ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, στο Κούσκο. Την πρωτεύουσα της κραταιάς αυτοκρατορίας των Ίνκας, που το τέλος της σήμανε και την αλλαγή πλεύσης ολόκληρης της Νότιας Αμερικής.

ΤΟ Κούσκο, στην κυριολεξία, σου κόβει την ανάσα. Αιτία δεν είναι μόνο η ομορφιά του, αλλά, κυρίως, το υψόμετρο του και η ανεπάρκεια της ποσότητας του οξυγόνου στην οποία έχει εξοικειωθεί το αναπνευστικό μας σύστημα.

ΦΤΑΣΑΜΕ στην πόλη, μετά από ένα ακόμα κουραστικό ταξίδι, γύρω στο μεσημέρι και αποφασίσαμε να κάνουμε μια ανιχνευτική βόλτα στο ιστορικό της κέντρο.

ΔΕΝ είχαμε περπατήσει ούτε πέντε λεπτά όταν άρχισαν οι δυνάμεις μας να μας εγκαταλείπουν και η αναπνοή μας να δυσκολεύεται. Κάθε λίγο σταματούσαμε για να… ξεκουραστούμε, λες και περπατούσαμε συνεχώς για ένα 24ωρο!

ΤΟ Κούσκο είναι χτισμένο σε 3.800 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και ο οργανισμός μας χρειάστηκε ένα περίπου 24ωρο για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, παρά το γεγονός ότι για βδομάδες κινούμαστε σε ένα υψόμετρο από 1500 έως 2800 μέτρα.

ΣΕ 2.500 μέτρα είναι χτισμένη η Μπογκοτά και στα 2.800 η πρωτεύουσα του Εκουαδόρ, το Κίτο. Το «μυστικό» μέχρι να προσαρμοστεί κανείς στην ανεπάρκεια οξυγόνου, είναι να περπατά πολύ αργά και κάθε τόσο να σταματά δύο-τρία λεπτά.

ΤΑ πράγματα είναι αρκετά πιο δύσκολα, βέβαια, για ανθρώπους που έχουν προβλήματα με την καρδιά τους και το αναπνευστικό τους σύστημα. Πάντως, αν ποτέ αποφασίσετε να επισκεφτείτε το Κούσκο (για να δείτε το Μάτσου Πίτσου και όχι μόνο) μη δίνετε σημασία στον πονοκέφαλο. Οφείλεται στο υψόμετρο.

ΠΟΥΘΕΝΑ αλλού στο Περού (αλλά και σε ολόκληρο το ταξίδι) δεν συναντήσαμε τόσους πολλούς τουρίστες όσους στο Κούσκο. Αιτία που το επισκέπτονται εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλον τον κόσμο κάθε χρόνο είναι (κυρίως) το Μάτσου Πίτσου.

ΤΟ Μάτσου Πίτσου (η «χαμένη» πόλη των Ίνκας, όπως λανθασμένα πιστεύω την αποκαλούν) βρίσκεται σε απόσταση 120 περίπου χιλιομέτρων βόρεια του Κούσκο και είναι ο τόπος που έβαλε το Περού και ολόκληρη τη Νότια Αμερική, γενικότερα, στο τουριστικό «στόχαστρο» του πλανήτη.

ΚΑΙ αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά τυχαία έγινε. Μιλάμε για έναν πραγματικά συναρπαστικό τόπο. Ένα από τα πιο εκπληκτικά και μαγικά μέρη του κόσμου, που δημιούργησε η φύση στα (πολύ) μεγάλα της κέφια.

ΕΝΑΝ τόπο που αποπνέει μυστήριο και μια πρωτόγνωρη έλξη σε όλες τις αισθήσεις. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία και, απ’ ό,τι φαίνεται, ποτέ δεν θα μάθουμε ποιος το επέλεξε, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να τον έχει επιλέξει και ένας… τυφλός!

ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ είναι επίσης και η διαδρομή που ακολουθεί το τρένο από το Κούσκο ώς το Μάτσου Πίτσου, αφού περνά διαρκώς δίπλα από ένα μεγάλο ποτάμι , το οποίο ελίσσεται, σαν φίδι, στο βάθος της ιερής κοιλάδας των Ίνκας.

ΑΠΟ την μια πλευρά και από την άλλη ολόκληρης σχεδόν της διαδρομής υψώνονται πανύψηλες χιονοσκέπαστες βουνοκορφές, που για να δεις ολόκληρο το μεγαλείο τους, πρέπει (στην κυριολεξία) να στρέψεις το βλέμμα σου προς τον ουρανό.

ΠΕΡΙΠΟΥ 30 χιλιόμετρα πριν φτάσει το τρένο στον προορισμό του, η κοιλάδα που ακολουθεί γίνεται μια στενή και βαθιά χαράδρα και τα καταπράσινα βουνά υψώνονται κυριολεκτικά κατακόρυφα, από τις όχθες του ποταμού ώς τον ουρανό.

