Την γενική κατακραυγή προκάλεσε η Commonwealth Bank of Australia (CBA) με την προκλητική αύξηση του τόκου για τα στεγαστικά δάνεια κατά 0,45%, έναντι της αύξησης του τόκου επίσημου κατά 0,25% από την Αποθεματική Τράπεζα Αυστραλίας. Με άλλα λόγια, η CBA σχεδόν διπλασίασε την αύξηση της Αποθεματικής Τράπεζας.

Δεν είναι μόνο το μέγεθος της επιπρόσθετης αύξησης, είναι και η ταχύτητα με την οποία έγινε, λίγη ώρα μετά την κοινοποίηση της απόφασης της Αποθεματικής Τράπεζας.

Η CBA, κατά τα φαινόμενα, είχε εκ των προτέρων αποφασίσει για την αύξηση του τόκου για τα στεγαστικά της δάνεια, και απλώς περίμενε την Αποθεματική Τράπεζα να ανακοινώσει την απόφασή της. Ούτε τα προσχήματα δεν κράτησε, αναβάλλοντας την ανακοίνωση της δικής της απόφασης για λίγες ημέρες, για να δείξει πως είχε κάνει τις απαραίτητες αναλύσεις, οι οποίες υπαγόρευσαν το μέγεθος στην αύξηση του τόκου.

Αυτό δείχνει, μεταξύ άλλων, και υπεροψία, με την έννοια ότι η διεύθυνση της Τράπεζας δεν αισθάνεται την ανάγκη να διαμορφώνει την πολιτική του οργανισμού της στα πλαίσια που καθορίζουν οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς. Με άλλα λόγια τους γράφει στα παλιά της τα παπούτσια.

Και να σκεφτεί κανείς πως η CBA ιδρύθηκε το 1912 από την Εργατική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ως κρατική τράπεζα για λόγους ανταγωνισμού με τις ιδιωτικές τράπεζες της εποχής εκείνης. Μέχρι το 1991 ήταν γνωστή ως η Τράπεζα του λαού, καθώς παρείχε στεγαστικά δάνεια με καλύτερους όρους από τις εμπορικές τράπεζες. Τα κέρδη της CBA πήγαιναν στον κρατικό προϋπολογισμό, και συνέβαλαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στην παροχή καλύτερων υπηρεσιών από το κράτος στους πολίτες.
Επιπλέον, τα υψηλόβαθμα στελέχη της Τράπεζας, ως δημόσιοι υπάλληλοι, είχαν μισθούς ανάλογους με συναδέλφους τους σε αντίστοιχες θέσεις σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες.

Σε αντίθεση, τώρα ο ετήσιος μισθός του Διευθύνοντος Συμβούλου της CBA ανέρχεται τώρα στα 16,2 εκατομμύρια δολάρια, ποσό που αναλογεί με πάνω από 44.000 δολάρια την ημέρα!

Για το οικονομικό έτος 2009-2010 η CBA πραγματοποίησε κέρδος 6,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το μεγαλύτερο από τις τέσσερις «αδελφές», όπως αποκαλούνται οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες της Αυστραλίας, ή τους τέσσερις «πυλώνες», όπως οι ίδιες αρέσκονται να τις χαρακτηρίζουν.
Ένας από τους επιστολογράφους της εφημερίδας The Age πρότεινε όπως από το πρώτο μέρος της επωνυμίας της CBA “Commonwealth” αφαιρεθεί το “common”, που σημαίνει «κοινός», με την έννοια ότι ανήκει στο κοινό, δηλαδή στο λαό, και η Τράπεζα να μετονομασθεί σε Wealth Bank of Australia. Νομίζω πως με μια τέτοια μετονομασία θα συμφωνούσε η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, καθώς θα αντανακλούσε τον πραγματικό στόχο της Τράπεζας. Που δεν είναι άλλος από τη συσσώρευση πλούτου, εις βάρος των πελατών της.

