ΒΟΛΙΒΙΑ. Και πιο απλά ακόμα: η χώρα των πολύ μεγάλων αντιθέσεων. Το πιο φτωχό και απομονωμένο κράτος της Λατινικής Αμερικής, όπου οι Ινδιάνοι πλειοψηφούν κατά πολύ.
Η Βολιβία είναι ένα από τα πιο παγωμένα, πιο θερμά, πιο άνυδρα, πιο ανεμοδαρμένα, πιο άγρια και πιο… αλμυρά μέρη του πλανήτη μας!
ΤΑ έχει όλα! Από ερήμους σε μεγάλα υψόμετρα 5.000 μέτρων, τεράστιες εκτάσεις από… λευκές ερήμους, (που αντί για άμμο είναι από αλάτι!), εκατοντάδες πανύψηλα ηφαίστεια και μια από τις ομορφότερες (και πιο ενδιαφέρουσες) ζούγκλες του κόσμου.
ΔΕΝ της λείπει (απολύτως) τίποτα! Είναι ένας τόπος που όμοιός του δεν υπάρχει σε ολόκληρο τον κόσμο. Δικαιολογημένα, οι φυσικές της ομορφιές θεωρούνται από τις κορυφαίες του πλανήτη μας.
ΕΙΝΑΙ η πρώτη χώρα της Λατινικής Αμερικής που απέκτησε ένα καθαρόαιμο ιθαγενή πρόεδρο (τον Έβο Μοράλες) και μια χώρα που, σίγουρα, θα επισκεφτώ και πάλι για να γνωρίσω ακόμα καλύτερα.
Ο καιρός που αφιερώσαμε ήταν λίγος γι’ αυτά που προσφέρει. Αυτό βέβαια το ανακαλύψαμε όταν φτάσαμε. Αλλά είπαμε, στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα. Από την άλλη, ίσως αποτελεί και μια δικαιολογία για ένα δεύτερο ταξίδι και μια… ματιά σε βάθος.
ΔΥΣΚΟΛΗ, πολύ δύσκολη χώρα να την ταξιδέψεις. Τα λεωφορεία της πολύ παλιά (σε σχέση ακόμα και με αυτά του Περού), οι περισσότεροι δρόμοι είναι χωματόδρομοι και μάλιστα σε άθλια κατάσταση, τα τρένα ξεκινούν όποτε θέλουν και φτάνουν όταν το… θυμούνται και πολλά από τα επαρχιακά “ξενοδοχεία” δεν διαθέτουν ούτε τα στοιχειώδη.
ΓΙΑ να τη γνωρίσει κάποιος από κοντά πρέπει (απαραιτήτως) να είναι προετοιμασμένος και φυσικά και ψυχολογικά και εμείς (λόγω γυναικείας παρέας) είχαμε αδυναμίες σε αυτούς τους τομείς.
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ώρες πάνω σε λεωφορείο, που να προσπαθεί τη νύχτα με τα αδύναμα φώτα του να ακολουθεί το χωματόδρομο (που σε ορισμένες περιπτώσεις γινόταν ένα με την έρημο!) και να σου φέρνει τα σωθικά στο στόμα από το κούνημα και το σκαμπανέβασμα στις λακκούβες και τις πέτρες, δεν είναι και λίγο. Πρέπει να τα ζήσεις για να εκτιμήσεις τις αντοχές σου.
ΕΥΤΥΧΩΣ που τη φοβερή αυτή νύχτα, που ξεκινήσαμε από τη Λα Παζ (την πρωτεύουσα της Βολιβίας) για την πόλη Ουγινί, που βρίσκεται στην άκρη της συνώνυμης αλατο-ερήμου (Solar de Uyuni στα ισπανικά, για όσους ενδιαφέρονται να της ρίξουν μια πιο κοντινή ματιά, έστω στο… internet!) είχε πανσέληνο και το λεωφορείο βρήκε το… δρόμο και έφτασε μετά από 13 ώρες διαρκούς ταλαιπωρίας στον… αλμυρό προορισμό του!
