«Εχω μεγάλη ζήτηση και γίνεται συζήτηση γύρω απ΄ τ΄ όνομά μου» τραγουδούσε κάποτε η Ζωζώ Σαπουντζάκη προκαλώντας πραγματική ταραχή στον ανδρικό πληθυσμό κάθε ηλικίας. Κάμποσα χρόνια αργότερα η πάλαι ποτέ «βασίλισσα της νύχτας», η οποία σφράγισε μια ολόκληρη εποχή τόσο στη νυχτερινή διασκέδαση όσο και στην επιθεώρηση και τη μεγάλη οθόνη, δηλώνει ευτυχής για την αγάπη που εξακολουθεί να απολαμβάνει από τον κόσμο. «Είναι υπέροχο όταν ύστερα από τόσο πολλά χρόνια οι άνθρωποι μου μιλούν ακόμη στον δρόμο,με χαϊδεύουν,με ρωτούν πού εμφανίζομαι…» λέει και τα μάτια της λάμπουν.

Συναντηθήκαμε ένα απόγευμα της περασμένης εβδομάδας στο «Αγγέλων Βήμα», έναν ζεστό χώρο κοντά στην Ομόνοια όπου αυτόν τον καιρό κάνει πρόβες για την παράσταση-μουσική βιογραφία την οποία ετοιμάζει.

Συνεπής στην ώρα του ραντεβού, η Ζωζώ Σαπουντζάκη εμφανίστηκε ντυμένη σε στυλ κομψό casual: τζιν παντελόνι, μεταξωτό πουκάμισο στις αποχρώσεις του κόκκινου- μαύρου και, φυσικά, προσοχή στη λεπτομέρεια. Όταν ήρθε η ώρα της συνέντευξης, οι ερωτήσεις σχεδόν δεν χρειάστηκαν. Φεύγοντας και αφήνοντάς την στην πρόβα της, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τη φράση που επανέλαβε αρκετές φορές την ώρα της κουβέντας μας: «Οταν έχεις κέφι για ζωή η ηλικία,πραγματικά, δεν παίζει κανένα ρόλο…».

– Πέρα από αυτοβιογραφική, η παράσταση που ετοιμάζετε είναι, θα λέγατε,  και ένα είδος απολογισμού;

 «Είναι αυτό που λέει ο τίτλος: “Ζωζώ… Ζωή σαν παραμύθι”. Πιστεύω πως η ζωή μου είναι πραγματικά ένα παραμύθι που θα μπορούσε να διηγηθεί κανείς στα μικρά παιδιά. Εγώ η ίδια δεν είχα ποτέ χρόνο για παραμύθια, για κούκλες, για παιχνίδια. Δούλευα από επτά χρόνων. Έπαιζα ακορντεόν, έπαιζα κιθάρα, μάθαινα γαλλικά, πήγαινα στο σχολείο, χόρευα… Είχα έναν εκπληκτικό χορογράφο, τον Γιάννη Δαλιανίδη, τότε Νταλ, ο οποίος ήταν 30 χρόνια μπροστά. Γενικότερα όμως ό,τι έκανα στην καριέρα μου ήταν, θαρρώ, πρωτότυπο: όταν χόρευα, όταν έσπαγα, όταν πετούσα τα παπούτσια μου, όταν αυτοσχεδίαζα χωρίς φωτιστικά εφέ και μικροφωνικές εγκαταστάσεις αλλά με ένα πάθος που μου ΄βγαινε φυσικά. Δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο, μόνο δουλειά από μικρό παιδί. Να πηγαίνω, ας πούμε, στη μοδίστρα να με ράβει και να φορώ κάθε εβδομάδα ένα καινούργιο ρούχο που ήταν, βεβαίως, πανάκριβο. Γι΄ αυτό με βάφτισαν και “βασίλισσα της νύχτας”…».

– Θα αφηγηθείτε μια ζωή λουσμένη στο φως, λοιπόν, σε μια εποχή βαθιάς οικονομικής κρίσης…

«Θεωρώ ότι ακριβώς αυτή τη στιγμή ο κόσμος έχει ανάγκη κάτι τέτοιο. Έχει ανάγκη, δηλαδή, να ξεχαστεί. Εδώ είναι ένας μικρός χώρος, όμορφος, ζεστός, συνεργάζομαι με νέους ανθρώπους, πράγμα που μου αρέσει πολύ… Ταυτόχρονα είναι και κάτι που μπορεί να προσεγγίσει ο κόσμος. Με 20 ευρώ μπορεί να πιει το ποτό του, να ακούσει τραγούδια που ξέρει κι αγαπά, να μ΄ ακούσει να του μιλώ, να με δει να αλλάζω όμορφα φορέματα. Για δύο ώρες, τουλάχιστον, θα ξεφύγει από τη σκληρή καθημερινότητα και τα προβλήματα, θα ξεδώσει».

