ΚΑΛΗΜΕΡΑ από κοντά. Μετά από τέσσερις (και πλέον) μήνες επέστρεψα στη Μελβούρνη.
ΤΟ πόσο απίστευτα γρήγορα πέρασε ο καιρός το διαπίστωσα όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της πόλης μας.
ΤΙΣ λίγες μέρες που βρίσκομαι εδώ προσπαθώ να προσαρμοστώ και να επιστρέψω στο… παρελθόν μου. Στην ισοπεδωτική ρουτίνα, που χρόνο δεν γνωρίζει και τίποτα δεν ξεχωρίζει.
ΟΙ δυσκολίες πολλές. Προβληματική (πάντα) η προσαρμογή μου σε τούτη τη χώρα. Παρ’ ότι εδώ έχω περάσει σχεδόν τα δύο τρίτα της ζωής μου συνεχίζω να αισθάνομαι ξένος και προσωρινός.
ΠΙΟ οικεία και ζεστά αισθάνομαι στο Μπουένος Άιρες, που έχω επισκεφτεί δυο φορές, παρά στη Μελβούρνη.
ΑΥΤΗ τη φορά η προσαρμογή είναι ακόμα πιο δύσκολη λόγω και προσωπικών ζητημάτων που με απασχολούν. Άλλα σχέδια είχα (πριν φύγω) και αλλιώς ήλθαν τα πράγματα.
ΕΤΣΙ είναι όμως συμβαίνει όταν τα «σχέδια» εξαρτώνται και από άλλους. Όσο καλά και αν νομίζεις ότι γνωρίζεις έναν άνθρωπο, δεν παύει να παραμένει «απρόβλεπτος».
ΤΕΛΙΚΑ κατάλαβα ότι ο κάθε άνθρωπος είναι μια εξαίρεση του κανόνα. Ενός κανόνα που τελικά δεν υπάρχει…
ΑΥΤΑ (πολύ χοντρικά) όσον αφορά την επιστροφή μου και την προσαρμογή μου σε μια πόλη (και μια χώρα) που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ «δική μου».
ΟΣΟΝ αφορά το ταξίδι στη Νότια Αμερική, παρά τις δυσκολίες, τα απρόοπτα και «απρόβλεπτα», θα το ξανάκανα χωρίς δεύτερη σκέψη.
ΙΣΩΣ όσα (εκτός «προγράμματος») έγιναν, να είναι τελικά από αυτά που θα συμβάλλουν στην πιο έντονη «εγγραφή» του στη μνήμη. Η ψυχική ένταση, εκτός των άλλων, αποτελεί και φάρμακο κατά της λησμονιάς.
Η Νότια Αμερική είναι ένα από τα ελάχιστα «παράθυρα», μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να θαυμάσει τον πλανήτη και να δει καλύτερα τον κόσμο.
ΟΙ Άνδεις ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου. Ορισμένα κομμάτια (και στις έξι χώρες που διαβήκαμε) ήταν μαγικά.
ΜΙΑ χώρα που θα ήθελα και πάλι να επισκεφτώ είναι η «πρωτόγονη» Βολιβία. Τα όσα είδαμε στη χώρα αυτή δεν ήταν παρά το «ορεκτικό». Το κυρίως «πιάτο» το αφήσαμε άθικτο.
ΟΙ δύο μήνες αποδείχθηκαν τελικά όταν ήταν (εντελώς) ανεπαρκείς για να «χορτάσει» κάποιος ένα τέτοιο ταξίδι και να δει τους εκπληκτικούς αυτούς τόπους σε βάθος.
ΓΙΑ το ταξίδι όμως ό,τι ήταν να πούμε το είπαμε, παρ’ ότι αυτά που γράψαμε δεν αποδίδουν όλη την εικόνα και τα όσα ζήσαμε.
