Θύμησες από το Ορφανο – τροφείο Πριγκήπου

Στα 6 του χρόνια ορφάνεψε από μητέρα, στα 7 από σπίτι, στα 8 από πατέρα και στα 11 του από πατρίδα. Ο Μανώλης Τρυπαηδώνης όμως δεν ορφάνεψε ποτέ από ελπίδα και υπομονή. Αυτή την σταθερή αξία βλέπει για 18 χρόνια τώρα η Άννα στον πατέρα της. Η αγάπη που ο ίδιος στερήθηκε αλλά τόσο απλόχερα έδωσε στις δύο κόρες του στάθηκε πηγή έμπνευσης για την Άννα για να γράψει την μικρή σε μέγεθος αλλά τόσο μεγάλη σε συναισθήματα ιστορία του, που μπήκε σε μαθητική Ανθολογία της Μελβούρνης.

Ο Μανώλης μοιράστηκε την ιστορία του και μαζί μας. Και αυτό γιατί ακόμα και σήμερα 37 χρόνια μετά την αναχώρησή του από το θάλαμο του ορφανοτροφείου Πριγκήπου, ελπίζει ότι θα βρει κάποιους από εκείνους τους παιδικούς φίλους του σε κάποια γωνιά της Αυστραλίας ή της Ελλάδας.

Με ένα συνεσταλμένο χαμόγελο να συνοδεύει το πράο πρόσωπό του με υποδέχθηκε ο Μανώλης. Τα χέρια του τον «πρόδιδαν», άνθρωπος του μεροκάματου σκέφτηκα, κοιτώντας τα. Τίποτα όμως στο πρόσωπό του δεν πρόδιδε τις εμπειρίες αλλά και την υπομονή που αυτός ο άνθρωπος κρύβει μέσα του.

ΑΠΟ «ΔΙΑΒΟΛΑΚΙ ΠΑΠΑΔΟΠΑΙΔΙ»

Ο Μανώλης γεννήθηκε στην Τένεδο και ήταν το τρίτο παιδί του Γιώργου και της Άννας Τρυπαηδώνη αλλά το μόνο εν ζωή μιας και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του πέθαναν πριν ακόμα ο ίδιος γεννηθεί. «Ήμουν διαβολάκι» μου λέει σήμερα καθώς θυμάται, τις σκανδαλιές του στην Τένεδο. «Θυμάμαι τις βόλτες μου πάνω στο γαϊδουράκι του πατέρα μου μέσα στα κοφίνια με νοσταλγία, την ντομάτα και το σκόρδο που η μάνα μου θεωρούσε απαραίτητο για μεσημεριανό μου, τα κλήματα μέσα στα οποία χανόμουν, τη φούστα της μάνας μου την οποία από τότε που περπάτησα ποτέ δεν αποχωρίστηκα, μέχρι την στιγμή που την είδα να κατεβαίνει στον τάφο της».

Στα πέντε του χρόνια το διαβολάκι που μάνα και πατέρας είχαν σαν το πολυτιμότερο πετράδι στη ζωή τους, παραλίγο να πνιγεί. «Πηδούσαμε με ένα φίλο μου από βάρκα σε βάρκα στο λιμάνι και έπεσα στη θάλασσα. Κολύμπι δεν ήξερα και αν δεν βρισκόταν κοντά ένας ψαράς θα είχα πνιγεί. Έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου από τον πατέρα μου» λέει καθώς θυμάται εκείνες τις ανέμελες μέρες στο νησί του, που ακόμα και σήμερα τις ζει νοσταλγικά όταν κάθεται στον κήπου του σε κάποια γειτονιά της Μελβούρνης και τρώει το αγαπημένο του μεσημεριανό, ντομάτα και σκόρδο.

Η ζωή «έκοψε την τράπουλα» για τον Μανώλη στις αρχές του 1970 και ήταν ανελέητη. Σε ηλικία μόλις έξι χρόνων ο Μανώλης χάνει την μάνα του από καρκίνο του μαστού. Ο πατέρας του χτυπημένος από τον χαμό της Άννας που αγαπούσε με πάθος, χάνει κάθε δύναμη να φροντίσει το νεαρό παιδί. «Ο πατέρας μου κυλίστηκε στον πόνο. Με πήραν ο παππούς και η γιαγιά στο σπίτι τους. Τον πατέρα μου τον έβλεπα που και που, κάθε δύο τρεις μέρες όταν γύριζε από τα χωράφια στην πόλη και πάντα κλεφτά. Θυμάμαι πηδούσα τον φράκτη που χώριζε το σπίτι του παππού και το δικό μου τα βράδια ελπίζοντας ότι θα υπήρχε φως εκεί και θα μπορούσα να δω τον πατέρα μου και να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά. Μετά επέστρεφα στο σπίτι του παππού για να κοιμηθώ ήσυχος».
Ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας του ο Μανώλης μπαίνει στο Ορφανοτροφείο Πριγκήπου.
«Ένοιωσα εγκαταλελειμμένος. Ήξερα ότι την μάνα μου δεν θα την ξαναδώ, την είδα να κατεβαίνει στον λάκκο. Αυτή η θύμηση θα μείνει πάντα χαραγμένη μέσα μου. Θάνατος, το απόλυτο τέλος. Τότε πια στο ορφανοτροφείο έπαψε και το ‘διαβολάκι. Έγινα παπαδοπαίδι με μεγάλη αδυναμία στο λιβάνι που το έβαζα με το κιλό στο θυμιατό. ‘Μανώλη με φλόμωσες’ μου φώναζε κάτω από τα μουστάκια του ο παπάς. Όντως πνιγόταν ο άμοιρος αλλά εγώ έστω και παπαδοπαίδι έκανα τις ζαβολιές μου».
Τα λόγια του Μανώλη γεμίζουν τον μικρό χώρο της καφετέριας με άρωμα από λιβάνι καθώς το  βλέμμα του ταξιδεύει στα χέρια του.

