ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν πρόλαβαν καλά καλά να χωνέψουν όσα έφαγαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και ξεχύθηκαν πάλι στην αγορά για να…  ψωνίσουν!

ΑΠΟ το απόγευμα των Χριστουγέννων άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τις πόρτες των μεγάλων πολυκαταστημάτων, για να είναι οι πρώτοι που θα μπουν (και ψωνίσουν) όταν ανοίξουν.

 ΣΤΙΣ 5 το πρωί άνοιξαν οι πόρτες των πολυκαταστημάτων της Μελβούρνης και ολόκληρη τη μέρα (δηλαδή τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων!) γινόταν παντού «το έλα να δεις».

ΟΙ δρόμοι γύρω από τις υπεραγορές της πόλης μας ήταν γεμάτοι από κόσμο φορτωμένο με πολύχρωμες πλαστικές σακούλες.

ΠΑΡΟΜΟΙΕΣ εικόνες σε όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές μητροπόλεις της Δύσης. Από το Λονδίνο μέχρι τη Νέα Υόρκη, ογκώδεις αγέλες καταναλωτών εισέβαλαν στα πολυκαταστήματα, όπως τα σύννεφα από ακρίδες στα σπαρτά.

ΤΟ ΠΩΣ φτάσαμε ώς εδώ, δηλαδή στη λατρεία του άκρατου καταναλωτισμού που κυριαρχεί στη ζωή μας, είναι μια ιστορία λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας.

ΑΡΚΕΤΕΣ φορές έχω αναφερθεί στο συγκεκριμένο θέμα, δίνοντας διάφορες απόψεις ειδικών για τις αιτίες. Αυτό θα πράξω και σήμερα (λόγω ημερών) αναδημοσιεύοντας την άποψη του γνωστού Ιταλού κοινωνιολόγου Γκουίντο Βιάλε.

ΤΟ θέμα του άρθρου του (μέρος του οποίου αναδημοσιεύω στη συνέχεια) δεν είναι αυτό ακριβώς, αλλά, τα συμπεράσματα όμως δίνουν μια ακόμα εξήγηση, για την προέλευση των αιτιών.

ΣΤΟ άρθρο του, με τίτλο «Η δικτατορία της αμάθειας», που διάβασα πριν λίγες μέρες, στην Ελευθεροτυπία, αναφέρονταν στον φαινόμενο του «μπερλουσκονισμού», το οποίο φαίνεται ότι έχει μέλλον και μετά το τέλος του Ιταλού πρωθυπουργού.

Ο Βιάλε προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα πώς έγινε δυνατό να επικρατήσει ο Μπερλουσκόνι στη χώρα που είχε το πιο μεγάλο κομμουνιστικό κόμμα και το πιο ισχυρό εργατικό κίνημα της Δύσης.
 
ΣΤΗ χώρα που γνώρισε μιαν από τις πιο ριζοσπαστικές και παρατεταμένες από τις εξεγέρσεις του ’68 και τη μεγαλύτερη άνθηση των ομάδων της ριζοσπαστικής αριστεράς;

ΑΣ δώσουμε όμως τον λόγο στον Βιάλε: «Στις υλικές συνθήκες που αποτελούν τη βάση του μπερλουσκονικού καθεστώτος υπάρχει βέβαια ένα στοιχείο που είναι ειδικά ιταλικό.

ΑΛΛΑ υπάρχει και ένα άλλο, σίγουρα πιο σημαντικό, που έχει πλανητικές ή σε κάθε περίπτωση υπερεθνικές διαστάσεις.

ΚΑΙ τα δύο είναι το αποτέλεσμα μιας ανθρωπολογικής μεταβολής με την οποία χρειάζεται να αναμετρηθούμε.

ΑΝ και τα γνωρίσματά της είναι πολύπλοκα, αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει αυτή τη μεταβολή μπορούμε να το ορίσουμε ως «δικτατορία της αμάθειας».

ΣΤΗΝ Ιταλία ο Σίβλιο Μπερλουσκόνι δεν «αποκατέστησε» μόνο τον φασισμό. Αυτό που αληθινά αποκατέστησε είναι η αμάθεια: η υπερηφάνεια του να είμαστε αδαείς.
 
Η περιφρόνηση (φασιστικού τύπου) για τις γνώσεις, για οποιαδήποτε γνώση, και γι’ αυτούς που τις καλλιεργούν. Η αξίωση να δρούμε ακόμα και χωρίς να γνωρίζουμε.

Η πεποίθηση ότι είμαστε καλύτεροι από όλους τους άλλους και ιδιαίτερα από τους Άραβες, τους «νέγρους», τους Κινέζους, τους Σλάβους, τους Εβραίους, ανάλογα με τις προτιμήσεις.

ΤΟ κύριο εργαλείο αποκατάστασης της αμάθειας υπήρξε στην Ιταλία η τηλεόραση, δημόσια και ιδιωτική, που είναι η χειρότερη στον κόσμο.

ΚΑΙ όχι μόνον στα δελτία ειδήσεων και στις «πολιτικές» εκπομπές, αλλά κυρίως στον πολτό που ρίχνουν καθημερινά, στο πολιτισμικά πιο ανυπεράσπιστο κοινό, οι ψυχαγωγικές εκπομπές.

ΑΥΤΗ η αποκατάσταση της αμάθειας συνδέεται, ωστόσο, με ορισμένες βαθύτερες διαδικασίες που σημαδεύουν εδώ και δεκαετίες το παγκόσμιο πανόραμα.

