγή.

Ο Βαγγέλης Μουρίκης, που έχει θητεύσει και στο παροικιακό θέατρο της Μελβούρνης, διαγράφει πλέον μια λαμπρή καριέρα στον ελληνικό κινηματογράφο, παίζοντας σε πολυάριθμες ταινίες και κερδίζοντας πολλά βραβεία, ανάμεσα στα οποία και δυο πρώτα βραβεία ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.Πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μαζί του, να θυμηθούμε, έτσι για την ιστορία, τις ταινίες που έχει παίξει και την χρονολογία. Ξεκινάμε με το φιλμ «Attenberg» (2010) που προβλήθηκε φέτος στο Φεστιβάλ Βενετίας. Η συμπρωταγωνίστρια του Β. Μουρίκη πήρε το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου και εκείνος, όπως θα δούμε παρακάτω, κέρδισε κριτικές για «εξαιρετική ερμηνεία» από το διεθνή Τύπο.

Και συνεχίζουμε: «Tungsten» (2010), «Μαχαιροβγάλτης» (2010), «Κάθαρση» («Catharsis») (2009). «Ψυχή Βαθιά» (2009), «Ισοβίτες» («Boobheads») (2008), «Καλά Κρυμμένα Μυστικά», «Αθανασία» (2008), «Εσωτερικό», «Νύχτα – Interior», «Night» (2007) «Φαύλος Κύκλος» («Vicious Cycle») (2007), «Ώμος προς ενοικίαση» («Shoulder for hire») (2007), «Αλήθεια» (2006), «Παρέες» (2006), «Αγρύπνια» (2005), «Η Ψυχή στο Στόμα» («Soul Kicking») (2005), «Rakushka» (2004), «Μετεωρίτες» (2004), «Ο Βασιλιάς» (2002), «Η Κοιλιά της Μέλισσας» («The Belly of the Bee») (2001), «Polaroid» (1999), «Ο Ανθός της Λίμνης» (1999), «Οι Φωτογράφοι» (1999), «Ο Αδελφός μου κι Εγώ» («My Brother and I» (1997), «Σκουριασμένες Εικόνες» (1997), «Απόντες» («Truants») (1996), «Ο Κήπος του Θεού» («The Garden of God») (1994), «Νιάτα στη Λάσπη» (1984), «Τι Έχουν να Δουν τα Μάτια μου» (1984) κ.ά.

Και όμως, παρά τον εντυπωσιακό αριθμό ταινιών, παρά τα βραβεία και τις διακρίσεις, ο Βαγγέλης Μουρίκης δεν θεωρείται «σελέμπριτι» στην Ελλάδα, σαν κάτι «σταρ» που δεν έχουν κάνει τίποτα.

Ευκαιρία, λοιπόν, να τον γνωρίσουμε:

-Όλα δείχνουν ότι έχεις επιλέξει τον κινηματογράφο αντί του θεάτρου ή της τηλεόρασης. Η επιλογή αυτή είναι συνειδητή ή έγινε τυχαία;
– Τυχαίο ασφαλώς και δεν είναι. Υποστηρίζω μια επιλογή και αυτό δεν είναι «τυχαίο». Δεν ασχολήθηκα το ίδιο “ζεστά” με το θέατρο ή την τηλεόραση μέχρι τώρα, αλλά θα γίνει και αυτό, ειδικά με το θέατρο το οποίο σκέπτομαι ιδιαίτερα και έχω ήδη κάνει κάποιες συζητήσεις. Γεγονός όμως είναι ότι πρωτίστως με ενδιαφέρει ο κινηματογράφος.