ΟΙ λεπτομέρειες στις οποίες αξίζει το κόπος να σταθεί κανείς μας διέφυγαν. Και αυτό δεν οφείλεται τόσο στις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκαν τα άρθρα που διαβάσατε, όσο στην ανικανότητα μου να τα γράψω καλύτερα και να αποδώσω τη βαθύτητα αυτών που ζήσαμε.
ΟΠΩΣ όλα τα πράγματα, έτσι και εγώ, έχω τα όριά μου, τα οποία πολλές φορές περιορίζει και η ψυχολογία της συγκεκριμένης στιγμής. Και η ψυχολογία μου στο συγκεκριμένο ταξίδι δεν βοηθούσε.
ΑΛΛΑ όμως ξεκίνησα να γράψω σήμερα. Για την πατρίδα μας, στην οποία και πέρασα το μισό διάστημα που απουσίαζα, ήθελα να γράψω δυο κουβέντες και αλλού η «καρδιά» με πήγε.
ΛΟΙΠΟΝ, συμπερασματικά θα έλεγα ότι η Ελλάδα όσες κρίσεις και αν περάσει δεν πρόκειται να αλλάξει. Τουλάχιστον στο ορατό μέλλον.
Ο λαός ακολουθεί το δικό του «εσωτερικό» δρόμο, που ουδεμία σχέση έχει με αυτόν της Ευρώπης.
ΟΣΟ και αν επιμένει η τρόικα και οι κάθε ιδεολογικής απόχρωσης ορθολογιστές, ο λαός ακολουθεί το «πεπρωμένο» που είναι χαραγμένο στο… DNA του.
ΘΕΛΟΥΜΕ δεν θέλουμε έτσι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, το κράτος και τους γύρω μας. Με τον δικό μας τρόπο.
ΤΟ πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι ο τρόπος ζωής μας δεν είναι πλέον συμβατός με τον τρόπο που ζει ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος, στον οποίο σώνει και καλά προσπαθούν να μας πείσουν ότι ανήκουμε.
Η ρίζα των «προβλημάτων» μας πηγάζει από τη διαφορετικότητά μας. Με άλλες κουβέντες από την κουλτούρα μας, που πάει κάτι αιώνες πίσω.
ΓΙΑ παράδειγμα, η έννοια του κράτους για τους Έλληνες, διαφέρει από αυτή που έχουν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί για τα δικά τους κράτη.
ΓΙΑ εμάς το κράτος και η πατρίδα είναι δύο (εντελώς) διαφορετικές έννοιες. Εμείς, όσο «πατριώτες» και αν είμαστε, αντιμετωπίζουμε το οργανωμένο κράτος ως αντίπαλο και «εχθρό» και όχι ως αρωγό των προβλημάτων μας.
ΚΑΙ έχουμε λόγους να το αντιμετωπίζουμε έτσι, αφού και αυτό μας αντιμετωπίζει καχύποπτα και μας ταλαιπωρεί.
ΤΟ κράτος για 200 σχεδόν χρόνια συμπεριφέρεται στους πολίτες του, όπως συμπεριφερόταν απέναντί τους και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και οι πολίτες με τη σειρά τους του συμπεριφέρονται ανάλογα.
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ, όπως και τότε, να το βλέπουν εχθρικά και να θεωρούν τη φοροδιαφυγή (για παράδειγμα) ως αντιστασιακή πράξη. Ως Οθωμανοί αξιωματούχοι συνεχίζουν να συμπεριφέρονται και οι σημερινοί Έλληνες γραφειοκράτες.
ΜΕΧΡΙ να «συμφιλιωθούν» μεταξύ τους οι δύο πλευρές – και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν το κράτος κάνει το πρώτο βήμα – τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
ΣΤΟ θέμα θα επανέλθουμε μια άλλη φορά.
ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, μακάρι η αποχή να οφείλεται σε διαμαρτυρία, οργή ή εξέγερση. Πολύ φοβάμαι ότι πρόκειται για παθητική υποταγή των ψηφοφόρων στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Αυτά και για χαρά.