ΥΠΗΡΞΕ κάποτε καιρός (όχι και τόσο μακρινός) που την άνοιξη την έφερναν τα χελιδόνια και τα Χριστούγεννα τα χιόνια.
ΤΟΤΕ, ήταν ακόμα ο κόσμος πιο μικρός. Πιο ορατός και πιο συγκεκριμένος. Ανάλογη και η γεωγραφία του μυαλού μας. Συγκροτημένη πάνω σε σταθερές αξίες, αποστάσεις και ημερομηνίες.
ΛΙΓΑ είχαμε, λίγα βλέπαμε, λίγα ξέραμε και για πολύ λιγότερα αναρωτιόμαστε. Εύκολα πιστεύαμε και ακόμα ευκολότερα χαιρόμαστε.
«ΕΠΟΧΗ της αθωότητας» βάπτισαν οι ποιητές την παιδική ηλικία για να την ξεχωρίσουν από τις άλλες, τις πιο ώριμες, τις πιο υποψιασμένες και καθόλου αθώες.
ΤΑ Χριστούγεννα, είναι μια από τις ιδιαίτερες «παιδικές» γιορτές. Μια από αυτές (και ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλη), που έχει «γράψει» στη μνήμη μας.
ΚΑΙ «έγραψε», γιατί την ίδια εποχή, μαζί με όλα τα άθυμα που συνοδεύουν τα Χριστούγεννα, τρύπωσε στο μυαλό μας και η ιδέα της ύπαρξης του θεού.
ΤΟΤΕ, κανείς δεν είχε ακόμα λόγο να αναρωτηθεί. Τα πράγματα ήταν εύκολα και αυταπόδεικτα. Δεν υπήρχε έδαφος για αμφισβητήσεις. Έτσι ήταν τότε ο κόσμος στο χωριό μου.
ΤΑ ερωτηματικά γεννήθηκαν αργότερα. Όταν αρχίσαμε να μεγαλώνουμε να διαβάζουμε, να μαθαίνουμε, να ταξιδεύουμε και να ανησυχούμε.
ΑΠΟ τότε πολλά άλλαξαν. Τα Χριστούγεννα όμως της αθωότητάς μας παραμένουν τα ίδια και απαράλλακτα.
ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ να έχουν την ίδια μυστηριώδη (και αινιγματική) βαθύτητα που είχαν και τότε. Η μνήμη τους συνεχίζει να μας προκαλεί όλο και μεγαλύτερο κενό στο στομάχι και το συναίσθημα που γεννά συντηρεί συναισθήματα παλιά, που λέει και ο Φερνάρντο Πεσσόα.
ΓΙ’ ΑΥΤΑ τα συναισθήματα τα παλιά θέλω να πω δυο κουβέντες σήμερα. Να επιστρέψω για λίγο στα Χριστούγεννα εκείνα, όπως επιστρέφουν οι φυγάδες, σε ασφαλή τόπο.
ΕΝΑ άλμα στο χρόνο θα επιχειρήσω. Πενήντα χρόνια πίσω θα γυρίσω. Σαν παραμύθι φαντάζουν στο μυαλό μου αυτά που έχω να εξιστορήσω.
ΕΝΑ παραμύθι που τη θέση των βασιλιάδων και των δράκων έχουν πάρει τα μελομακάρονα και κάτι τρύπιες δεκάρες.
ΕΙΜΑΙ βέβαιος, ότι κάπως έτσι θα φαντάζονται τα Χριστούγεννα του 2060 και τα σημερινά παιδιά όταν φτάσουν στη δική μου ηλικία. Μετά 50 χρόνια…
ΜΕ νοσταλγία (και περίσσια μαγεία) θα θυμούνται τις μέρες του… επικυρωμένου Μνημονίου, τους δρόμους της Αθήνας γεμάτους σκουπίδια, τις βιτρίνες στολισμένες με χριστουγεννιάτικα δέντρα και την αγωνία των απεργών, για πολύ περισσότερα, από τον επιούσιο άρτο.