– Προσωπικά σάς έχει αγγίξει η κρίση;

«Πάρα πολύ. Και δεν μιλώ μόνο για μένα, αλλά και για τους ανθρώπους γύρω μου που τους βλέπω να υποφέρουν. Μου τηλεφωνεί κόσμος και μου λέει ότι πεινάει, ότι δυστυχεί. Είναι μια κατάσταση πρωτόγνωρη, εγώ τουλάχιστον δεν την έχω ξαναζήσει. Στην Κατοχή ήμουν βεβαίως μικρό παιδί αλλά στο σπίτι μας δεν έλειψε ποτέ τίποτε, γιατί οι γονείς μου ήταν πολύ νοικοκυραίοι: Κωνσταντινουπολίτης ο πατέρας, Σμυρνιά η μάνα, νοικοκυρά. Θυμάμαι κελάρια ολόκληρα γεμάτα με όλα τα καλά. Τώρα όλο αυτό που ζούμε με τρομάζει, με αγχώνει. Δεν χάνω όμως το κουράγιο μου. Αυτό και η πολλή δουλειά με κρατούν σε εγρήγορση. Ακόμη κι όταν δεν εργάζομαι, ξέρετε, μου αρέσει να δημιουργώ…».

– Ο κόσμος του θεάματος κατά πόσο έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν;

«Σαν τη μέρα με τη νύχτα, δεν υπάρχει σύγκριση. Οι νέοι σήμερα είναι δυστυχισμένοι. Δεν είχαν την τύχη να ζήσουν αυτό που ζήσαμε εμείς: το φλερτ, την ξενοιασιά, το ξενύχτι το όμορφο. Θυμάμαι τον εαυτό μου να χορεύει στην αμμουδιά ως το πρωί ξυπόλυτη, να τελειώνω τη δουλειά, να παίρνω την παρέα μου και να πηγαίνουμε για νυχτερινό μπάνιο έτσι, αυθόρμητα. Αυτή η ομορφιά πλέον δεν υπάρχει: το να ζεις ωραία, να σε περιποιούνται οι άνδρες, να ανοίγουν σαμπάνιες, να παίζουν βιολιά…».

– Γιατί άραγε;

 «Ε, άλλαξαν οι καιροί. Πάρτε για παράδειγμα τη μουσική. Πήγα τις προ άλλες στην παράσταση του Ρουβά και της Βίσση που τους αγαπώ και τους δύο και τους θαυμάζω. Αυτός ο θόρυβος όμως στο μαγαζί, η ένταση που σε εμποδίζει να μιλήσεις με την παρέα σου… τι να σας πω, φεύγεις με πονοκέφαλο. Κι εγώ δούλευα αργά και ξενυχτούσα αλλά ήταν διαφορετική η εποχή. Έβλεπες, ας πούμε, όλους αυτούς τους ωραίους ανθρώπους… τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, για παράδειγμα, ο οποίος καθόταν σε μια άκρη κι έγραφε μέχρι τα ξημερώματα. Αντλούσε έμπνευση από την ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Μιλώ βεβαίως για μια εποχή όπου η Φιλαδέλφεια ήταν ακόμη εξοχή. Δεν το καταλάβαινες τότε το ξενύχτι. Έβλεπες τον κόσμο και γελούσε, χαιρετούσε ο ένας τον άλλον. Για βγες τώρα στον δρόμο. Μιλούν όλοι στο κινητό με hands free και καθώς η συσκευή δεν φαίνεται, τους παίρνεις για τρελούς. Πάει, λες, ο κακομοίρης, τα ΄χασε».

– Ως θεατής βρίσκετε πράγματα που σας ενδιαφέρουν; Θέατρο, ας πούμε, πηγαίνετε; Τηλεόραση παρακολουθείτε;

«Για να είμαι ειλικρινής, τηλεόραση δεν βλέπω. Όχι ότι σνομπάρω, αλλά έχω άλλα ενδιαφέροντα και την ξεχνώ. Μόνο αν μου τηλεφωνήσει κάποιος και μου πει “Ζωζώ,είσαι στην τηλεόραση”, την ανοίγω έτσι, από περιέργεια. Μου αρέσει όμως ο κινηματογράφος. Πρόσφατα είδα αυτή την ταινία με τη ζωή της Σανέλ, τη “Ζωή σαν τριαντάφυλλο” με θέμα την Πιάφ. Μου αρέσει ο Ρίτσαρντ Γκιρ, η Τζούλια Ρόμπερτς… Και θέατρο πηγαίνω, ναι. Πάω στη Δανδουλάκη, στον Βαλτινό, είδα την “Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου” με τη Μεντή, την παράσταση της Μαρινέλλας στο Παλ λάς… Γενικά ό,τι μου φαίνεται καλό, φροντίζω να το παρακολουθώ».

