Την Κυριακή, 10 Οκτωβρίου 2010 έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του συμπάροικου Παναγιώτη Γιαννούδη με τον παραπάνω τίτλο.
Το βιβλίο τυπώθηκε στην Κύπρο, με επιμέλεια του Μίμη Σοφοκλέους, πρώην συμπάροικου και πανεπιστημιακού, ο οποίος παλιννόστησε με την οικογένειά του στη γενέτειρά του Κύπρο πριν από μερικά χρόνια. Ο κ. Σοφοκλέους είχε έρθει στη Μελβούρνη για να κάνει την παρουσίαση του εν λόγω βιβλίου.
Το βιβλίο του Παναγιώτη Γιαννούδη αποτελεί σταθμό στην ιστοριογραφία, που ως αντικείμενό της έχει την έρευνα, καταγραφή και αξιολόγηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων των Ελλήνων στην Αυστραλία.
Λέω ιστοριογραφία, και όχι ιστορία, γιατί αυτοί οι δύο όροι, αν και συχνά χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι, σημασιολογικά και μεθοδολογικά διαφέρουν.
Με ιστορία εννοούμε την επιστήμη που επισκοπεί με χρονολογική σειρά γεγονότα που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο. Από πλευράς μεθοδολογίας η ιστορία προσεγγίζει το αντικείμενό της με την κριτική ανάλυση του υλικού που προσφέρουν οι πηγές, αναζητώντας και αναλύοντας τις αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των γεγονότων και των αποτελεσμάτων τους.
Η ιστοριογραφία διαφέρει από την ιστορία στο ότι αντικείμενό της είναι συγκεκριμένα γεγονότα ή πρόσωπα. Μεθοδολογικά η ιστοριογραφία βασίζεται στην προσωπική εμπειρία, στην παράδοση και στις γραπτές μαρτυρίες αναφορικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο της έρευνας.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως η αξία κάθε έργου ιστοριογραφίας εξαρτάται από την αξιοπιστία των πρωτογενών πηγών και από την αντικειμενικότητα του συγγραφέα, αλλά και από την τέχνη του αφηγηματικού του λόγου.
Για τον Απόδημο Ελληνισμό, και στην περίπτωσή μας για την ομογένεια της Αυστραλίας, τα ιστοριογραφικά έργα έχουν ιδιαίτερη αξία, γιατί εκτός από τις πληροφορίες που παρέχουν στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, αποτελούν και το πρωτογενές υλικό από το οποίο στο μέλλον οι ιστορικοί θα αντλήσουν τα σχετικά στοιχεία, για να συνθέσουν την ιστορία των Ελλήνων σε αυτήν τη χώρα.
Έκανα αυτήν την εισαγωγή για να τονίσω την ιδιομορφία του βιβλίου «Με τον ελληνικό κινηματογράφο στην Αυστραλία» του Παναγιώτη Γιαννούδη, δεδομένου ότι είναι το πρώτο βιβλίο στο είδος του που κυκλοφορεί στην Αυστραλία.
Μεγάλου σχήματος, με χοντρά εξώφυλλα, στις 256 σελίδες του φιλοξενεί και κοντά στις 200 φωτογραφίες κινηματογράφων, προσώπων, ιστορικών ντοκουμέντων, εκδηλώσεων, έγχρωμες οι πιο πολλές, που πλαισιώνουν το κείμενο, δημιουργούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία λειτούργησε ο κινηματογράφος, και αναβιώνουν αναμνήσεις από την «χρυσή» εποχή των δεκαετιών του 1950, 1960 και 1970.
Επιπλέον, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ιδιαίτερη ιστορική αξία έχουν οι 29 έγχρωμες, ολοσέλιδες αφίσες κλασικών έργων του ελληνικού κινηματογράφου που ψυχαγώγησαν την πρώτη μεταναστευτική γενιά, και έδωσαν τις πρώτες παραστατικές εντυπώσεις από την κοινωνική ζωή στην Ελλάδα, και την ασύγκριτη ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος, στα παιδιά που οι γονείς έπαιρναν μαζί τους στον κινηματογράφο.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε την οικογενειακή, αλλά και κοινωνική διάσταση του κινηματογράφου τα χρόνια εκείνα, καθώς δεν πρόσφερε μόνο ψυχαγωγία, αλλά και ευκαιρίες για κοινωνικές συναθροίσεις, αφού στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής μετανάστευσης δεν είχαν ακόμη συσταθεί οι διάφοροι συλλογικοί φορείς που υπάρχουν σήμερα, και ικανοποιούν τις κοινωνικές ανάγκες των μελών τους.
