Σημαντικό κεφάλαιο της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας είναι η σκεπτική σχολή. Όλοι οι φιλόσοφοί της αμφισβητούν ριζικά τη γνωστική δυνατότητα. Η σχολή υπογραμμίζει ότι οι αντιλήψεις των ανθρώπων είναι όλες υποκειμενικές. Τονίζει επίσης ότι δεν πρέπει να λέει κανείς ότι τα πράγματα είναι έτσι ή αλλιώς. Το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι τα πράγματα έχουν διάφορες ιδιότητες και ότι απλώς έτσι φαίνονται. Η διδασκαλία της σκεπτικής σχολής είναι η άρνηση της γνωστικής δυνατότητας.
Εξέλιξη της σκεπτικής σχολής είναι η Νέα Σκέψη, η οποία για να υποστηρίξει τις απόψεις της προβάλλει διάφορους τρόπους ή επιχειρήματα. Ενδεικτικά μπορούμε να επισημάνουμε μερικούς. Το ίδιο πρόσωπο για τα ίδια πράγματα μπορεί να σχηματίσει διαφορετικές εντυπώσεις, ανάλογα με το αν είναι νηφάλιο, λυπημένο, υγιές, άρρωστο ή μεθυσμένο. Εάν είσαι πεινασμένος όλα φαίνονται νόστιμα, αλλά όταν είσαι χορτάτος πολλά φαγητά προκαλούν αποστροφή. Επίσης, τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά από την απόσταση που τα βλέπει κανείς. Κατά τον ίδιο τρόπο οι εντυπώσεις εξαρτιούνται από τη συχνότητα που συμβαίνουν. Τον ήλιο τον βλέπουμε κάθε μέρα και τον συνηθίσαμε, αλλά ο κομήτης του Χάλεϊ μάς κάνει εντύπωση όταν παρουσιάζεται.
Οι αρχαίοι σκεπτικιστές διαφέρουν από το σκεπτικισμό των νεότερων χρόνων, γιατί αρνούνται τη γνωστική δυνατότητα και αποφεύγουν να πουν οτιδήποτε γιατί θέλουν την ψυχική τους γαλήνη την οποία επιδιώκουν. Ψυχική γαλήνη όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν υποστηρίζουμε κάποια φιλοσοφική θέση γιατί στη φιλοσοφία η βάση είναι πάντοτε η αμφισβήτηση. Οι αρχαίοι σκεπτικιστές λένε ότι για να έχουμε την ψυχική γαλήνη – αυτό που ονόμασαν αταραξία – τότε ο καλύτερος τρόπος είναι να αποφεύγουμε τις φιλοσοφικές διαμάχες.
Ο νεότερος σκεπτικισμός διαφέρει από τον αρχαίο γιατί οι νεότεροι σκεπτικιστές δεν αρνούνται τη συμμετοχή τους σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά αντίθετα τις προωθούν. Οι νεότερες φιλοσοφικές θεωρίες έχουν μεθοδολογικό χαρακτήρα και ο σκεπτικισμός τους είναι καθολικός και ριζικός.
Αξίζει να σταθούμε στην, μάλλον, ιδιαίτερη περίπτωση του Ντεκάρτ. Αυτός υποθέτει ότι οι εμπειρίες του από τον αντικειμενικό κόσμο μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός ονείρου ή τις έχει δημιουργήσει ένα κακόβουλο πνεύμα που τον εξαπατά. Με αυτό το σκεπτικό φτάνει στο συμπέρασμα να αμφιβάλλει για τα πάντα. Εμφατικά δηλώνει τα εξής: «Επειδή γεννηθήκαμε νήπια και δεχτήκαμε για τα αισθητά πράγματα πολλές κρίσεις πριν κάνουμε χρήση του λογικού μας, απομακρυνόμαστε από τη γνώση της αλήθειας λόγω πολλών προκαταλήψεων. Από αυτές δεν φαίνεται ότι μπορούμε να απελευθερωθούμε με άλλο τρόπο, παρά μόνο αν μια για πάντα φροντίσουμε να αμφιβάλλουμε για όλα αυτά, για τα οποία θα είχαμε και την παραμικρή υποψία αβεβαιότητας». Με αυτό το σκεπτικό ο Ντεκάρτ ανακαλύπτει: Το ότι όμως αμφιβάλλω αποδεικνύει ακριβώς ότι σκέπτομαι και το ότι σκέπτομαι με πείθει ότι υπάρχω. Αυτό ακριβώς το συνόψισε με τις τρεις λατινικές λέξεις: Cogi to ergo sum = Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω = I think, therefore I am. Για την Ντεκάρτ η σκέψη του κατά τρόπο άμεσο και ενορατικό τον βεβαιώνει για την ύπαρξή του.