ΠΑΡΑ, όμως, το γεγονός ότι η διαδρομή είναι μια από τις καλύτερες που υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο, τίποτα δεν μπορεί να σε «προετοιμάσει» για το τι μέλλει να δουν τα μάτια σου όταν φτάσεις στην κορυφή του Μάτσου Πίτσου.

ΦΤΑΣΑΜΕ γύρω στο μεσημέρι. Ένα μεσημέρι, με έναν καταγάλανο ουρανό κάτω από τον καυτό τροπικό ήλιο, που δεν πρόκειται να ξεχάσω στην υπόλοιπη ζωή μου.

Η καθαρότητα της ατμόσφαιρας έδινε σε ολόκληρο το τοπίο μια πρωτοφανή διαύγεια, που θύμιζε περισσότερο μεσημέρι σε νησί του Αιγαίου, πάρα μεσημέρι στις παρυφές της τροπικής ζούγκλας του Περού, που αρχίζει από αυτή την περιοχή.

ΤΟ Μάτσου Πίτσου είναι χτισμένο σε υψόμετρο 2.800 μέτρων, στην κορυφή ενός βουνού που περιστοιχίζεται από άλλες πανύψηλες κορυφές βουνών που υψώνονται από το βάθος της χαράδρας, που δεσπόζει το ποτάμι, το οποίο είναι και ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια που τροφοδοτεί τον γιγάντιο Αμαζόνιο.

Η θέα από το μεγαλοπρεπές αυτό «πρατήριο» των Ίνκας είναι (απόλυτα) μοναδική. Δεν έχω δει άλλον τέτοιο τόπο και πουθενά αλλού δεν αισθάνθηκα τα ίδια συναισθήματα, που αισθάνθηκα στο Μάτσου Πίτσου. Οι βουνοκορφές που το περιστοιχίζουν είναι εκπληκτικές και ούτε ο μεγαλύτερος ζωγράφος δεν θα μπορούσε να τις είχε επινοήσει και ζωγραφίσει. Δεν έχω δει πιο όμορφο και επιβλητικό τόπο. Πραγματική μαγεία.

ΚΑΙ μόνο για το Μάτσου Πίτσου άξιζε αυτό το ταξίδι, που είναι γεμάτο από εκπλήξεις της φύσης. Αν είναι να κάνετε ένα ταξίδι στη ζωή σας ή να δείτε ένα και μόνο μέρος θα σας πρότεινα ανεπιφύλακτα να επισκεφθείτε το Μάτσου Πίτσου. Ανεπανάληπτη εμπειρία.

Ο λόγος που το επέλεξαν οι Ίνκας είναι προφανής με την πρώτη ματιά: Πρόκειται για ένα φυσικό και απόρθητο φρούριο, που έλεγχε την είσοδο στην ιερή τους κοιλάδα η οποία και τους εξασφάλιζε τα προς το ζην, λόγω του ότι είναι πολύ εύφορη.

ΠΟΤΕ ακριβώς χτίστηκε και πότε εγκαταλείφθηκε παραμένει άγνωστο και ίσως ποτέ να μην το μάθουμε. Είναι και αυτό ένα από τα μεγάλα μυστικά, που πήρε μαζί τους ο πολιτισμός των Άνδεων.

ΣΥΜΦΩΝΑ με τις υπάρχουσες (αθεμελίωτες) ερμηνείες πρόκειται για ένα θέρετρο των βασιλέων των Ίνκας και την τελευταία «χαμένη» τους πόλη. Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του πολύ πριν αφιχθούν οι Ισπανοί (γύρω στο 1530) στην περιοχή αυτή του Περού.

ΤΟ σίγουρο είναι ότι οι Ισπανοί κατακτητές δεν αναφέρθηκαν ποτέ σε αυτό που σημαίνει ότι θα έπρεπε να μη γνώριζαν καν την ύπαρξή του. Το Μάτσου Πίτσου «ανακάλυψε» το 1911 ο Αμερικανός ιστορικός, Hiram Bingham, ο οποίος έψαχνε να βρει το τελευταίο καταφύγιο των Ίνκας μετά την εισβολή των κονκισταδόρες.

ΤΑ ερείπια που έχουν απομείνει είναι επιβλητικά, λόγω, κυρίως, του τρόπου που έχτιζαν οι Ίνκας και των ογκόλιθων που χρησιμοποιούσαν με μοναδική μαστοριά, λόγω της απόλυτης εφαρμογής μεταξύ των πετρών που έχτιζαν. Απίστευτοι μάστορες της πέτρας.

ΤΟ Μάτσου Πίτσου, όμως, είναι μοναδικό όχι για τα αρχαιολογικά του μνημεία, αλλά για τον τόπο στον οποίο επέλεξαν να το χτίσουν. Το 99% της φήμης του ανήκει στη μαστοριά της φύσης και το υπόλοιπο ένα σε αυτή των ανθρώπων.

