Ντέϊβιντ Μαλούφ: Ο Αυστραλός που «εκσυγχρόνισε» τον Όμηρο

Αυστραλοί λογοτέχνες… Στον νου έρχονται πρόχειρα ο νομπελίστας Πάτρικ Γουάιτ, ο θαμώνας των Μπούκερ Πίτερ Κάρεϊ και ο προκλητικός Ελληνοαυστραλός Χρήστος Τσιόλκας. Υπάρχει ένας ακόμη, που τον γνωρίσαμε πρόσφατα, ο Ντέιβιντ Μαλούφ. Το μυθιστόρημά του «Ransom», (2009), εμπνευσμένο από την «Ιλιάδα», έγινε μπεστ σέλερ στην Αυστραλία και στον αγγλόφωνο κόσμο και απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές όπου κυκλοφόρησε.

Από τους συμπατριώτες του κριτικούς θεωρείται ο σημαντικότερος εν ζωή αυστραλός λογοτέχνης. Στην Ελλάδα, όμως, ο 76χρονος συγγραφέας από το Μπρίσμπεϊν είναι σχεδόν άγνωστος. Το βραβευμένο μυθιστόρημά του «Αναπολώντας τη Βαβυλώνα» (Καστανιώτης, 1999) κυκλοφόρησε χωρίς συνέχεια. Ο ίδιος βρέθηκε στην Αθήνα πριν από λίγες ημέρες για να παραλάβει το βραβείο John Criticos για το «Ransom», το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά την άνοιξη, από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Τον συναντήσαμε ένα απόγευμα στο Ηilton. Είχε μόλις επιστρέψει από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Έχει έρθει πέντε φορές ως τώρα στην Ελλάδα. Στο πρώτο ταξίδι του, τη δεκαετία του 1960, έμεινε αρκετά και περιηγήθηκε τη χώρα. Η επίσκεψη όμως στο Αρχαιολογικό Μουσείο περιλαμβάνεται στα must κάθε ταξιδιού του. Επειδή χαίρεται να ανακαλύπτει ότι αγαπημένα του εκθέματα «είναι ακόμη στη θέση τους».

Τ ον αναζητούσαμε ανεπιτυχώς στην Αυστραλία από καιρό. Δεν ενθαρρύνει την τηλεφωνική επικοινωνία, δεν διαθέτει e-mail, προτιμά την αποστασιοποιημένη επαφή με τα φαξ. Τον περιμέναμε κλειστό και ιδιόρρυθμο. Συναντήσαμε έναν φιλικό, ζεστό και συναρπαστικό ομιλητή. Βραβευμένος ποιητής, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, συγγραφέας θεατρικών και λιμπρέτων για όπερα, γράφει από τα δώδεκά του. Ξεκίνησε με μια απόπειρα στο μυθιστόρημα. Στα δεκαοκτώ στράφηκε στην ποίηση. Επέστρεψε στο μυθιστόρημα με μεγάλη επιτυχία πολύ αργότερα, με το ημιαυτοβιογραφικό «Johnno» (1975). Πιο κοντά στην ψυχή του ο ίδιος θεωρεί τη νουβέλα «Αn Ιmaginary Life» (1978), μια φανταστική αφήγηση για τον Οβίδιο στην εξορία, που ενσωματώνει προσφιλή θέματα της μετα-αποικιοκρατικής λογοτεχνίας στην Αυστραλία.

Την ιστορία του Τρωικού Πολέμου την πρωτοάκουσε από τη μις Φίνλεϊ, τη δασκάλα του στο δημοτικό σχολείο το 1943, εν καιρώ πολέμου. Στο «Ransom» τον ενέπνευσε όμως η ραψωδία Ω της Ιλιάδας γιατί « διαφέρει από τις άλλες που παρουσιάζουν σκηνές μαχών και θανάτου. Εδώ ο Πρίαμος είναι πολύ γέρος για να πολεμήσει. Βλέπει τον θάνατό του να πλησιάζει. Βλέπει το σώμα του να κείται γυμνό και τα σκυλιά να τον κατασπαράζουν και δεν θέλει να τον θυμούνται έτσι. Σκέφτεται λοιπόν κάτι εξαιρετικό, κάτι που δεν θα έκανε ένας πολεμιστής, τολμηρό όμως και γενναίο, που θα τον καταξιώσει στη μνήμη των επόμενων γενεών: Να επισκεφθεί τον φοβερό Αχιλλέα και να ζητήσει το σώμα του γιου του. Είναι μια ραψωδία, σε ένα έπος ηρωικό, που δεν κυριαρχείται από τους κανόνες του πολέμου. Ο πόλεμος δεν καταλαμβάνει όλη τη ζωή, αυτό ακριβώς ήθελα να τονίσω».

Οι πασίγνωστοι ομηρικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται στο έργο του στην ανθρώπινη διάστασή τους. Η έμφαση δεν πέφτει στην ηρωική δράση αλλά στις εσωτερικές διεργασίες. Ήθελε να παρουσιάσει χαρακτήρες που ο κόσμος νομίζει ότι γνωρίζει με έναν περισσότερο πραγματικό τρόπο: «Μετά την ψυχανάλυση και την εξερεύνηση του ασυνειδήτου, προσεγγίζουμε σήμερα την ανθρώπινη συμπεριφορά με διαφορετικό τρόπο από τους αρχαίους. Έτσι, ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί πιο εύκολα με τους ομηρικούς ήρωες ».