– Την προσπάθεια ορισμένων νέων παιδιών να κάνουν καριέρα στον χώρο του θεάματος μέσα από τη συμμετοχή τους σε παιχνίδια ριάλιτι ή διαγωνισμούς ομορφιάς πώς τη βλέπετε;

«Δύσκολη, πολύ δύσκολη. Σήμερα βγαίνουν πολλά παιδιά με δυνατότητες, με καλές φωνές, κορίτσια όμορφα και ταλαντούχα αλλά, επαναλαμβάνω, η ίδια η εποχή δεν βοηθά. Εγώ όταν βγήκα ήμουν μία και μοναδική στο είδος μου. Υπήρχαν άλλου τύπου τραγουδίστριες, στημένες, αλλά δεν είχαν καμία σχέση μ΄ εμένα. Γενικά δεν μου άρεσε να μιμούμαι, ποτέ δεν το έκανα. Τώρα η μια αντιγράφει την άλλη, είναι όλες ξανθιές, ντύνονται ομοιόμορφα, περίεργα πράγματα…».

– Αλήθεια,υπάρχει κάποια που τη θεωρείτε διάδοχό σας;

«Οσο γι΄ αυτό τι να σας πω… Γιατί, δηλαδή, πρέπει να βγει η διάδοχός μου και όχι κάτι άλλο, καινούργιο;».

– Σταρ πραγματικοί υπάρχουν σήμερα κατά τη γνώμη σας;
«Πολλοί άνθρωποι του θεάτρου έχουν πλέον φύγει και ο χώρος φτώχυνε πολύ. Σήμερα, επαναλαμβάνω, υπάρχουν άνθρωποι ταλαντούχοι αλλά το ζήτημα είναι αν θα καταφέρουν να αντέξουν στον χρόνο. Γι΄ αυτό και όταν μου προτείνουν διάφορες δουλειές λέω, “πού να πάω, με ποιον;”. Και όχι ότι δεν έχω ανάγκη να δουλεύω. Έχω, και όχι μόνο για τη χαρά της δημιουργίας».

– Εννοείτε, υποθέτω, και για λόγους βιοποριστικούς..
.

«Έχω ένα σπίτι μεγάλο στην Κινέτα με έξοδα τεράστια, το οποίο χρειάζεται συντήρηση. Ύστερα, κακά τα ψέματα, είμαι γυναίκα που έχει μάθει στα πολλά έξοδα. Με τις κολόνιες μου π.χ. οι οποίες δεν υπάρχουν εδώ και πρέπει κάποιος να μου τις φέρει από το εξωτερικό, με τις γούνες μου, με τα κοσμήματα, με όλα. Έτσι συνήθισα και δεν μπορώ να τα απαρνηθώ όλα αυτά. Υπάρχουν άλλες που λένε: “Δεν βαριέσαι, τώρα πια μεγάλωσα,δεν μ΄ ενδιαφέρουν αυτά”. Ε, λοιπόν, εγώ δεν είμαι έτσι. Τα φυλάω τα πράγματά μου με ευλάβεια. Το βεστιάριό μου είναι από μόνο του ένα ολόκληρο θεατρικό μουσείο. Το λέω τώρα και συγκινούμαι. Έχω υπέροχα κομμάτια: τουαλέτες, καπέλα, γάντια. Μου δίνουν ενέργεια όλα αυτά. Εχω όμως και ένα άλλο καλό…».

 – Το οποίο είναι;

 «Είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Και τη μεγαλύτερη δυσκολία να έχω, ένα οικονομικό στρίμωγμα ας πούμε, θα καθήσω το πρωί μόνη μου στην Κινέτα, θα πιω τον καφέ μου, θα σκεφθώ και θα βρω τη λύση. Είμαι ζωντανός άνθρωπος και ταυτόχρονα πολύ δοτική, πράγμα το οποίο είναι και καλό και κακό. Και στη ζωή μου, ξέρετε, οι έρωτές μου ήταν μετρημένοι. Υπήρξα επιλεκτικό άτομο. Σήμερα η εποχή θέλει προσοχή, δεν μπορείς να αφεθείς. Εγώ, ξέρετε, είμαι και δειλό άτομο. Μόνο στη σκηνή δεν καταλαβαίνω τίποτε, εκεί δεν με πιάνεις».