Η ειρωνεία είναι ότι ενώ η CBA ιδρύθηκε το 1912 από Εργατική Κυβέρνηση για να συναγωνίζεται με τις ιδιωτικές τράπεζες, και να εξυπηρετεί τις ανάγκες του λαού, το 1991 μια άλλη Εργατική Κυβέρνηση, με Πρωθυπουργό τον Bob Hawke και Θησαυροφύλακα τον Paul Keating, έκανε την αρχή της ιδιωτικοποίησής της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1996 από την Κυβέρνηση του John Howard και του Θησαυροφύλακα Peter Costello.

Δεν είναι μόνο η CBA που πραγματοποίησε υπέρογκα κέρδη κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2009-2010. Και οι άλλες τρεις «αδελφές» τράπεζες δεν έμειναν πίσω, όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα, τον οποίο σχημάτισα με στοιχεία από την εφημερίδα The Age (4/11/2010). Η Τράπεζα Westpac για συντομία αναφέρεται ως W.
            CBA    W    ANZ    NAB
Κέρδη (δισ. $)        6,1    6.3    5    4,2
Αύξηση από το 2009    42%    84%    19%    63%
Αμοιβή CEO (εκ. $)    16,2    10,6    10,9    5,2
(CEO = Chief Executive Officer = Διευθύνων Σύμβουλος)
Από τον παραπάνω πίνακα βλέπουμε πως ο πιο «αδικημένος» από τους τέσσερις Διευθύνοντες Συμβούλους των τραπεζών είναι της NAB, με ετήσια αμοιβή «μόνο» πέντε εκατομμύρια διακόσιες χιλιάδες δολάρια κατά το οικονομικό έτος 2009-2010…

ΑΝΤΙΚΟΙΝΩΝΙΚΗ Η ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Οι Πρωθυπουργοί Bob Hawke και Paul Keating δεν περιορίστηκαν στην ιδιωτικοποίηση της CBA, και άλλων κερδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων, αλλά προχώρησαν στην απορρύθμιση και του χρηματοοικονομικού τομέα στο σύνολό του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν πρωτοέκανε την εμφάνισή της η παγκοσμιοποίηση, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις απέκτησαν τέτοια δύναμη, ώστε να παρακάμπτουν με ευκολία τα εθνικά σύνορα των κρατών, με αποτέλεσμα να διαθέτουν πλήρη ελευθερία κινήσεων στην παγκόσμια αγορά.
Την ίδια περίοδο επικράτησε και η αντίληψη πως η αγορά αυτορρυθμίζεται, και επιβραβεύει τους τολμηρούς, ενώ τιμωρεί τους συντηρητικούς. Τα τελευταία χρόνια η αγορά έχει καταστεί κυρίαρχη δύναμη, υπεράνω του ελέγχου των εθνικών κυβερνήσεων.

Ως εκ τούτου, οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού πρόβαλαν το επιχείρημα πως οι αγορές πρέπει να λειτουργούν χωρίς τα εμπόδια των εθνικών συνόρων, και χωρίς τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους. Σύμφωνα με τους υπέρμαχους του νεοφιλελευθερισμού, οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία πρέπει να ελαχιστοποιούνται, με αποτέλεσμα να μειώνεται η υποχρέωση, και η ικανότητα, του κράτους να εξασφαλίζει την ευημερία των πολιτών του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομική κρίση του 2008 και 2009 σήμανε το τέλος στη θεοποίηση της ανεξέλεγκτης αγοράς, όπως την επέβαλαν σε παγκόσμια κλίμακα τα τελευταία 30 χρόνια οι θιασώτες του άναρχου καπιταλισμού.