ΤΑ χρόνια τα παλιά, είναι για όλα τα παιδιά τα καλύτερά τους χρόνια, γιατί είναι απαλλαγμένα από τον κυνισμό, που φέρνουν αργότερα οι γνώσεις, τα συμφέροντα, το κυνήγι της ζωής και οι βιωματικές εμπειρίες.
ΤΟ «δισκάκι» της μνήμης των παιδικών μας χρόνων, λόγω του ότι ήταν εντελώς «άδειο», γιατί δεν υπήρχε η σημερινή πλημμυρίδα σε εικόνες και γεγονότα, είχε διαθέσιμο χώρο να καταγράψει αισθήματα, χρώματα, γεύσεις και μυρωδιές.
ΣΕ κάποια Χριστούγεννα, (λίγο πριν και μετά το 1960) επέστρεψα καλοκαιριάτικα όταν συνάντησα στην Τρίπολη ένα συμμαθητή μου, που είχα να δω 40 χρόνια!
ΟΣΟ κολλητοί και αν είμαστε τα χρόνια που πηγαίναμε στο δημοτικό, τόσο «ξένοι» γίναμε τα χρόνια που ακολούθησαν.
ΕΓΩ έφυγα 11χρονών για το ορφανοτροφείο και αυτός έμεινε στο χωριό και τελείωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου και διορίστηκε αργότερα καθηγητής Μαθηματικών.
ΣΠΑΝΙΑ τον έβλεπα όταν πήγαινα και εγώ στο χωριό. Ιδιαίτερος λόγος που δεν βρισκόμαστε δεν υπήρχε, ή τουλάχιστον εγώ τότε δεν τον γνώριζα και ούτε θα τον μάντευα, αν δεν μου έλεγε ο ίδιος την αιτία.
Ο χωροφύλακας, η παντοδύναμη τότε εξουσία στα χωριά, είχε πιάσει τον πατέρα του και του είχε πει να απαγορεύσει στο γιό του να με κάνει παρέα.
ΓΙΟΣ αντάρτη εγώ, κομμουνιστής δηλαδή από την κούνια μου, ήμουν για την χωροφυλακή επικίνδυνος για το έθνος από πολύ μικρή ηλικία.
ΠΕΝΤΕ-έξι πρωινά που βρεθήκαμε, στον πεζόδρομο της Τρίπολης, που είναι γεμάτος καφετέριες, μιλούσαμε για τα χρόνια εκείνα, όταν μας δινόταν η ευκαιρία, γιατί ο Μπάμπης (έτσι λένε και τον συμμαθητή μου) έπρεπε κάθε τόσο να μιλά και με παλιούς μαθητές του που τον χαιρετούσαν και τους ψηφοφόρους του, μιας και ήταν υποψήφιος για το Δήμο της Τρίπολης.
ΠΡΙΝ λοιπόν η χωροφυλακή, μη έχοντας προφανώς τίποτα καλύτερο να κάνει, μπει ανάμεσα στη παιδική μας φιλία, λέγαμε κάθε Χριστούγεννα μαζί τα κάλαντα.
ΣΤΗΝ προσπάθειά μας να αποφύγουμε το «μας τα είπαν άλλοι», ξεκινούσαμε όσο πρωί μας το επέτρεπαν οι φοβίες μας και τα «φαντάσματα» που καιροφυλακτούσαν τότε σε όλες τις κακοτοπιές του χωριού.
ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ δηλαδή να φωτίσει πριν ξεκινήσουμε από τα σπίτια μας για να συναντηθούμε κάπου στη μέση της διαδρομής.
ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ότι λαμβάναμε υπόψη μας τις εμπειρίες που είχαμε αποκομίσει από τις προηγούμενες χρονιές και κάναμε καινούργια σχέδια, από πού θα αρχίσουμε και ποιες πόρτες θα χτυπήσουμε πρώτα, πριν τις χτυπήσει ο ανταγωνισμός.
ΣΥΝΗΘΩΣ, πρώτα επισκεπτόμαστε, τους κουβαρντάδες (αυτούς δηλαδή που πλήρωναν με λεφτά) και στη συνέχεια τους παρακατιανούς (που πλήρωναν με «είδος»).
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ αφήναμε τους συγγενείς μας (λόγω του ότι τους είχαμε σίγουρους) και τα απόμακρα σπίτια του χωριού, που ήταν πιο χρονοβόρα.