 – Τελικά, ποια είναι η Ζωζώ Σαπουντζάκη; Η γυναίκα με τη λαμπερή καριέρα, το μοιραίο θηλυκό ή μήπως κάτι άλλο;

«Το πρώτο. Μια γυναίκα με μεγάλη καριέρα. Θυμάμαι, όταν ήμουν στην Αμερική, περπατούσα στον δρόμο και λέγανε “ Ζόζο μάμα”. Είχα πάντοτε μαζί μου τη μητέρα μου γιατί, όπως είπα, ήμουν δειλή και ήθελα στήριγμα. Από την άλλη, ήμουν και σπάταλη και χρειαζόμουν κάποιον να με συγκρατεί. Όπου εμφανιζόμουν μαζεύονταν εφοπλιστές, ισχυροί άνθρωποι… Ποτέ δεν ζητούσα τίποτε, αλλά η αλήθεια είναι ότι μου πρόσφεραν πολλά πράγματα».

– Να λοιπόν που υπήρξατε πράγματι μοιραία γυναίκα...

«Για τη ζωή μου, όχι, δεν ισχύει. Είμαι σαν παιδί: χαδιάρα, περιποιητική. Αυτό που λέτε είχε να κάνει με τη δουλειά μου, με τους τύπους που ερμήνευα, με τα σκιστά που φορούσα… έτσι μου κόλλησαν την ετικέτα της “ μοιραίας”, της “ σπάταλης”, της γυναίκας που “τρώει λεφτά” κ.λπ. Ισως όμως αν ήμουν διαφορετική να μην είχα κάνει αυτή την καριέρα. Ισως ο κόσμος δεν ήθελε να με βλέπει με το πασουμάκι και με το απλό ντύσιμο του σπιτιού. Μπορεί να ήθελε τη Ζωζώ την ντίβα, αυτή που οι άνδρες έπιναν γαλλική σαμπάνια από το γοβάκι της…».

EIΠΕ…
 
Για τη Σοφία Βέμπο: «Η Βέμπο με αγαπούσε πολύ και με πίστευε.Κάθε φορά που το θέατρο δεν πήγαινε καλά, με έπαιρνε για “σωσίβιο”.Μια φορά της είπαν ότι έχω δεσμό με τον άνδρα της,τονΜίμη Τραϊφόρο. Στην πραγματικότητα εγώ ποτέ δεν είχα κάποιον άνθρωπο του χώρου για να με σπρώξει,που λέμε,να με προωθήσει. Ηρθε λοιπόν η Βέμπο να δει τι γίνεται.Με παρακολούθησε,κατάλαβε ότι της είχαν πει ψέματα και τότε βρίσκει τη μάνα μου που στεκόταν κάπου παράμερα και της λέει “Σαπουντζάκαινα,έχεις πολύ καλό κορίτσι,το ξέρεις;». Οταν έκανα κάποιο ωραίο νούμερο στην επιθεώρηση,καθόταν στην πρώτη σειρά και φώναζε “Μπράβο,Ζωζώ!”.Είναι σαν να τη βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου».

Για τον Γιώργο Ζαμπέτα: «Ο Ζαμπέτας ήταν ψυχούλα.Πέρα από καλλιτέχνη,τον έζησα πολύ και ως άνθρωπο.Περνούσε από την Κινέτα με τη γυναίκα του,με τα παιδιά του,ζούσε τότε και ο άνδρας μου, μας έλεγε ιστορίες,γελούσαμε.Η καλύτερη στιγμή όμως ήταν όταν έβγαινα και τραγουδούσα λαϊκά μαζί του.Κυριολεκτικά “κεντούσε”. Ως το τέλος της ζωής του,με τα σωληνάκια,περνούσε από την Κινέτα και ήθελε να βγω έξω να του μιλήσω.Οταν κάποτε πήγε στις Κάννες και επέστρεψε,τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι πώς ήταν το ταξίδι,ποιες επώνυμες ήταν εκεί.“Ολες οι Σαπουντζάκες του κόσμου”απάντησε εκείνος.Επί λέξει,έτσι το είπε».

Για τον Μάνο Χατζιδάκι: «Τον θυμάμαι που με πήγε στην Columbia όπου τραγούδησα πρώτη το “Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι”. Εχω στ΄ αφτιά μου τη φωνή του να μου λέει“το θέλω λιτό,λιτό…” και γω να λέω μέσα μου“μα τι θέλειεπιτέλουςαυτός ο άνθρωπος;”.Αγνωστος τότε ακόμη ο Μάνος.Αργότερα,όλες τις φορές που ειδωθήκαμε,είτε εδώ είτε στην Αμερική,η συνάντησή μας ήταν γλυκιά.Αλλο αν εγώ είχα μεθύσει με τη δουλειά που έκανα και με τα λεφτά που έβγαζα και δεν κυνήγησα ορισμένα πράγματα όπως θα μπορούσα. Αυτό ήταν δικό μου θέμα…».