Είναι πολλές φορές που προσπαθώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου για την αμέλεια και την αναβλητικότητα μου.
 «Άσε θα πάω αύριο. Σήμερα δεν προλαβαίνω, πνίγομαι».
– Κουραφέξαλα πνίγεσαι, του απαντώ. Είναι θέμα προγραμματισμού και απόφασης.
Έτσι μετά από δύο-τρεις αναβολές, κατάφερα την περασμένη εβδομάδα να πάω να επισκεφτώ τον φίλο μου τον Γεώργιο που τώρα τελευταία δεν τραβάει και δεν τον πάει καθόλου και η… τύχη του.

Πριν ένα χρόνο «έφυγε» η Αλίκη, η αγαπημένη του σύζυγος και από τότε λες και… τον μούντζωσαν. Μέρα καλή δεν έχει δει.
Όσες φορές τον είχα επισκεφθεί στο παρελθόν ξέροντας πως του κόστισε πολύ ο ξαφνικός θάνατος της Αλίκης και για να του αλλάζω λιγάκι την διάθεση τον πείραζα:
 «Λες, ρε Γιώργη, να αισθάνεται μόνη εκεί στους ουρανούς η Αλίκη και να παρακάλεσε τον Μεγαλοδύναμο να σου ρίξει μερικές ψιλοαρρώστειες για να πας γρήγορα κοντά της;»
– Αν με θέλει ας του πει να με μεταφέρει στο διπλανό σύννεφο, μία και έξω. Θα την ακούσει. Κάθε Κυριακή στην εκκλησία πήγαινε και τις προσευχές της δεν τις ξέχναγε.

Την περασμένη Κυριακή που κατάφερα, τελικά, να πάω να τον δω, έδειχνε καλύτερα.
 «Καλά έκανες και ήλθες, Κωνσταντίνε. Με απασχόλησε ένα θέμα και θα ήθελα να το κουβεντιάσω μαζί σου.
Ακόμη δεν έχω σιγουρευτεί αν φεύγοντας αύριο το πρωί απ’ αυτή τη ζωή, θα καταφέρω να βρεθώ κοντά στην Αλίκη ή, αν αυτός που κανονίζει την μετά θάνατο πορεία μας, μου δώσει κανένα φύλλο πορείας προς τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Γι’ αυτό προτιμώ να την «βλέπω» μέσα στο σπίτι. Να την θωρώ να μαγειρεύει να τριγυρίζει και να γκρινιάζει γιατί δεν σκούπισα τα πόδια μου μπαίνοντας. Άλλωστε η κόρη μας, που έρχεται δύο–τρεις φορές την ημέρα, είναι αντίγραφο πιστό της μάνας της. Λίγο το έχεις αυτό; Τώρα στο θέμα μας.  Θυμάσαι το τραγούδι της Μαρινέλλας, το Σ’ αγαπώ; Αυτό που τραγούδησε και με τον Χατζή και το σιγοτραγούδαγε ένα βράδυ στη γιορτή μου πριν μας αφήσει η Αλίκη μου;»

– Βέβαια, το θυμάμαι. Μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει και ο στίχος και σ’ αυτό το τραγούδι και στο άλλο που λέει Άσε με να κάτσω πλάι σου κι’ ότι θέλεις συλλογίσου.
 «Λοιπόν, Κωνσταντίνε, δώσε βάση στο φίλο σου. Θα σου αναλύσω τους στίχους του ερωτικού αυτού τραγουδιού, στη δική μου έκδοση και μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης, θα σου πω το όνομα της καινούργιας μου αγαπημένης:
‘Σ’ αγαπώ όπως η μάνα το παιδί’. Κανονικά δεν έπρεπε να της πω τίποτε περισσότερο. Αυτό έφτανε. Ποία αγάπη μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερη, δυνατότερη, αγνότερη από της μάνας προς το παιδί; Μετά από το Σ’ αγαπώ όπως η μάνα το παιδί, συμπληρώνει «Όπως η φλόγα το δαδί, όπως ο γέρος τη ζωή που τον αφήνει». Όπως η φλόγα το δαδί. Θυμάσαι πως άρπαζε το δαδί η φλόγα στην …αγκαλιά της μόλις το πέταγες στο τζάκι; Μετά από την αγάπη της μάνα προς το παιδί, ποία άλλη μεγαλύτερη από εκείνη του γέρου που βλέπει τη ζωή να φεύγει, να γλιστράει σαν άμμος από τα λιανοδάχτυλά του;

