Μερική απασχόληση ζητιάνος, με άλλα λόγια, για σας τους Αγγλομαθείς, παρτ τάιμ ζητιάνος.
Έπαθα, αυτό που λέμε κατά κόρον, εις την ομιλούμενη εις την πατρίδα μας νεοελληνική γλώσσα, «την πλάκα της ζωής μου», όταν συνάντησα τον φίλο μου τον Γρηγόρη, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπάλαρατ.
Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Ένα παλιό γκρι τριμμένο παλτό, ένα τσαλακωμένο υποκάμισο, σκούρα γυαλιά, αξύριστος, και δίπλα του ένα ανοιχτό σακίδιο με ένα πλαστικό κουτί.
Γρατζούναγε μια κιθάρα και η θήκη της ανοιχτή μπροστά του, με αρκετά κέρματα και λίγα χαρτονομίσματα,
Στην αρχή το απέκλεισα. Αδύνατον. Αποκλείεται. Ο Γρηγόρης να τραγουδάει στο σταθμό; Λάθος κάνω.
Ξαναπλησίασα. Έριξα κάτι κέρματα που βρήκα στην τσέπη μου και τον κοίταξα, έτοιμος να του ζητήσω συγνώμη, για την επίμονη ερευνητική ματιά μου.
Έμεινα άφωνος. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Αυτός ήταν.
Να τελειώσω το τραγούδι και θα τα πούμε, μουρμούρισε και συνέχισε το τραγούδι του.
Τραγούδαγε, στα Ιταλικά, το «Άσπρο μου περιστέρι πέτα, στο ουρανό το γαλανό.
Τ’ άσπρα φτερά σου άνοιξέ τα και φέρε αυτή που αγαπώ.»
«Βόλα κολόμπα μπιάνκα βόλα» Δύο στροφές ήξερε όλες κι όλες και αυτές έλεγε και ξανάλεγε.
Καθόταν κοντά στο γκισέ της έκδοσης των εισιτηρίων. Οι περισσότεροι από αυτούς που έβγαζαν το εισιτήριο τους, έριχναν τον οβολό τους, μόλις προλάβαιναν ν’ ακούσουν λίγες από τις φάλτσες νότες του Γρηγόρη και κατευθύνονταν προς τα βαγόνια του τραίνου, με τη συμπάθεια ή τη λύπη, ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους.
Τον περίμενα να τελειώσει το… ρεσιτάλ και ήμουνα τρελός από περιέργεια να δω τι δικαιολογία θα έβρισκε να μου πει.
Ποτέ δεν ήταν πλούσιος ο Γρηγόρης. Ζούσε καλά. Ήταν πάντα της θεωρίας πως… «τα λεφτά τρώγονται φρέσκα, σαν τα ψάρια.» και ήταν ακούραστος δουλευτής. Τρεις δουλειές έκανε. Μία μόνιμη και δύο… μερικής απασχόλησης.
Πέρασε την συντάξιμο ηλικία, δεν πήρε σύνταξη και συνέχισε να δουλεύει. Σαΐνι αποθηκάριος σε ανταλλακτικά, και άλλες δύο, μερικής απασχόλησης, ό,τι έβρισκε.
Σαββατοκύριακα στο σπίτι για τη σύζυγο και τα παιδιά, εκείνα τα χρόνια και αργότερα και για τα εγγόνια.
Όλοι ξέραμε πως Σαββατοκύριακα ο Γρηγόρης δεν δουλεύει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τα ταξιδάκια του και τις διακοπές του και την άνεση και την καλοπέρασή του. «Φτωχός με συνήθειες πλουσίου», η λεζάντα του φίλου μας.
Σταμάτησε το πονεμένο τραγούδι, μάζεψε νομίσματα και χαρτονομίσματα, έβαλε την κιθάρα στη θήκη της, σηκώθηκε, πήρε το σακίδιο και είπε χαμογελαστός:
– «Πάμε να σε κεράσω ένα καφέ και να τα πούμε. Λίγο ακόμη και θα πάθαινες εγκεφαλικό, Κωνσταντίνε, το βλέπω. Αν ντρέπεσαι να καθίσεις μαζί μου σε καφενείο, πάμε να καθίσουμε σ’ ένα παγκάκι.»