Ο Ντεκάρτ με το σκεπτικισμό του συνεχίζει και λέει ότι έχει μέσα του την επίγνωση μιας τελειότητας που δεν είναι αυτός ο ίδιος, αλλά ο Θεός για την ύπαρξη του οποίου είναι τόσο βέβαιος όσο και για τη δική του. Άρα ο Θεός που είναι πανάγαθος δεν μπορεί να τον εξαπατά. Αυτό είναι το οντολογικό επιχείρημα επειδή η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού βασίζεται στην ανάλυση του όντος, της ουσίας ή της έννοιας του Θεού ως τέλειου όντος. Επίσης, ο Ντεκάρτ υποστήριξη ότι η φύση μας είναι δισυπόστατη δηλαδή αποτελούμαστε από το σώμα και την ψυχή. Αυτή η θεωρία ονομάστηκε διαρχία και dualism στα Αγγλικά. Αυτό πρέσβευε και ο Πλάτωνας, αλλά ο Ντεκάρτ στο πλαίσιο της διαρχίας για την ανθρώπινη ύπαρξη διατύπωσε τη θεωρία του «κωναρίου». Σύμφωνα με αυτήν: «Το κωνάριον» είναι απόφυση στον εγκέφαλο, η οποία αποτελεί το σημείο όπου τα ζωικά πνεύματα ανταλλάσσουν τις πληροφορίες και τα μηνύματα, τα οποία έχουν παραλάβει από την ψυχή και το σώμα, έτσι ώστε, μέσω της ανταλλαγής αυτής, να καταστεί δυνατή η αλληλεπίδραση μεταξύ ψυχής και σώματος».
Ο Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (1595-1650) θεωρείται ο ιδρυτής του ορθολογισμού γιατί βάσισε κάθε ορθή γνώση πάνω στο λογικό, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε παράδοση. Η ερμηνεία του όμως για τον τρόπο που σχετίζονται το σώμα και η ψυχή δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής. Η ύπαρξη του «κωναρίου» ως συνδετικός κρίκος μεταξύ του υλικού σώματος και της άυλης ψυχής, θα πρέπει να ανήκει σε μία από τις δύο υποστάσεις μας. Εάν ανήκει στο σώμα τότε πρέπει να είναι κάτι υλικό, ή κάτι άυλο εάν ανήκει στην ψυχή. Το χάσμα όμως ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, για την εξάλειψη του οποίου ο Ντεκάρτ επινόησε το «κωνάριο», παραμένει αγεφύρωτο.
Για να λυθεί όμως ένα πρόβλημα σωστά, θα πρέπει να τεθεί πρώτα ορθά. Ο Ντεκάρτ ευθύς εξαρχής υπέθεσε πως οι άνθρωποι είναι δισυπόστατα όντα, προφανώς ακολουθώντας μια από τις πολλές προκαταλήψεις που ανέφερε ο ίδιος ότι ήθελε από αυτήν να «απελευθερωθεί». Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι αναπόδεικτος ότι ο καθένας μας αποτελείται από δύο αυτοτελείς οντότητες, από σώμα και από ψυχή. Ο Ντεκάρτ επιχείρησε να εξηγήσει πώς συνδέονται αυτές οι δύο ανθρώπινες υποστάσεις. Η λύση όμως το «κωνάριο» είναι άκρως αυθαίρετη. Ο Ντεκάρτ προσπάθησε να λύσει ένα πρόβλημα το οποίο ήταν ανύπαρκτο. Και ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα; Ο Ντεκάρτ σήμερα θεωρείται ως ο νέος πρωτεργάτης της Ευρωπαϊκής φιλοσοφίας «ο οποίος άνοιξε καινούργιους δρόμους στην ιστορία της γνώσεως». Κατά πόσο όμως αληθεύει αυτό;
Την απάντηση την δίνει λακωνικά ο Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος Α.Ν. Whitehead (1861-1947): «Ο πιο ασφαλής γενικός χαρακτηρισμός της Ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης είναι ότι αποτελείται από μία σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα». Στην πρώτη φάση και στα Αγγλικά το είπε ως εξής: «The safest general characterization of the European philosophical tradition is that it consists of a series of footnotes to Plato».