ΓΙΑ τη φοβερή αυτή διαδρομή όμως και το “μαγαζί” καταμεσής της ερήμου, θα μιλήσουμε πιο κάτω και αφού πρώτα πούμε δυο κουβέντες για την χώρα και την πρωτεύουσά της, τη Λα Παζ.
Η Βολιβία είναι χοντρικά 7 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα και ο πληθυσμός της μόλις και φτάνει τα 9 εκατομμύρια κατοίκους. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, λόγω ερήμων, βουνών και ζούγκλας, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι εντελώς ακατοίκητο.
ΤΟ λεωφορείο από το Πούνο του Περού ακολούθησε το δρόμο δίπλα στη λίμνη Τιτικάκα. Ιδιαίτερα όταν πέρασε τα σύνορα και άρχισαν τα βουνά της Βολιβίας, η διαδρομή ήταν πανέμορφη και σε αρκετά σημεία, που τα βουνά άρχιζαν να υψώνονται από τις όχθες της λίμνης (που είναι τεράστια σε έκταση) νόμιζες ότι ταξίδευες σε νησιά του Αιγαίου, όπως η Χίος.
ΤΗΝ ομορφιά της διαδρομής δίπλα στη λίμνη, διαδέχτηκε η εξαθλίωση και ο πλίθινες καλύβες που είναι χτισμένα τα προάστια της Λα Παζ. Το ότι η χώρα είναι σε άθλια κατάσταση και η φτώχεια ανεξέλεγκτη, φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού.
ΟΙ υπόλοιπες χώρες που περάσαμε (ακόμα και το Περού) φάνταζαν πάμπλουτες και οργανωμένες μπρος στην εξαθλίωση και στο ατελείωτο χάος που αντικρίσαμε όταν μπαίναμε στην πρωτεύουσα.
ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΙ, πλίθινες καλύβες, φτωχικά μικρομάγαζα, και χιλιάδες μικρά βαν (δεκαθέσια το πολύ, που παίζουν ρόλο δημόσιας συγκοινωνίας) ήταν στην ημερησία διάταξη. Και κόσμος πολύς, κόσμος στριμωγμένος στους δρόμους και στις στάσεις των… λεωφορείων.
Η παλιά πόλη είναι χτισμένη αμφιθεατρικά ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά που οι κορυφές τους ήταν ακόμα σκεπασμένες με πολλά χιόνια. Κάτω από προϋποθέσεις θα μπορούσε να ήταν μια πανέμορφη πόλη. Γεωγραφικά διαθέτει όλα τα προσόντα.
ΚΑΤΗΦΟΡΙΖΟΝΤΑΣ προς το κέντρο της πόλης, δίπλα στο δρόμο, ήταν ένα ποτάμι που έχει μεταβληθεί σε… αποχετευτικό αγωγό! Η βρώμα ήταν άλλο πράγμα και ποτέ δεν έμαθα που κατέληγε αυτός ο οχετός.
ΟΡΑΤΗ ήταν η μεγάλη φτώχεια και στο κέντρο της πόλης που είχε κατακλυστεί από μικροπωλητές που πουλούσαν τα πάντα: από πορτοκάλια μέχρι κάλτσες και από οδοντόβουρτσες μέχρι ηλεκτρικούς λαμπτήρες.
ΠΑΝΤΟΥ στα πεζοδρόμια υπήρχαν και πρόχειρα στημένα μικρομάγαζα κάθε είδους. Όποιος έχει μια ραπτομηχανή (για παράδειγμα) τη βγάζει στο δρόμο και ανοίγει… μαγαζί! Για τέτοιες εικόνες μιλάμε.
ΣΤΗ Λα Παζ καθίσαμε συνολικά τρεις σχεδόν μέρες για να συνέλθει η Τζουλιάνα και από ένα κρύωμα που είχε και να ανακτήσει τις δυνάμεις της προκειμένου να διασχίσουμε την έρημο και να περάσουμε από την έρημο του Ουγινί, στην έρημο Ατακάμα, της Βόρειας Χιλής.
ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ από Λα Παζ για Ουγινί είχε μόνο βράδυ. Ξεκινήσαμε λοιπόν γύρω στις 6 το βράδυ (της τρίτης μέρας) χωρίς να έχουμε υπόψη μας, ούτε την κατάσταση του λεωφορείου ούτε (πολύ περισσότερο) του δρόμου.
ΤΟ γραφείο που αγοράσαμε τα εισιτήρια μας είπε, όταν ρωτήσαμε, ότι το λεωφορείο ήταν “από τα καλύτερα” που έκανε το δύσκολο αυτό δρομολόγιο. Όταν βέβαια το είδαμε ήταν αργά. Ο χρόνος μας πίεζε και έπρεπε (οπωσδήποτε) να φύγουμε.
ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ μέσα διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχαν άλλοι “τουρίστες” αλλά μόνο ντόπιοι. Καινούργια εικόνα ήταν επίσης ότι πάνω σε κάθε κάθισμα υπήρχαν φθαρμένες (και βρώμικες) κουβέρτες.
ΤΙΣ πρώτες ώρες του ταξιδιού η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Άλλωστε, δεν είμαστε και (εντελώς) πρωτάρηδες. Είχαμε κάνει και δύσκολες διαδρομές με λεωφορεία της Κολομβίας και του Περού.
ΤΟ συγκεκριμένο όμως λεωφορείο ήταν πραγματικό ερείπιο και όλες του οι “αδυναμίες” ήλθαν στο φως στο βαθύ σκοτάδι του μεσονυκτίου, όταν μπήκε για τα καλά στον χωματόδρομο της ερήμου.
ΕΚΕΙ όμως να δείτε κούνημα! Να σου βγάζει τα άντερα. Προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε αλλά πού να κοιμηθούμε; Όσο περνούσε μάλιστα η ώρα η κατάσταση χειροτέρευε και το κρύο αυξανόταν.
ΟΙ ντόπιοι επιβάτες άρχιζαν να σκεπάζονται με τις άθλιες κουβέρτες, ενώ εμείς, που έχουμε καλομάθει από τον… πολιτισμό, σκεπάσαμε μόνο τα πόδια μας. Η… ευαίσθητη όσφρησή μας δεν άντεχε στη μυρωδιά της φθοράς και απλυσιάς.
ΛΙΓΟ μετά τις μία τα μεσάνυχτα ξαφνικά το λεωφορείο σταμάτησε και ο συνοδηγός μας πληροφορεί ότι έχουμε 20 λεπτά στη διάθεσή μας να φάμε κάτι στο “μαγαζί” και να πάμε (αν θέλουμε) στην… τουαλέτα!
ΜΕ το που κατεβήκαμε διαπιστώσαμε ότι βρισκόμαστε καταμεσής της ερήμου, σε ένα χωριό από πλίθινες, μελαγχολικές και σκοτεινές καλύβες. Όσο για το “μαγαζί” ήταν ένα πραγματικό ερείπιο με πέντε έξι τραπεζάκια και λίγες μισοσπασμένες καρέκλες!
ΣΤΗ μια γωνία του μαγαζιού που φώτιζε μια μικρή λάμπα, ήταν μια ινδιάνα χοντρή που τηγάνιζε αυγά πάνω σε μια λαμαρίνα που θερμαίνονταν με ξύλα, ενώ στην άλλη γωνία, ο μαγαζάτορας είχε ένα μικρό καζανάκι πάνω σε μια φωτιά και έφτιαχνε καφέδες ρίχνοντας με μια κουτάλα το ζεστό νερό στα ποτήρια!
ΣΤΗΝ τρίτη γωνία του μαγαζιού κοιμόντουσαν χύμα, σκεπασμένα με κουβέρτες τα τρία παιδάκια των ιδιοκτητών. Στην τέταρτη γωνία του “μαγαζιού” υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στις… τουαλέτες!