– Μη λες ανοησίες.
– «Κωστάκη, κανένα παρ τάιμ, το πλέον ακριβοπληρωμένο, ακόμη και των επιστημόνων, δεν μπορεί να συγκριθεί με την ‘Μουσική Επαιτεία’ με την ‘Τρελή Επαιτεία’ ή με την ‘Αριστοκρατική Επαιτεία’ και εξηγούμαι. Όσα βγάζω τις καλές ημέρες με την μουσική επαιτεία που διάλεξα εγώ, μέσα σε τρεις ώρες, δεν τα έβγαζα με μερική απασχόληση, που λες και εσύ, σε οποιαδήποτε δουλειά, ούτε σε μία εβδομάδα.
Μουσική επαιτεία είναι αυτό που είδες. Μπορείς μόνο να τραγουδάς, ό,τι θέλεις, να γρατζουνάς ένα βιολί, μια κιθάρα, ν’ ανοιγοκλείνεις ένα ακορντεόν ή να φυσάς μια φλογέρα. Μοιάζει λίγο με την τρελή ζητιανιά που είναι να λες ποιήματα ή τραγούδια χωρίς τη συνοδεία μουσικής και να το παίζεις λίγο χαζούλης ή τρελός. Δεν ζητιανεύω κυρίες και κύριοι τραγουδάω, απαγγέλλω, παίζω μουσικό όργανο. Προσπαθώ να σας διασκεδάσω. Δεν ζητάω χρήματα. Εσείς, μόνοι σας ρίχνετε ό,τι έχετε ευχαρίστηση στη θήκη της κιθάρας μου ή στο καπέλο που έχω αφήσει μπροστά μου. Χάζεψες, το βλέπω.
Αριστοκρατική επαιτεία είναι περισσότερο αποδοτική. Καθαρός, ξυρισμένος, ανθρώπινα ντυμένος, σε καλή περιοχή, ή έξω από ακριβό μαγαζί, όρθιος μ’ ένα καπέλο ακουμπισμένο στα πόδια σου, που μόλις το αφήσεις έχεις φροντίσει να έχει τάλιρα, δεκάρικα και λίγα κέρματα και αρχίζεις διαβάζεις μερικά ποιήματα ή τραγουδάς γνωστά εμβατήρια και τραγούδια.
Δεν είναι ανάγκη να λες βοηθήστε με καλέ κυρία, δεν έχω να φάω και άλλα τέτοια ξεπερασμένα. Η καλή ζητιανιά τη σήμερον ημέρα έχει κάτι το επιστημονικό. Αν ενδιαφέρεσαι άνετα θα σε εκπαιδεύσω. Πρόσφατα εκπαίδευσα έναν φίλο, τον ξέρεις, δεν θα σου πω όνομα γιατί εμείς οι επιστήμονες επαίτες έχουμε τους άγραφους νόμους μας και τους κανονισμούς μας. Ο φίλος που σου έλεγα έχει γίνει φουλ τάιμ τουριστικός μουσικός επιστήμων επαίτης. Ταξιδεύει στις άλλες Πολιτείες, παραμένει επί δεκαπενθήμερο, εργάζεται εις τους χώρους του αεροδρομίου και επιστρέφει εις την Μελβούρνη ευτυχής και ευκατάστατος.
Μη με κοιτάς έτσι σαν χαζός. Τώρα που σε βλέπω μπορώ να οραματιστώ το στυλ σου, έχω όνειρα για σένα, άφησέ με να σε εκπαιδεύσω.
Εντάξει δεν θα συνεχίσω, βλέπω ότι έχεις κομπλάρει. Εγώ θα μείνω Κώστα. Έχω καμιά ώρα δουλειά ακόμη. Χάρηκα που σε είδα και αν με χρειαστείς τηλεφώνησέ μου.»
Επέστρεψα στη Μελβούρνη γεμάτος σκέψεις και απορίες.
Βιολί, κιθάρα, ακορντεόν ή σκέτο τραγούδι; Μουσικός τουριστικός επιστήμων ή ημεδαπός ζητιάνος σε αριστοκρατική περιοχή;