ΔΥΟ μέρες αργότερα πήραμε και πάλι το τρένο από το Κούσκο με προορισμό μια άλλη σημαντική, για τους Ίνκα πόλη: το Πούνο. Η πόλη αυτή (κοντά στα σύνορα με τη Βολιβία), που επίσης βρίσκεται σε υψόμετρο 3800 μέτρων, είναι χτισμένη στις όχθες της λίμνης Τιτικάκα, της μεγαλύτερης λίμνης του κόσμου που βρίσκεται σε τέτοιο υψόμετρο.

Η διαδρομή από τον Κούσκο στο Πούνο, διαρκείας 12 ωρών (θεωρείται, επίσης, από τις καλύτερες διαδρομές στον κόσμο με τρένο), περνά από τα γνωστά υψίπεδα του Περού σε υψόμετρο 4.500 μέτρων κατά διαστήματα.

ΕΝΑ από τα αξιοθέατα της λίμνης Τιτικάκα, που αποτελεί και μέρος των συνόρων μεταξύ Περού και Βολιβίας, είναι τα… πλωτά της νησάκια!

ΝΑΙ, καλά διαβάσατε, υπάρχουν… πλωτά νησιά, τα οποία κατοικούνται από Ινδιάνους που στην περιοχή αυτή του Περού, όπως και σε ολόκληρη, άλλωστε, τη Βολιβία, αποτελούν το 65% του συνολικού πληθυσμού.

ΕΝΑ τέτοιο νησάκι επισκεφθήκαμε μια από τις δύο μέρες που μείναμε στο Πούνο πριν αναχωρήσουμε για τη φοβερή Βολιβία. Τα πλωτά νησάκια είναι κατασκευασμένα, σε απόσταση πέντε-έξι χιλιομέτρων από τις όχθες τις λίμνης από βούρλα και καλάμια που φυτρώνουν εκεί με μια πανάρχαια τεχνική που χρησιμοποιούσαν και οι πρόγονοί τους για χιλιάδες χρόνια.

ΠΑΝΩ στα νησάκια (δηλαδή, πάνω σε πολλά στρώματα από καλάμια και βούρλα) χτίζουν τις καλύβες τους μέσα στις οποίες και μένουν, από τα ίδια υλικά που ανακυκλώνονται.

ΠΡΙΝ χρόνια ζούσαν αποκλειστικά από το ψάρεμα, ενώ τώρα ζουν και από τα έσοδα του τουρισμού, μιας και τα… πλωτά νησάκια και τα καλύβια τους, έχουν γίνει τουριστικά αξιοθέατα.

ΣΤΑ πιο μεγάλα από τα νησάκια αυτά υπάρχουν και καλύβες… εστιατόρια για τους τουρίστες. Σε ένα τέτοιο πρωτόγονο εστιατόριο γευματίσαμε. Το σπεσιαλιτέ αυτών των… εστιατορίων είναι ψητές πέστροφες που ψαρεύουν (υποτίθεται) από τη λίμνη, ενώ υποψιάζομαι ότι προέρχονται από τα γύρω ιχθυοτροφεία.

ΣΕ κάποια στιγμή, όταν τελειώσαμε το φαγητό, ρώτησα τον εστιάτορα, έναν ευγενέστατο (και, όπως αποδείχθηκε, πανέξυπνο) Ινδιάνο, αν μπορώ να καπνίσω.

«ΑΝ σου αρέσει, εμένα δεν με ενοχλεί» μου είπε. «Φτάνει να μην ενοχλεί και τους διπλανούς σου και να προσέχεις να μην βάλεις φωτιά στο νησί»!

ΣΤΗ συνέχεια ρώτησε δύο-τρεις άλλες παρέες που έτρωγαν στην καλύβα, αν μου επιτρέπουν να καπνίσω και αφού του απάντησαν θετικά, μου έφερε ένα σταχτοδοχείο!

ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΣ στην καταδιωκτική μανία των Αυστραλών αντικαπνιστών, που ενίοτε παίρνει και διαστάσεις παράνοιας, μου έκανε εντύπωση η άψογα δημοκρατική (και λογική) συμπεριφορά του Ινδιάνου απέναντι στο κάπνισμα, παρά το γεγονός ότι βρισκόμουν σε ένα τόπο χτισμένο από καλαμιές.

ΤΟ Πούνο ήταν και ο τελευταίος σταθμός μας στο πανέμορφο Περού, που ακόμα ψάχνει να βρει τη θέση του σε τούτο τον κόσμο που αλλάζει με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα.

ΤΗΝ επόμενη μέρα πήραμε το λεωφορείο για την Βολιβία, την τέταρτη κατά σειρά χώρα των Άνδεων που θα επισκεπτόμαστε. Και τι χώρα;

ΓΙΑ την πρωτόγονα φτωχή, αλλά μοναδικά όμορφη Βολιβία (το υψηλό Περού, όπως την αποκαλούσαν οι Ισπανοί πριν την ανεξαρτησία της το 1820) και το ταξίδι στην έρημο, θα αναφερθούμε στο επόμενο άρθρο. Γεια χαρά και να είστε όλοι καλά.