Μέχρι πρόσφατα, αναφορικά με τη συμμετοχή της Αυστραλίας στον πόλεμο του Αφγανιστάν, υπήρχε συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων, του Εργατικού Κόμματος και του Συνασπισμού Φιλελευθέρων/Εθνικού Κόμματος.
Καμιά από αυτές τις πολιτικές παρατάξεις δεν είχε επιδιώξει να πολιτικοποιήσει το εν λόγω θέμα για την επίτευξη κομματικών στόχων.
Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά μετά τις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο σχηματισμός Εργατικής Κυβέρνησης χωρίς την προβλεπόμενη πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Ο Τόνυ Άμποτ το φέρει βαρέως που, αν και έφτασε σε απόσταση πνοής από την εκλογική νίκη, παραμένει αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Τα περί «ήπιας και ευγενικής γλώσσας» που ευαγγελιζόταν κατά την προεκλογική καμπάνια αποτελούσαν προπέτασμα καπνού. Στην περίπτωσή του ισχύει η λαϊκή ρήση: «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του».
Γιατί, πώς εξηγείται η έκφραση «Machiavellian bastardy – μακιαβελικό μπαστάρδεμα» που χρησιμοποίησε για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο η Πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ εξήγησε την άρνηση του κ. Άμποτ να την συνοδεύσει στην πρόσφατη επίσκεψή της στο Αφγανιστάν.
Ακόμα πιο πρόσφατα, όταν από τα μέσα ενημέρωσης έγινε γνωστό πως τρία μέλη της στρατιωτικής δύναμης καταδρομών (κομάντος) της Αυστραλίας θα περάσουν από στρατοδικείο, κατηγορούμενα για ανθρωποκτονία σε ένα επεισόδιο που σημειώθηκε πέρσι στο Αφγανιστάν, ο Τόνυ Άμποτ είπε πως «μαχαιρώθηκαν στην πλάτη» από την Κυβέρνηση, εννοώντας προφανώς πως δεν έτυχαν της υποστήριξης από την Κυβέρνηση.
Και όμως, ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έπρεπε να γνωρίζει πως η Κυβέρνηση δεν επεμβαίνει σε θέματα που αφορούν τους κανονισμούς των Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι τρεις καταδρομείς είχαν κάνει επιδρομή σε μια κατοικία στο Αφγανιστάν, όπου πίστευαν ότι κρύβονταν Ταλιμπάν. Κατά την επιδρομή, σκοτώθηκαν ένας ύποπτος και πέντε παιδιά, και τραυματίστηκαν άλλα δύο παιδιά και δύο ενήλικες. Η δίκη γίνεται για να εξακριβωθεί κατά πόσο οι εν λόγω καταδρομείς ενήργησαν σύμφωνα με τους κανονισμούς των Ενόπλων Δυνάμεων που διέπουν τέτοιου είδους πολεμικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την Στρατιωτικό Δημόσια Κατήγορο, Συνταγματάρχη Λιν Μακντέιντ, οι τρεις καταδρομείς κατηγορούνται για ανθρωποκτονία, επικίνδυνη συμπεριφορά και προκατάληψη. Η εκδίκαση της υπόθεσης αποφασίστηκε έπειτα από εξονυχιστική έρευνα πολλών μηνών.
Στο κύριό της άρθρο, η εφημερίδα The Age (13/10/10) κατακρίνει τον κ. Άμποτ για τη δήλωσή του ότι «Εναπόκειται στην Πρωθυπουργό να διαβεβαιώσει το κοινό πως η υπόθεση των τριών στρατιωτικών θα τύχει δίκαιης εκδίκασης», γιατί ο αρχηγός της Αντιπολίτευσης φαίνεται να αμφισβητεί την ακεραιότητα της στρατιωτικής δικαιοσύνης.
Επιπλέον, ο κ. Άμποτ κατηγόρησε την Κυβέρνηση πως δεν μερίμνησε να για την παροχή της απαιτούμενης νομικής υποστήριξης στους εναγόμενους στρατιωτικούς.
Η ίδια εφημερίδα τονίζει πως οι κανονισμοί που διέπουν τα καθήκοντα του Δημόσιου Κατηγόρου των Ενόπλων Δυνάμεων είχαν καθορισθεί μετά από σχετική έρευνα στη Γερουσία το 2005, όταν στην αρχή βρισκόταν ο Συνασπισμός, και ο κ. Άμποτ ήταν Υπουργός.