ΠΡΟΪΟΝ ΕΠΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Π. ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ
Για να διαμορφώσετε γνώμη για το περιεχόμενο του βιβλίου, δίνω τους τίτλους των 15 Κεφαλαίων του:
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός – Ο ελληνικός κινηματογράφος και η παροικία – Ξεκινώντας – Ποιοι και πώς έφερναν ελληνικές ταινίες στην Αυστραλία – Οι επαφές μας με παραγωγούς στην Ελλάδα – Κινηματογραφικές δραστηριότητες – Οι χώροι που άνθισε ο κινηματογράφος – Με τη μηχανή της προβολής στις Πολιτείες – Νέα Ζηλανδία – Διαφήμιση και προβολή των ταινιών – Οι πιο εμπορικές ταινίες στην Αυστραλία – Επισκέψεις Ελλήνων καλλιτεχνών στην Αυστραλία – Βίντεο vs Κινηματογράφος – Άλλες ταινίες – Ο Μίκης Θεοδωράκης στην Αυστραλία.
Όπως φαίνεται από τα περιεχόμενα του βιβλίου, ο κ. Γιαννούδης προσεγγίζει το θέμα του ελληνικού κινηματογράφου στην Αυστραλία από διάφορες οπτικές γωνίες, καλύπτοντας έτσι την πολυεδρικότητά του και σφαιρικά, αλλά και διεισδυτικά.
Η χρηστικότητα του βιβλίου επαυξάνεται και από τη σύνοψη του κάθε Κεφαλαίου που δίνεται στην αγγλική γλώσσα, αλλά και από τη μετάφραση ολόκληρου του βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, που τυπώθηκε σε δεύτερο, συνοδευτικό τόμο. Λέω συνοδευτικό τόμο, γιατί η αγγλική έκδοση περιλαμβάνει λίγες από τις φωτογραφίες της ελληνικής έκδοσης, και εκείνες ασπρόμαυρες.
Από τα περιεχόμενα του βιβλίου οι αναγνώστες της στήλης θα διαπιστώσουν πως παράλληλα με τον κινηματογράφο, ο συγγραφέας αναφέρεται και σε επισκέψεις Ελλήνων καλλιτεχνών από το 1957 μέχρι το 1982 (Κεφάλαιο 12), με έμφαση στην επίσκεψη του Μίκη Θεοδωράκη (Κεφάλαιο 14).
Στην εισαγωγή του βιβλίου του ο Παναγιώτης Γιαννούδης γράφει τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων:
«Το βιβλίο αυτό έχει γραφτεί με μοναδικό σκοπό να εξιστορηθούν όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα που έζησα για πάνω από 50 χρόνια υπηρετώντας τον ελληνικό κινηματογράφο στην Κύπρο και την Αυστραλία. Με αυτό το βιβλίο θέλησα να περιγράψω ένα σημαντικό – κατά τη γνώμη μου – μέρος από την ιστορία της μεταναστευτικής, μαζικής ψυχαγωγίας και διασκέδασης, γιατί μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο μπορούμε να αντιληφθούμε πληρέστερα τον ρόλο που έπαιξε ο ελληνικός κινηματογράφος. Θέαμα, αλλά συγχρόνως και ένας χώρος ψυχαγωγίας για τους Έλληνες μετανάστες. Θέαμα, αλλά κι ένα δυναμικό μέσο στην πάλη για τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας των Ελλήνων της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας.
{…} Γράφω, λοιπόν, για την πορεία και την τύχη του ελληνικού κινηματογράφου στην Αυστραλία, βάσει όσων μου έχουν διηγηθεί άτομα που είχαν κάποια εμπειρία πριν από μένα, ή με βάση τις δικές μου γνώσεις στο αντικείμενο, και αξιοποιώντας το προσωπικό μου αρχείο. Ευτυχώς, άρχισα να κρατώ υλικό τόσο στην Κύπρο, όσο και από την πρώτη μέρα της άφιξής μου στην Αυστραλία, δηλαδή στις 7 Ιουλίου 1956.