– Την κινηματογραφική σου καριέρα την ξεκίνησες από την Αυστραλία. Τι ήταν αυτό που σε έφερε πίσω στην Ελλάδα; Υπάρχει σκέψη ή πρόταση να κάνεις κάποια ταινία στην Αυστραλία όπου ξέρουμε έκανες παλαιότερα και θέατρο;

– Είναι γνωστό, ότι με την Αυστραλία έχω ιδιαίτερες σχέσεις. Την εμπιστεύομαι και την γουστάρω πολύ. Επέστρεψα Ελλάδα για πολλούς λόγους. Θέλω να κρατήσω την σχέση με την Αυστραλία, ενεργή, ζωντανή και ανανεωμένη. Αξίζει όλη την προσπάθεια, γι’ αυτό και κάθε τόσο έρχομαι εδώ και, παράλληλα, συμπληρώνω έντυπα στην Πρεσβεία στην Αθήνα, για να “κρατάω” την Visa μου. Διατηρώ προσωπική, αλλά και επαγγελματική, επαφή και έχω φίλους, που τιμούν και την Αυστραλιανή Κινηματογραφία. Ποτέ δεν αρνήθηκα ενδιαφέρουσα πρόταση, αλλά μέχρι τώρα δεν έχω κάτι από πλευράς Αυστραλίας. Με χαρά, θα άκουγα μία ενδιαφέρουσα πρόταση και θα προσπαθούσα για ό,τι καλύτερο στο πλαίσιο μιας τέτοιας συνεργασίας. Εξυπακούεται…

– Αλήθεια, σε πόσες ταινίες έχεις παίξει; Δείχνουν να είναι αμέτρητες…, έχεις παίξει σε πολλές ταινίες και έχεις πάρει σημαντικά πρώτα βραβεία εντός και εκτός Ελλάδας (αλήθεια πόσα και ποια;), Εν τούτοις, όμως, δεν θα έλεγες ότι είσαι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος σε ένα ευρύ κοινό. Είσαι αντισταρ-σταρ;

– Ηθοποιός – κινηματογραφιστής είμαι

– Σε επιλέγουν για τις ταινίες ή και τις επιλέγεις; Τι μετρά; Ποιότητα ή εμπορική επιτυχία, μιας και τα δύο δεν συμβαδίζουν πάντα…

Αλληλοεπιλογή. Τώρα, το ερώτημα: ποιότητα ή εμπορική επιτυχία, τι να πω…  μακριά από μένα αυτές οι ερωτήσεις. Πάντως, δεν νομίζω ότι “απαγορεύεται” η ποιότητα στην εμπορική επιτυχία ή το αντίθετο. Ενδιαφέρον έχει, όταν συνυπάρχουν.

– Πώς θα χαρακτήριζες το επίπεδο του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου;

Πάντα ελπιδοφόρο, πάντα με μέλλον. Όσα πραγματώνουν οι Έλληνες κινηματογραφιστές με τα ελλειπο-ανύπαρκτα οικονομικά μέσα, ίσως για άλλους θα φάνταζαν «εφιάλτες» Μια χαρά προχωράμε. Οι ελληνικές συμμετοχές στα διεθνή Φεστιβάλ, τα σχόλια που εισπράττουν και οι επιβραβεύσεις νομίζω, ότι περίτρανα, αυτό, μαρτυρούν.

– Πώς σχολιάζεις το θεσμό (πλέον) του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην Αυστραλία;

– Το παρακολουθώ και χαίρομαι, διότι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, στέκεται. Πιστεύω, ότι πρέπει να στηριχθεί και να μεγαλώσει. Είναι ένας τρόπος να δει κάποιος, την Ελλάδα του σήμερα και, αν δοθεί η ευκαιρία, να κάνει συγκρίσεις με αυτά που ο ίδιος γνωρίζει ή, ακόμα, να θυμηθεί και, να οραματισθεί, ενδεχομένως. Το άλλο μεγάλο κεφάλαιο είναι η προσέλευση της νέας γενιάς των Ελληνόπουλων και η συμμετοχή τους, σήμερα σαν θεατές-κριτές των ταινιών και αύριο, ίσως, ως συντελεστές-δημιουργοί. Αυτή η τριβή θα ωφελήσει την ελληνική παροικία και γενικότερα θα ισχυροποιήσει την σύσφιξη των σχέσεων και την διατήρηση ενεργών των δεσμών με τον ελλαδικό χώρο. Τα νέα παιδιά πηγαινοέρχονται Αυστραλία–Ελλάδα. Τραγουδούν και χορεύουν ελληνικά. Με τη συμμετοχή περισσότερων ταινιών στο φεστιβάλ, όλοι ωφελούνται και οι αυστραλοελληνικές – ελληνοαυστραλιανές συμπαραγωγές θα είναι πραγματικότητα στα επόμενα χρόνια και σε πολλούς τομείς. Ήδη, ο Αλκίνοος Τσιλιμιδός, σκηνοθέτης με πολύ δυνατές ταινίες πίσω του και καουμπόικο στυλ, ετοιμάζεται για τεράστια παραγωγή με γυρίσματα και στις δύο χώρες και πρωταγωνιστές πολύ γνωστά ονόματα στο διεθνή χώρο. Φαντάσου τι θα γίνει…