Η Αντιπολίτευση κατακρίθηκε και από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων για την εισήγησή της όπως αυξηθεί ο αριθμός των στρατιωτών στο Αφγανιστάν, και να ενισχυθεί ο εξοπλισμός του.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του κ. Άμποτ στο Αφγανιστάν ο Στρατηγός John Cantwell τον διαβεβαίωσε πως το εκστρατευτικό σώμα έχει στη διάθεσή του όλο τον απαιτούμενο για την αποστολή του εφοδιασμό.
Για το λόγο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει δημοσίευμα της εφημερίδας The Age (14/10/10), σύμφωνα με το οποίο ο Τόνι Άμποτ έχει προβεί σε πλήρη υποχώρηση για την αύξηση των αυστραλιανών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, και για την ενίσχυση του εξοπλισμού τους.
Θα περίμενε κανείς από επίδοξους πρωθυπουργούς πρώτα να κάνουν την απαραίτητη έρευνα, και μετά να προβούν σε δηλώσεις για θέματα που αφορούν τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας.
ΜΑΛΚΟΛΜ ΦΡΕΪΖΕΡ – ΑΛΛΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Όλα αυτά δείχνουν πως, χωρίς βάσιμους λόγους, η Αντιπολίτευση ζήτησε να πολιτικοποιήσει το θέμα της παρουσίας του αυστραλιανού στρατεύματος στο Αφγανιστάν, παρά το γεγονός ότι η απόφαση για την αποστολή του είχε ληφθεί από την Κυβέρνηση του Τζον Χάουαρντ το 2001, με τη σύμφωνη γνώμη του Εργατικού Κόμματος.
Ο Μάλκολμ Φρέιζερ, πρώην αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και Πρωθυπουργός κατά το διάστημα 1975-1983, σε άρθρο του στην εφημερίδα The Age (5/10/10) γράφει πως διαφωνεί με την πρόταση του πρώην κόμματός του – παραιτήθηκε από μέλος του Κόμματος των Φιλελευθέρων τον περασμένο Δεκέμβριο – για την αύξηση του εκστρατευτικού σώματος στο Αφγανιστάν.
Ο κ. Φρέιζερ ήταν σύμφωνος με την αρχική απόφαση για την αποστολή αυστραλιανών δυνάμεων στο Αφγανιστάν μετά την τρομοκρατική επίθεση κατά των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου 2001.
Πρωταρχικός στόχος της εισβολής στο Αφγανιστάν από τις αμερικανικές και ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις ήταν η διάλυση της τρομοκρατικής οργάνωσης Αλ Κάιντα, που έδρευε στο Αφγανιστάν, και η σύλληψη του ηγέτη της Μπιν Λάντεν.
Όπως παρατηρεί ο κ. Φρέιζερ, η συμμαχική αποστολή απέτυχε οικτρά στον αρχικό της στόχο, και τώρα δικαιολογεί τον συνεχιζόμενο πόλεμο με την πρόφαση ότι επιθυμεί να «εκδημοκρατίσει» το Αφγανιστάν.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ», γράφει ο Μάλκολμ Φρέιζερ, «επιδιώκουν να επιβάλουν μια μορφή πολιτεύματος που είναι ξένο και άσχετο με την ιστορία και τον πολιτισμό του Αφγανιστάν».
Σε άλλο σημείο του άρθρου του ο κ. Φρέιζερ εκφράζει την απορία: «Πώς πολλοί ακόμη πιστεύουν πως μια βιώσιμη δημοκρατία μπορεί να επιβληθεί; Ο πόλεμος είναι πιο άγριος τώρα από κάθε άλλη περίοδο μετά την εισβολή».
Ο κ. Φρέιζερ εκφράζει την άποψη πως ο πόλεμος στο Αφγανιστάν θα έχει την απόληξη που είχε ο πόλεμος στο Βιετνάμ (1962-1972), με άλλα λόγια την ταπεινωτική ήττα, και την αποχώρηση των Αμερικανικών, ΝΑΤΟϊκών και Αυστραλιανών δυνάμεων.