Επινόησε επιπλέον έναν δικό του χαρακτήρα, τον αμαξά Σόμαξ, τον συνοδό του Πριάμου στην αποστολή του, «έναν άνθρωπο της λαϊκής τάξης, που δεν θα μπορούσε να ταιριάξει στην “Ιλιάδα” αλλά μπορεί να ενταχθεί στο βιβλίο μου, περνώντας έτσι και την εικόνα της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων στην Τροία». Τον φαντάστηκε σαν έναν πρωτο-Όμηρο, έναν άνθρωπο του λαού που αφηγείται την ιστορία των βασιλιάδων του: «Φαντάστηκα ότι είναι αυτός από τον οποίο άρχισαν όλα, από όπου ξεκινούσε το νήμα της ιστορίας που έπιασαν ραψωδοί και ποιητές».

Οι ανθρώπινες ιστορίες και η διαδικασία της αφήγησης γοήτευαν τον Μαλούφ από παιδί.
Μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου η ανάγνωση ήταν κοινωνική δραστηριότητα. Η μητέρα του και η γυναίκα που τη βοηθούσε στις δουλειές διάβαζαν η μία στην άλλη ιστορίες κάθε απόγευμα. Και τα παιδιά άκουγαν. Τον ρωτάμε πώς ερμηνεύει την τάση για επιστροφή στις ιστορικές αφηγήσεις και σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο στο μυθιστόρημα. «Μας ελκύουν οι ιστορικές αφηγήσεις και τις έχουμε ανάγκη γιατί είναι θεραπευτικές» απαντά. «Αυτή η δυνατότητα να απορροφηθούμε από την αφήγηση, να χαθούμε στην ανάγνωση και να μπούμε στο πετσί ενός άλλου, σε άλλον τόπο και άλλον χρόνο, όσο αφελής και αν ακούγεται, είναι θεραπευτική».«Με την ανάπτυξη καταστρέψαμε τον κόσμο».

Κατά πόσο ανησυχεί τον Ντέιβιντ Μαλούφ ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται ο σύγχρονος κόσμος; «Κάπου στην πάροδο των αιώνων διαμορφώθηκε στον δυτικό κόσμο η αντίληψη ότι η πρόοδος και η ανάπτυξη είναι το ζητούμενο.
Αλλά με τη διαρκή ανάπτυξη καταστρέψαμε τον κόσμο. Ζούμε μια τρέλα».

Εκείνος, ζώντας στην Αυστραλία, βλέπει, όπως πολλοί συμπατριώτες του, τα πράγματα διαφορετικά: «Στην Αυστραλία το αχανές και άγριο τοπίο, το τόσο διαφορετικό από το εξημερωμένο τοπίο στην Ευρώπη, που αντανακλά την εικόνα του ανθρώπου, μας υπενθυμίζει ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη φύση». Άλλωστε, οι Αβορίγινες τους υπενθυμίζουν διαρκώς ότι η συνεχής ανάπτυξη δεν είναι μονόδρομος. «Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αυστραλίας αντιλαμβάνονται τη θέση τους στον κόσμο πολύ διαφορετικά από ό,τι οι Ευρωπαίοι.

Πιστεύουν ότι ο κόσμος τούς δόθηκε ως δώρο το οποίο υποχρεούνται να διατηρήσουν απαράλλαχτο ως επιστάτες και φύλακες. Στην Αυστραλία κοιτάμε τους Αβορίγινες και σκεφτόμαστε ότι ίσως το να διατηρούμε το περιβάλλον όπως είναι, είναι ένας άλλος τρόπος προόδου».
«Η τεχνολογία μάς γυρνά σε παλαιούς τρόπους ανάγνωσης»
Η σκηνή της εξαγοράς του σώματος του νεκρού Έκτορα από τον Αχιλλέα – το επεισόδιο της «Ιλιάδας» που ενέπνευσε τον Ντέιβιντ Μαλούφ – σε αναπαράσταση αττικού αγγείου του 6ου αιώνα π.Χ.

Και σήμερα, που εξαιτίας του Ιnternet η δυνατότητα συγκέντρωσης έχει διαταραχθεί, τι γίνεται; Μπορούμε ακόμη να χανόμαστε μέσα σε μια ιστορία; «Αυτή η ανάγκη είναι τόσο βαθιά και τόσο δυνατή, που η τεχνολογία δεν μπορεί να την επηρεάσει». Ούτε καν με τα ηλεκτρονικά βιβλία, που αλλάζουν τον παραδοσιακό τρόπο ανάγνωσης; «Οι τρόποι ανάγνωσης άλλαξαν και άλλες φορές στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Περάσαμε από τα ειλητάρια, από το κείμενο που ξετυλιγόταν γύρω από έναν κύλινδρο, στα βιβλία με τη σημερινή μορφή, που ήταν πιο εύχρηστα. Θεωρώ ότι οι συσκευές ηλεκτρονικής ανάγνωσης και ο υπολογιστής μάς γυρίζουν πίσω σε εκείνη την εποχή, σε παλαιούς