– Τι σημαίνει για σένα Αυστραλία και ακόμα ελληνική παροικία;

– Αυστραλία είναι για μένα, οι σπουδές, το ξεκίνημα, οι εξαιρετικές γνωριμίες μου και η αρχή της ενηλικίωσής μου. Είναι οι δικοί μου άνθρωποι και τα πολλά που βίωσα, για τα οποία και την θαυμάζω. Η ελληνική παροικία σημαίνει, για μένα, καλά και πικρά. Πριν λίγους μήνες, ήμουν στην Μελβούρνη, «συμπαραστάτης» στον αξιοπρεπέστατο αγώνα, του πλέον αγαπημένου μου ανθρώπου. Χρήστος Μουρίκης, το μέλος της ελληνικής παροικίας, που «ταξίδεψε», με την Κοινότητα στην καρδιά του και διαγεγραμμένος από κάποιους εκπροσώπους της. Τον ίδιο καιρό γεννήθηκε το εγγόνι του, ο Χρηστάκος μας, ένα καινούργιο μέλος της Παροικίας…  Kαι οι φίλοι μου και οι δικοί μου άνθρωποι είναι μέλη της.

– Στο φεστιβάλ θα προβληθεί η ταινία ‘Ψυχή Βαθιά’. Πώς ήταν η συνεργασία με τον Βούλγαρη αλλά και τις Ελληνοαυστραλές Ελένη Μπερτέ (παραγωγός) και Βικτώρια Χαραλαμπίδου (ηθοποιός);

– Η “Ψυχή Βαθιά” είναι μια κραυγή δύναμης για να πεις κάτι που εύχεσαι να γίνει ή να είχε γίνει. Είναι μια βαθιά ανάσα κι ένα ξεφύσημα ανακούφισης. Ένας καημός. Μια σκέψη για κάποιον από το χωριό σου που ξαφνικά μαθαίνεις ότι δεν θα ξαναδείς. Ήταν η κραυγή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στα χρόνια του ελληνικού εμφύλιου, αλλά είναι και μια κραυγή σημερινή να αντέξεις τις απαιτήσεις. Είναι η ταινία του Παντελή Βούλγαρη, που μου έδωσε την ευκαιρία να πάω σε μέρη ανείπωτης ομορφιάς και ήθους εικόνων. Πρέπει να θεωρείσαι τυχερός άμα «ζήσεις» τόσο ωραία μέρη, όπως τα ζωντανά βουνά, Γράμμος και Βίτσι και τις γύρω περιοχές. Έστω και για λίγο. Εκεί έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας “Ψυχή Βαθιά”. Εκεί συνεργαστήκαμε με τον Παντελή Βούλγαρη για μεγάλο διάστημα. Εκεί τον γνώρισα και πραγματικά χάρηκα την ματιά του πάνω σ αυτούς τους τόπους. “Που σ’ έχω φέρει ρε Μουρίκη που σ’ έχω φέρει…”. μου φώναζε κάθε τόσο από μακριά. Κι εγώ χάζευα γύρω να ψάξω τρόπο να το περιγράψω αλλά… απερίγραπτο. Αφού έχεις δει την ταινία καταλαβαίνεις τι λέω. Μόνο καλά έχω να πω γι’ αυτή τη συνεργασία όπως και για τις κυρίες Μπερντέ και Χαραλαμπίδου. Ξαφνικά βρέθηκα στο Βίτσι και το Γράμμο με μυρουδιά Αυστραλίας… Υπέροχο συναίσθημα, υπέροχη συνεργασία.