Η ειρωνεία είναι ότι στις ΗΠΑ, τη μητρόπολη της ανεξέλεγκτης αγοράς, από όπου η οικονομική κρίση απλώθηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, οι τράπεζες και οι άλλοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί σώθηκαν από τις κρατικές παρεμβάσεις, και τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια από τους φόρους των πολιτών.
Και εδώ στην Αυστραλία η Εργατική Κυβέρνηση απέτρεψε την οικονομική κρίση με την εγγύηση που έδωσε για την οικονομική βιωσιμότητα των τραπεζών, και τα κονδύλια που διέθεσε για την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

Ενόσω κρατούσε η κρίση η πεποίθηση ότι η αγορά θα εύρισκε από μόνη της την ισορροπία και τη βιωσιμότητά της εξανεμίστηκε. Τότε όλοι, ακόμη και οι φανατικοί οπαδοί της ανεξέλεγκτης αγοράς, προσδοκούσαν και εκλιπαρούσαν την κρατική παρέμβαση.

Η οικονομική κρίση των δύο τελευταίων χρόνων απέδειξε ότι η ανεξέλεγκτη λειτουργία της αγοράς έρχεται σε σύγκρουση με το συλλογικό συμφέρον.
Μόλις όμως ο κίνδυνος αποσοβήθηκε, οι τράπεζες επανέκτησαν την υπεροψία τους, και κάθε νύξη για κρατική παρέμβαση στη λειτουργία τους, με στόχο την προστασία των αδύναμων πελατών τους, αποτελεί ανάθεμα γι’ αυτές.

ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΛΗΨΗ ΑΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως το κράτος, σε μια ευνομούμενη κοινωνία όπως η Αυστραλία, δεν επεμβαίνει για να κυριαρχήσει στις αγορές, αλλά για να ρυθμίσει και να εποπτεύσει τον τρόπο λειτουργίας τους για το γενικό καλό.

Για το λόγο αυτό επιβάλλεται, στην περίπτωση του τραπεζικού συστήματος στην Αυστραλία, η Κυβέρνηση να ενεργήσει με τρόπο που από τη μια να μην περιορίζει την αποτελεσματική λειτουργία των τραπεζών, και από την άλλη να αποτρέπει την εκμετάλλευση των αδύναμων πελατών τους.
Η παρέμβαση του κράτους δεν πρέπει να δυσχεραίνει την ορθολογιστική λειτουργία των τραπεζών, αλλά να αποτρέπει την νόμιμη επιδίωξη κερδοφορίας να μεταλλάσσεται σε απληστία, όπως έχει συμβεί στην περίπτωση των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών της Αυστραλίας.

Η Κυβέρνηση της Τζούλια Γκίλαρντ βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα: πώς θα αντιδράσει στην πρόκληση από τις τράπεζες, οι οποίες με τα υπέρογκα κέρδη τους, και τις αστρονομικές αμοιβές των διευθυντών τους, έχουν προκαλέσει την γενική κατακραυγή.

Για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών σε ένα κράτος δικαίου, και σε ένα πολιτικό καθεστώς που δεν είναι δημοκρατικό μόνο κατ’ όνομα, αλλά δικαιώνεται στην πράξη, θα χρειασθεί να δούμε στις επόμενες ημέρες τη λήψη πρωτοβουλιών εκ μέρους της Κυβέρνησης που θα αποκαταστήσουν τον σωστό ρόλο των τραπεζών στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης κοινωνίας.

Σήμερα το κλίμα είναι ευνοϊκό για να μπορέσει η Κυβέρνηση να αποκαταστήσει τον εγγυητικό και ρυθμιστικό ρόλο του κράτους στους τομείς της οικονομίας όπου επικρατεί η ασύδοτη οικονομική δράση, και που πραγματοποιούνται υπερκέρδη εις βάρος ανίσχυρων πολιτών.
Αν οι τράπεζες αντισταθούν σε λογικά μέτρα για την αποκατάσταση μιας λογικής και δίκαιης επιχειρηματικής συμπεριφοράς, η Κυβέρνηση δεν πρέπει να διστάσει να προβεί στην ίδρυση μιας νέας κρατικής τράπεζας, όπως έγινε πριν από εκατό περίπου χρόνια.

Τα παραρτήματα του Australian Post Office θα μπορούσαν κάλλιστα να λειτουργήσουν και ως τράπεζες, όπως συμβαίνει με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στην Ελλάδα.