ΕΝΑ από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε, (εκτός από το κρύο και ενίοτε το χιόνι) ήτα τα σκυλιά, τα οποία και δεν έτρεφαν καμιά εκτίμηση στους περαστικούς και ιδιαίτερα στα παιδιά.
ΕΙΧΑΜΕ κατά τέτοιο τρόπο χαρτογραφήσει το χωριό, ώστε όχι μόνο τα (πολύ «κακά») σκυλιά να αποφεύγουμε αλλά να προλαβαίνουμε και τους «αντιπάλους».
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ τους μεγαλύτερους που ήταν πιο γρήγοροι, καλύτερα οργανωμένοι και δεν φοβούνταν και τα σκυλιά.
ΟΤΑΝ είχε χιόνι, όπως εκείνη τη χρονιά, τα έσοδα ήταν μεγαλύτερα, τα σκυλιά στους δρόμους λιγότερα και ο ανταγωνισμός υποφερτός.
ΑΣΕ που παρακολουθώντας τα αχνάρια βλέπαμε ποιες πόρτες είχαν χτυπήσει όσοι είχαν προηγηθεί.
ΑΠΟ το χάρτη είχαν απορριφτεί και όσοι νοικοκυραίοι την προηγούμενη χρονιά μας είχαν πει ότι «τους τα είπαν άλλοι».
ΟΙ περισσότεροι που τα «λέγαμε», μας έδιναν κάτι τρύπιες δεκάρες, άλλοι μελομακάρονα, κουραμπιέδες, μήλα, καρύδια, αμύγδαλα και ό,τι άλλο είχαν.
ΟΙ «πιασμένοι» μας έδιναν καμιά δραχμή, ενώ το δίφραγκο ήταν χοντρό χαρτζιλίκι την εποχή εκείνη και το έδιναν συνήθως (από ντροπή) οι συγγενείς.
Η εξόρμηση τελείωνε μετά δυο-τρεις ώρες και στη συνέχεια σταματούσαμε κάπου και κάναμε καταμέτρηση των εισπράξεων.
ΠΡΩΤΑ μετρούσαμε τα δίφραγκα, στη συνέχεια δραχμές, πενηνταράκια και τέλος τις δεκάρες. Τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα και τα πορτοκάλια, δεν τα μετρούσαμε, γιατί τέτοια υπήρχαν και στα σπίτια μας.
ΤΑ χρήματα που συγκεντρώναμε τα προορίζαμε να αγοράσουμε μια μπάλα για να παίζουμε. Κανείς σε ολόκληρο το χωριό τότε δεν είχε μπάλα. Με τόπια παίζαμε και όταν τρυπούσαν τα γεμίζαμε πανιά και συνεχίζαμε.
ΚΑΙ τα δώρα την εποχή εκείνη ήταν ακόμα άγνωστα. Θυμάμαι ότι το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δώρο που πήρα ήταν ένα κόκκινο μπαλόνι.
ΤΡΙΑ όλα και όλα είχε φέρει ο θείος μου από την Αθήνα που είχε πάει να πουλήσει σε κάποιο παράδρομο της Ομόνοιας χριστουγεννιάτικα δέντρα. Κάτι φούντες από έλατα που είχε κόψει με ένα φίλο του στο Μαίναλο.
ΠΑΡΑ τις προφυλάξεις που πήρα, το δικό μου το μπαλόνι επέζησε δυο-τρεις μέρες και στη συνέχεια μάλωνα με τα ξαδέλφια μου που δεν με άφηναν να παίξω με τα δικά τους.
ΠΑΡΟΜΟΙΕΣ χριστουγεννιάτικες ιστορίες υποθέτω ότι θα έχει ο καθένας από εμάς που έζησε τα χρόνια εκείνα, πριν οι τηλεόραση και η πληθώρα των δώρων, αλλάξουν τον τρόπο που τα σημερινά παιδιά βιώνουν τα Χριστούγεννα.
ΑΥΤΑ για σήμερα και εύχομαι σε όλους καλές αναμνήσεις και καλές γιορτές.