– Έχεις βιώσει ποτέ αυτό που λέμε ‘κόντρα’ ρόλος; Στο ‘Ψυχή Βαθιά’ υποδύθηκες τον καπετάν- Ντούλα. Θα μπορούσες με το ίδιο πάθος να παίξεις τον αρχηγό του άλλου στρατοπέδου;

– Αν αποφάσιζα να τον παίξω, εννοείται ότι θα τον υποστήριζα. Αν δεν μπορώ να υποστηρίξω ένα ρόλο, δεν τον «παίζω». Ακούγεται λίγο απόλυτο, αλλά έτσι είναι.

– Πώς νιώθεις για τη βράβευση της πρόσφατης ταινίας «Attenberg» στο φεστιβάλ Βενετίας; Ποιος ο ρόλος σου σ’ αυτήν;

– Κατ’ αρχήν, είναι μιά σπουδαία ταινία, που άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Η Sala Grande όπου και προβλήθηκε, την δέχτηκε με υπέροχο τρόπο. Από εκεί και πέρα, νοιώθεις τεράστια χαρά και μόνο για τον «πηγαιμό» σε ένα από τα πλέον καταξιωμένα φεστιβάλ της Ευρώπης. Τα συναισθήματα μεγεθύνονται φυσικά, όταν η ταινία φεύγει από το Φεστιβάλ με τόσο καλές κριτικές και σπουδαία βράβευση. Παίζω έναν αρχιτέκτονα, που ζει με την κόρη του, η οποία μεγαλώνει μαζί του και προσπαθεί να ενηλικιωθεί τη στιγμή που αυτός ετοιμάζεται για το “μεγάλο ταξίδι”. Αυτός ο ρόλος τελικά, ήταν «μοιραίος». Μόλις τελείωσαν τα γυρίσματα ήλθα στη Μελβούρνη και «έζησα» τον ππάρμπα μου, το Χρήστο στον ίδιο ακριβώς ρόλο, δηλ. την αξιοπρεπή πορεία, ενός καρκινοπαθούς, προς το τέλος, με πλήρη γνώση για το πού οδεύει, χωρίς ηττοπάθεια, μεμψιμοιρίες και μικρότητες. Ο θάνατος, κομμάτι της ζωής…  ποιότητα με εμπορική επιτυχία που λέγαμε…

– Καταπληκτικές κριτικές πήρε η ταινία από τον διεθνή Τύπο, αλλά και εσύ πλούτισες το προσωπικό σου “βιογραφικό” με πολύ ιδιαίτερες αναφορές στο πρόσωπό σου και τη δουλειά σου. Το Hollywood Reporter σε ξεχωρίζει ως ο “… excellent Mourikis…”, και στο Φεστιβάλ Φιλμ του Τορόντο, όπου διαγωνίστηκε η ταινία, μετά την Βενετία, σε αποκαλούν χαρακτηριστικά “… Vangelis Mourikis, a metronome for perfect cinematic tone”…. Πώς τα εισπράττεις, όλα αυτά;

– Πήγαμε πολύ καλά, πραγματικά excellent.

– Ασχολείσαι με κάτι τώρα; Μελλοντικά σχέδια;

Γυρίσματα και πάλι γυρίσματα. Ολοκληρώνουμε ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με βάση τη Μήδεια του Ευρυπίδη και ετοιμαζόμαστε για ταινία την άνοιξη του 2011.

– Σ’ ευχαριστώ πολύ.

– Σε ευχαριστώ πολύ εγώ, για την ευκαιρία που μου έδωσες μέσα από την εφημερίδα σας, τον «Νέο Κόσμο», να ταξιδέψω και να συνυπάρξω, έστω και για λίγο, με τους γνωστούς μου και άγνωστους φίλους στην Αυστραλία, οι οποίοι για μένα είναι “τόπος” ζωντανός και με χαρακτήρα ιδιαίτερο και ξεχωριστό στις σκέψεις μου και στην καρδιά μου.