Η πρώτη είναι η ιστορική μετάβαση από τη γραπτή κουλτούρα των βιβλίων, των εφημερίδων και των περιοδικών στην οπτικοακουστική κουλτούρα της τηλεόρασης και του Ίντερνετ.

ΜΟΝΟ δύο ή τρεις άλλες μεταβάσεις είχαν στην ανθρώπινη ιστορία τόσο καθοριστική επίδραση: Η μετάβαση από την προφορική κουλτούρα στη γραφή, εκείνη από το χειρόγραφο στο τυπωμένο κείμενο και ίσως εκείνη από τη φωναχτή ανάγνωση στη σιωπηλή ανάγνωση.

ΑΚΟΜΑ και αν τα περιεχόμενα που κυκλοφορούν με αυτά τα «οχήματα» μπορεί να είναι τα ίδια -γενικά όμως δεν είναι – ο τρόπος μετάδοσης και πρόσληψης αλλοιώνει ριζικά τη σημασία τους.

ΣΕ τελική ανάλυση, το μέσο είναι το μήνυμα. Η γραπτή σελίδα απαιτεί προσοχή, προσπάθεια, στοχασμό, μας προσκαλεί να κατασκευάσουμε σχήματα για να συστηματοποιήσουμε όσα μάθαμε.

ΤΑ οπτικοακουστικά μέσα είναι πολύ πιο ασταθή και εφήμερα. Επιτρέπουν – ή και επιβάλλουν υποχρεωτικά – μια πιο παθητική πρόσληψη· δεν συνεπάγονται – παρά μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις – μια προσπάθεια μάθησης και ακόμα λιγότερο ερμηνείας ή «μετάφρασης».

ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ να περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο με το απλό πάτημα ενός πλήκτρου· κυρίως, ανανεώνονται καθημερινά, καταργώντας ή ρίχνοντας στη λήθη αυτό που λέχθηκε ή μεταδόθηκε μόλις χθες.

Η δεύτερη διαδικασία στην οποία μπορεί να αναχθεί η δικτατορία της αμάθειας είναι ο φονταμενταλισμός, όχι μόνον ο θρησκευτικός αλλά και ο «φυλετικός», ο οποίος μεταφέρει από το βιολογικό πεδίο στο πολιτισμικό – με την «ανθρωπολογική» έννοια – την υποτιθέμενη υπεροχή ενός έθνους σε σχέση με ένα άλλο.

Ο φονταμενταλισμός τροφοδοτήθηκε κυρίως από μιαν αμυντική αντίδραση στις διαδικασίες ξεριζωμού, απώλειας των βεβαιοτήτων και αύξησης της ανασφάλειας, που συνεπιφέρει η παγκοσμιοποίηση.

ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ σε όλο τον κόσμο ο αριθμός των προσώπων που είναι διατεθειμένα να υποστηρίξουν ότι στη Βίβλο, στο Κοράνι, στις Ουπανισάδες ή στο Ευαγγέλιο – συχνά χωρίς να τα γνωρίζουν ή χωρίς καν να μπορούν να διαβάσουν το κείμενο – ή σε σχηματικές, δογματικές ή ακόμα και εσφαλμένες ερμηνείες τους, περιέχονται όλα όσα πρέπει να ξέρει ένα πρόσωπο (…).

ΤΟ πολιτισμικό κενό που γεννιέται ή ευνοείται από αυτές τις δύο διαδικασίες, δηλαδή από τη δικτατορία της αμάθειας και από τον φονταμενταλισμό, συμβιώνει με ένα είδος πραγματισμού που επιβάλλεται από το λεγόμενο «τέλος των ιδεολογιών».

ΣΤΗΝ πραγματικότητα μιας μόνον ιδεολογίας, της σοσιαλιστικής με το κομμουνιστικό της παράρτημα, η οποία ίσως να μην ήταν ιδεολογία, αλλά μάλλον ένα σύνολο γνώσεων, τμηματικών έστω και αποστεωμένων από μιαν αυταρχική κωδικοποίηση και με αυτή τη μορφή σίγουρα ακατάλληλων για την ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου.

Η εξάλειψή της όμως άφησε πίσω της μόνον ερείπια. Γιατί οι άλλες λεγόμενες «ιδεολογίες» των δύο προηγούμενων αιώνων σίγουρα δεν χάθηκαν.

ΕΚΕΙΝΗ η καθολική – η «κοινωνική διδασκαλία της Εκκλησίας» στις διάφορες διατυπώσεις της που κράτησαν ενωμένα πολλά δυτικά κόμματα για πάνω από έναν αιώνα – ή γενικά χριστιανική, όχι μόνον δεν χάθηκε, αλλά έχει επανεμφανιστεί στις τελευταίες δεκαετίες με πιο ωμές και «ιδεολογικές» μορφές φονταμενταλιστικού φανατισμού.

ΚΑΙ εκείνη η φιλελεύθερη, μεταμορφωμένη σε νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό, έχει ήδη καταλάβει όλη την πλανητική σκηνή με τη μορφή της «μοναδικής σκέψης».

ΚΑΙ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πιο σχηματική μορφή μιας λατρείας της αγοράς, η οποία από καιρό προσπαθεί να ταυτίσει όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής με ένα είδος «κοινωνικού δαρβινισμού».(…).

ΑΥΤΑ από εμένα και τον Γκουίντο Βιάλε σήμερα. Εύχομαι σε όλους Καλή Χρονιά και θα τα πούμε πάλι από βδομάδα.