ΤΑ ΑΣΧΗΜΑ ΜΑΝΤΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ… ΝΕΡΟΒΡΑΣΤΑ ΦΑΓΗΤΑ

«Φοβόμουν στο ορφανοτροφείο ότι αν έκανα ζημιές θα μου απαγόρευαν να δω τον πατέρα μου. Ερχόταν μία φορά κάθε δίμηνο. Ένα χρόνο μετά ο πατέρας μου σταμάτησε να έρχεται. Ο παππούς Ανέστης άρχισε να με επισκέπτεται πιο συχνά τότε. Θυμάμαι πως έμαθα τα άσχημα μαντάτα… ‘Μανώλη ήρθε ο πατέρας σου να σε δει;’ με ρώτησε μία μέρα ο παππούς. ‘Όχι παππού. Έχει καιρό να ‘ρθει’ του απάντησα. Και ο παππούς μου είπε ωμά… ‘Πέθανε’. Θάνατος πάλι, απόλυτος. Απόλυτη μοναξιά, απόλυτη εγκατάλειψη, απόλυτο κενό» λέει σήμερα ο 47χρονος άνδρας και ένα δάκρυ σκαρίζει από τα μάτια του.

– Καλές ή κακές αναμνήσεις από το Ορφανοτροφείο Μανώλη;
«Όσο και αν σου ακούγεται παράξενο, μου άρεσε στο Ορφανοτροφείο. Ένοιωθα προστασία εκεί. Το ρόπαλο του Οδυσσέα, του φύλακα μας φόβιζε όλους, όχι πως το χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος αλλά και μόνο που το κουβαλούσε ήταν αρκετό. Θυμάμαι τη λάντζα που έκανα στην κουζίνα. Εκεί έμαθα να μαγειρεύω. Θυμάμαι τα νερόβραστα φαγητά τη Σαρακοστή του Πάσχα. Όλα χωρίς λάδι για 40 μέρες και όταν ερχόταν το Πάσχα ήταν πραγματικά Πάσχα. Θυμάμαι τον Γιάννη και τον Θανάση τον Βασίλα, τους φίλους μου που μέχρι τώρα ψάχνω να βρω. Το Γιάννη και τον Παναγιώτη τον Κοτάμπεη. Θυμάμαι τον αγώνα που έδιναν οι δάσκαλοί μας να μην «τουρκέψουμε» έτσι μας έλεγαν και εμείς δεν καταλαβαίναμε τι εννοούσαν. Θυμάμαι και την Στεφανία, ποτέ δεν την ξέχασα, πράσινα μάτια, ξανθά μαλλιά, ο πρώτος μου έρωτας και ο μόνος λόγος για τον οποίο έφαγα ξύλο στο ορφανοτροφείο».

– Ξύπνησε το «διαβολάκι» μέσα σου με την Στεφανία;

«Δεν έκανα τίποτε ο κακόμοιρος. Την έβλεπα και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Ένα βράδυ εκμυστηρεύτηκα στους φίλους μου στο θάλαμο ότι την αγαπάω. Ήμουν οκτώ χρόνων τότε. Την επόμενη μέρα κάποιος το είπε στον διευθυντή και μετά… ‘που σε πονεί και που σε σφάζει Μανώλη’. Έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου, πάλι».
Τα μάτια του Μανώλη λάμπουν στην θύμηση της Στεφανίας. Το ξύλο το ξέχασε, μου λέει, την Στεφανία ποτέ. Την έψαξε όταν ήρθε στην Αυστραλία. «Είχε κάτι θείους στην Αδελαΐδα και ίσως να ζει εκεί σήμερα». Ακόμα την ψάχνει, διαπιστώνω. Είναι παντρεμένος σήμερα με την Τούλα και ευτυχισμένος, πατέρας δύο πανέμορφων παιδιών αλλά η Στεφανία, ο Γιάννης, ο Θανάσης, ο Παναγιώτης είναι ο κρίκος του Μανώλη με τα παιδικά του χρόνια.

– Στην Τένεδο πήγες πάλι από τότε που έφυγες για το ορφανοτροφείο;
Το καλοκαίρι του 1977 ήρθα στην Αυστραλία με πρόσκληση ενός θείου μου. Αυτός ο θείος ο Νίκος μου στάθηκε σαν πατέρας. Όλη η οικογένεια της μάνας μου είχε πλέον μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Πήγα μία ακόμα φορά στην Τένεδο πριν γίνω 18 χρόνων. Πρέπει να περιμένω έως τα 50 μου για να ξαναπάω. Εκεί θεωρούμαι λιποτάκτης του τουρκικού στρατού σήμερα. Μετά τα 50 μου δεν μπορούν να με πειράξουν. Θα περιμένω. Και ελπίζω ότι μία μέρα θα μπορέσω να δείξω στα παιδιά μου, που μεγάλωσα, που έτρεξα, που είναι οι ρίζες μου, τότε που όλα ήταν όπως ίσως θα έπρεπε πάντα, να ήταν».
Με μία παράκληση τελείωσε η κουβέντα μας με τον Μανώλη. «Αν κάποιος από τους παιδικούς μου φίλους διαβάσει το άρθρο σου, ελπίζω να σηκώσει το τηλέφωνο και να έρθει σε επαφή μαζί μου. Εγώ προσπάθησα και θα συνεχίσω να προσπαθώ και να ελπίζω».