{…} Θέλω να ελπίζω πως μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, αναδύεται και αναδεικνύεται μια άγνωστη πτυχή από την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου όπως αυτή γράφτηκε στη Διασπορά, εκτός του ελληνικού μητροπολιτικού χώρου», σελ. 15.
Δεδομένου ότι η έρευνα είναι ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά μου, έχοντας ασχοληθεί μ’ αυτήν επαγγελματικά για πάνω από μια εικοσαετία, αλλά και γιατί την προϋποθέτουν οι προσωπικές μου ενασχολήσεις, αντιλαμβάνομαι πόσο χρονοβόρα, αλλά και απαιτητική, ήταν η προεργασία για να ολοκληρωθεί αυτό το πόνημα του Παναγιώτη Γιαννούδη.
Από το βιβλίο του διαπιστώνω πως ο κ. Γιαννούδης προσδιόρισε πολύ σωστά τις παραμέτρους μέσα στις οποίες θα γινόταν η έρευνά του, τεκμηριώνει απολύτως τις απόψεις του, και εκτιμά σωστά και αντικειμενικά τη συμβολή όλων των παραγόντων που συνέβαλαν στην προβολή του ελληνικού κινηματογράφου στην Αυστραλία, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
ΑΣ ΜΗΝ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΜΝΗΜΕΣ ΑΓΡΑΦΕΣ…
Στην τελευταία παράγραφο του Προλόγου, ο κ. Γιαννούδης γράφει τα ακόλουθα:
«Το βιβλίο αυτό δεν έρχεται ούτε αργά ούτε νωρίς. Έρχεται την κατάλληλη στιγμή, γιατί μπορώ να κοιτάξω πίσω πια με νηφαλιότητα και με σιγουριά για ό,τι έγινε και για ό,τι πέρασα.
Η αποστασιοποίηση από πολλά γεγονότα σου δίνει την ευκαιρία να τα εκτιμήσεις σφαιρικότερα, να τα αποτιμήσεις και να τα καταγράψεις για να μείνουν πια ως γραπτή μαρτυρία. Έτσι, αυτό το βιβλίο θέλει να καταγράψει μνήμες, να πει ιστορίες και εντυπώσεις, να μιλήσει για ανθρώπους, που με τον τρόπο τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη του ελληνικού κινηματογράφου στην Αυστραλία.
Πρόκειται για μια τάση που παρατηρείται τελευταία σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στον χώρο του κινηματογράφου όπου όσοι έχουν κάποια συμβολή σε κάποιον τομέα να μην αφήνουν τις μνήμες άγραφες, αλλά να τις καταθέτουν κι ας είναι η δική τους εκδοχή των πραγμάτων.
Αυτό κάνω κι εγώ. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο», σελ. 20.
Συμφωνώ απόλυτα με τον κ. Γιαννούδη, και την ίδια προτροπή κάνω κι εγώ: «…όσοι έχουν κάποια συμβολή σε κάποιον τομέα να μην αφήνουν τις μνήμες άγραφες».
Ως ομογένεια βρισκόμαστε σε μια οριακή φάση. Πολλά από τα μέλη της παροικίας μας που διαδραμάτισαν κάποιο σημαντικό ρόλο σε παροικιακούς οργανισμούς δεν βρίσκονται πια μαζί μας. Θα πρέπει να το δούμε ως χρέος οι εναπομείναντες να κάνουμε τις καταθέσεις μας, αξιοποιώντας όποια στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας.
Όταν η απόφαση για το Πολιτιστικό Κέντρο της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας πάρει σάρκα και οστά, όλες αυτές οι αναφορές θα πρέπει να συγκεντρωθούν σε ένα αρχείο, στο οποίο οι ερευνητές θα έχουν πρόσβαση. Έτσι μόνο θα περισωθεί το πρωτοποριακό έργο ατόμων και συλλογικών φορέων.
Όσο για το βιβλίο του Παναγιώτη Γιαννούδη δεν έχω αμφιβολία πως έχει ήδη πάρει την πρέπουσα θέση στη γραμματεία του Απόδημου Ελληνισμού.