ΟΙ επιβάτες είχαν πιάσει σειρά για τις τουαλέτες και εγώ αποθανάτιζα το φοβερό σκηνικό με μια βιντεοκάμερα που έχω μαζί μου. Έτσι και το κάνω κάποια μέρα ταινία θα “σπάσουν” όλα τα ταμεία.
ΤΕΤΟΙΟ “μαγαζί” (λεωφορείο και χωριό!) δεν θα μπορούσε να επινοήσει ούτε ο πιο προικισμένος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ. Το όλο σκηνικό ήταν πραγματικά άπαιχτο (και για μένα) το κορυφαίο γεγονός του ταξιδιού.
ΑΠΑΙΧΤΕΣ ήταν και οι… τουαλέτες του “μαγαζιού”, τις οποίες επίσης κινηματογράφησα. Επειδή με το Ίντερνετ υπάρχουν ακόμα προβλήματα σε τούτους τους τόπους και δεν μπορώ να σας στείλω φωτογραφίες, τα “ντοκουμέντα” θα το δημοσιεύσω μετά από κανένα μήνα που θα επιστρέψω στην Αυστραλία.
ΝΕΡΟ στις… τουαλέτες δεν υπήρχε! Τα υπόλοιπα δεν τα περιγράφω για να μη σας χαλάσω τη διάθεση. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι οι τουαλέτες της πατρίδας μας τη δεκαετία του 1960 (για όσους τις θυμούνται), που ανασκούμπωνες το πανταλόνι σου και έπιανες τη μύτη σου να μπεις μέσα, ήταν πεντακάθαρες μπρος σε αυτές.
ΜΕΤΑ την περιπέτεια του “μαγαζιού” μπήκαμε πάλι στο… παγωμένο κουτί και συνεχίσαμε την πορεία μας καταμεσής της ερήμου. Τα τζάμια είχαν πιάσει πάγο από τα χνώτα των επιβατών και η θερμοκρασία πρέπει να ήταν το λιγότερο 10 βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν. Τέτοιο κρύο είχα να αισθανθώ από την εποχή που ήμουν στρατιώτης και φύλαγα σκοπιά το χειμώνα στην Κόνιτσα.
ΤΟ μαρτύριο τελείωσε γύρω στις 7 το πρωί όταν ο ήλιος άρχιζε να ζεσταίνει την έρημο και την μικρή κωμόπολη του Ουγινί όπου και ήταν και η αφετηρία του λεωφορείου.
ΠΡΩΤΑ στους δρόμους έκαναν την εμφάνισή τους κάτι αγουροξυπνημένα (αδέσποτα) σκυλιά και έπειτα μια διμοιρία στρατιωτών που έτρεχε στο δρόμο (με βηματισμό) τραγουδώντας κάποιο εθνικό εμβατήριο.
ΣΤΗ συνέχεια, έκαναν την εμφάνισή τους λίγα four wheel drive που έψαχναν για αποφασισμένους πελάτες. Δηλαδή, για ανθρώπους σαν εμάς, που έφτασαν ως εκεί για να διασχίσουν την έρημο της Νοτιοδυτικής Βολιβίας.
ΟΙ δρόμοι του Ουγίνι ήταν πάρα πολύ φαρδιοί και η κωμόπολη έμοιαζε λες και είχε βγει από κάποιο σκηνικό ταινίας γουέστερν. Φάγαμε ό,τι βρήκαμε σε ένα μικρό μαγαζάκι που έκανε “μπρέκφαστ” για τους ετοιμοπόλεμους της ερήμου.
ΑΥΤΑ για σήμερα. Στο επόμενο κείμενο το πέρασμα της ερήμου και το εξωγήινο τοπίο των ηφαιστείων. Να είστε όλοι καλά. Γεια χαρά από την έρημο της Ατακάμα. Τη μάνα όλων των ερήμων.