«Σ’ αγαπώ όπως η άβυσσος το φως/ όπως τα όνειρα ο φτωχός / κι ο κουρασμένος στρατιώτης την ειρήνη». Λένε οι παρακάτω τρεις στίχοι, Κωνσταντίνε. Δεν ξέρω αν αγαπάει η άβυσσος το φως, δεν πήγα και δεν έχω και μεγάλη επιθυμία να πάω. Ξέρω όμως και το ξέρω καλά, γιατί υπήρξα κάποτε πολύ φτωχός, πόσο αγαπάει τα όνειρα αυτός που δεν έχει να ταΐσει το παιδί του, να φάει, να ντυθεί και να καπνίσει. Από τον πατέρα μου άκουσα και δεν υπήρχε πιο αληθινή και καθαρή φωνή, για το πόσο αγαπάει ο κουρασμένος στρατιώτης την ειρήνη. Έτσι αγαπώ κι’ εγώ δυνατά, αυτήν που θα σου αποκαλύψω στο τέλος. Ας το τραγουδάει γυναίκα. Εγώ παίρνω τους στίχους, με το έτσι θέλω και τους τραγουδάω στην αγαπημένη μου:
«Σε ζητώ όπως το χώμα τη βροχή.» Βλέπεις εδώ το σ’ αγαπώ το αλλάζει και το κάνει «σε ζητώ». Σε ζητώ: «Όπως το γέλιο η ψυχή.» «κι οι οδοιπόροι τα βαθύσκιωτα πλατάνια.» Ναι δυνατά ζητά η στεγνή γη τη βροχή, όπως ζητά το γέλιο η πικραμένη ψυχή για να γλυκάνει λίγο. Οι οδοιπόροι, Κωνσταντίνε, ζητάνε τα βαθύσκιωτα πλατάνια ή έναν ίσκιο οποιονδήποτε κι’ ας μην είναι βαθύς. «Σε ζητώ όπως το χιόνι τη φωτιά», λέει παρακάτω ο στιχουργός. Δεν ξέρω αν πράγματι το χιόνι θα ζητούσε φωτιά για να λιώσει, να γίνει ρυάκι, ποταμός. «Ο πονεμένος τη γιατρειά» «και η μεγάλη αμαρτία τη μετάνοια»  Ξέρω και το ξέρω καλά πως ζητά ο πονεμένος τη γιατρειά. Πονεμένος κι’ άρρωστος είμαι.

Και αμαρτωλός ήμουνα και μεγάλη αμαρτία στην ψυχή μου κουβάλαγα. Τόσο μεγάλη που ντρεπόμουνα να ζητήσω συγχώρεση. Εκείνος νομίζω πως κατάλαβε με πόση δύναμη το ζήταγα και έριξε ένα απαλό σύγνεφο και την σκέπασε.

Θ’ αλλάξω λίγο το ρεφρέν, Κωνσταντίνε, γιατί η καινούργια μου αγαπημένη είναι λίγο μεγάλη και θέλει λίγο πιο απλή και ξεκάθαρη την εξομολόγησή μου. Ίσως συγκινηθεί και με κρατήσει λίγο καιρό κοντά της:
 «Δεν έχω τίποτ’ άλλο, είμαι μια φωνή που… σβήνει. Είμαι δυο χέρια αδειανά που σε τυλίγουν και απλώνονται παρακλητικά. Μα σ’ αγαπώ και περιμένω μήπως ανοίξουν οι ουρανοί και ίσως μ’ ακούσουν.

Χωρίς φραγμούς και σύνορα είναι η αγάπη για ζωή»  Νομίζω πως δεν χρειάζεται να της πω άλλους στίχους, δεν χρειάζεται να τραγουδήσω, ν’ απαγγείλω ποιήματα για να καταλάβει. Με βλέπει, με ξέρει. Έγειρα για τα καλά προς τη δύση, Κωνσταντίνε. Γερασμένος κι ανήμπορος ερωτεύτηκα τη ζωή και προσπαθώ να γαντζωθώ επάνω της, μήπως με σούρει δίπλα της, για λίγο ακόμη.  Μη με ρωτήσεις γιατί. Δεν ξέρω. Κι’ αν σου πω, μη με πιστέψεις.