Οι απώλειες των Αμερικανών στο Βιετνάμ είχαν ανέλθει στους 58.000 νεκρούς και 350.000 τραυματίες, ενώ των Αυστραλών σε 500 νεκρούς και 5.500 τραυματίες.
Στον πόλεμο του Αφγανιστάν η Αυστραλία συμμετέχει με 1550 στρατιώτες, και μέχρι στιγμής οι νεκροί ανέρχονται στους 21. Για τραυματίες δεν έχω δει σχετικά στοιχεία.
ΘΑ ΒΡΕΘΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΥΣΗ;
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται μια κινητικότητα στον διπλωματικό τομέα, για εξεύρεση πολιτικής λύσης στο αδιέξοδο που έχει οδηγήσει η εισβολή των Αμερικανικών και ΝΑΤΟΪκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν.
Εν όψει του γεγονότος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ισχυρότερη πολεμική μηχανή που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, δεν κατόρθωσαν να καθυποτάξουν έναν φτωχό, αλλά περήφανο λαό, είναι ευνόητο ότι εναποθέτουν τις ελπίδες τους για τον απεγκλωβισμό τους σε μια πολιτική λύση.
Γνωρίζοντας πως οι Ταλιμπάν θα αρνούνταν να συνομιλήσουν μαζί τους, επιφόρτισαν τον εικονικό Πρόεδρο του Αφγανιστάν, Χαμίντ Καρζάι, άνθρωπο της εμπιστοσύνης τους, με τον ρόλο του διαμεσολαβητή, έτσι που αν οι Αμερικανοί αποσύρουν το στράτευμά τους τον Ιούλιο του 2011, όπως εξήγγειλε ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, να μην φανεί πως φεύγουν ηττημένοι.
Το ερώτημα είναι αν οι Ταλιμπάν, οι οποίοι λένε πως «οι Αμερικανοί έχουν το ρολόι, αλλά εμείς έχουμε το χρόνο», είναι διατεθειμένοι να δώσουν στους άσπονδους εχθρούς τους αυτήν την ικανοποίηση.
Ο Χαμίντ Καρζάι ανακοίνωσε πρόσφατα ότι διεξάγει «από καιρό» μυστικές συνομιλίες με τους Ταλιμπάν, με στόχο να βάλει τέλος στον πόλεμο στη χώρα του που μετρά ήδη εννιά χρόνια. Βέβαια, για να μην διαψεύσει τις προσδοκίες των φίλων του, σε περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών του, ο Αφγανός Πρόεδρος έκανε την ακόλουθη διευκρίνιση:
«Με τους Ταλιμπάν δεν πρόκειται για μια τακτική επίσημη επαφή με σταθερή διεύθυνση, αλλά μάλλον για προσωπικές ανεπίσημες επαφές που πραγματοποιούνται από καιρό».
Από την πλευρά τους οι Ταλιμπάν, οι οποίοι ζητούν αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων πριν από την έναρξη των οποιωνδήποτε συνομιλιών, διέψευσαν τις πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις.
Έτσι έχουν τα πράγματα στο Αφγανιστάν, όπου οι εχθροπραξίες μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων από τη μια, και από την άλλη των Ταλιμπάν, βρίσκονται σε έξαρση.
Εδώ στην Αυστραλία οι αψιμαχίες μεταξύ της Αντιπολίτευσης και της Κυβέρνησης συνεχίζονται. Με ενδιαφέρον θα παρακολουθήσουμε την κοινοβουλευτική συζήτηση, που έχει προγραμματιστεί γι’ αυτήν την εβδομάδα.
Ας ελπίσουμε πως θα διεξαχθεί σε πολιτισμένο περιβάλλον, χωρίς την εμπάθεια που επέδειξε ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, και τα φραστικά βλήματα κατά της Πρωθυπουργού που εξαπέλυσε τις τελευταίες ημέρες.
Όταν πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου των στρατιωτών στο πεδίο της μάχης, και για το μέλλον του λαού μιας χώρας που δοκίμασε την μια επιδρομή μετά την άλλη, οι πολιτικοί καλά θα κάνουν να ασκήσουν την αυτοσυγκράτηση που επιβάλλει η ιδιότητά τους, και που απαιτούν τα ανθρωπιστικά αισθήματα και το εθνικό συμφέρον.