Η ρώσικη Κόζα Νόστρα των πετρελαίων

 Παρασκηνιακές μεθοδεύσεις, πολιτικές αντιπαλότητες, ανταγωνισμοί και συγχωνεύσεις εταιρειών-κολοσσών στον κλάδο της ενέργειας συνθέτουν το σκηνικό της μετασοβιετικής Ρωσίας.

 Η ανάληψη της ηγεσίας της Ρωσίας από τον Βλαντίμιρ Πούτιν το 2004 συνοδεύτηκε από ευθεία αντιπαράθεση με πρόσωπα και επιχειρηματικούς ομίλους που είχαν αναδειχθεί την περίοδο της διακυβέρνησης του Μπόρις Γέλτσιν, όταν έγιναν πολλαπλώς «περίεργες» ιδιωτικοποιήσεις με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας κοινωνικο-οικονομικής τάξης, τους γνωστούς «ολιγάρχες».

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αντίπαλοι προς τον Β. Πούτιν μεγαλοεπιχειρηματίες βρήκαν στήριξη και καταφύγιο στη Δύση από όπου δραστηριοποιούνται σήμερα, ασκώντας και αντιπολίτευση προς τη ρωσική ηγεσία, μετέχοντας έτσι ενεργά στο διεθνές παιχνίδι για την άσκηση πολιτικών, οικονομικών και διπλωματικών πιέσεων προς το Κρεμλίνο, με πρόσχημα την ελευθερία της αγοράς και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά με πραγματικό επίκεντρο την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων.
Και αυτό γιατί η οικονομία της Ρωσίας από το 1997 και εντεύθεν στρέφεται και βασίζεται αποκλειστικά στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Η αναμέτρηση αυτή ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα με τη δίκη και καταδίκη του Μιχαήλ Χανταρκόφσκι, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ρωσικής εταιρείας Yukos και δραστηριοποιούνταν στο χώρο της ενέργειας από την εποχή που ανέλαβε την ηγεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας ο Β. Πούτιν.

Η «υπόθεση Yukos» έχει μετατραπεί σε «σύμβολο» της νέας εποχής στη Ρωσία, στο πλαίσιο της ανάγκης αποκλειστικού ελέγχου του κλάδου της ενέργειας και της περιθωριοποίησης των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, σύμφωνα με δημοσιεύματα στο διεθνή Τύπο.

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΧΑΝΤΑΡΚΟΦΣΚΙ

Ο Χανταρκόφσκι και ο πρώην συνεργάτης του, Πλατόν Λιέμπεντεφ, καταδικάστηκαν το 2005 σε εννεαετή φυλάκιση, που μειώθηκε έπειτα από έφεση σε οκτώ χρόνια, τα οποία και εκτίουν ως ένοχοι για οικονομικά εγκλήματα και φοροδιαφυγή.

Ο μεγαλοεπιχειρηματίας και πρώην ιδιοκτήτης της πετρελαϊκής εταιρείας Yukos εξέτισε την ποινή του στη μεθοριακή φυλακή στην Τσίτα της ανατολικής Σιβηρίας, 7.000 χλμ. μακριά από τη Μόσχα, ενώ ο πρώην συνεργάτης του μεταφέρθηκε σε φυλακές στα βόρεια της χώρας.

Στις 24 Φεβρουαρίου του 2009, οι δύο άνδρες επανήλθαν στη Μόσχα για την έναρξη της νέας τους δίκης, στις 31 Μαρτίου του 2009, η οποία ολοκληρώθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2010.

Το δικαστήριο τους καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 14 ετών, αναγνωρίζοντας τους ισχυρισμούς της Εισαγγελίας και προπαντός την κατηγορία ότι οι δύο συνεταίροι είχαν συγκροτήσει «εγκληματική ομάδα» με σκοπό την απόκρυψη κερδών και προχώρησαν από κοινού στην αρπαγή τουλάχιστον 200 εκατομμυρίων τόνων πετρελαίου της Yukos και σε παράνομη οικειοποίηση των εσόδων από την πώλησή της διά του ξεπλύματος των παράνομων εισοδημάτων τους.

Κατά τις εκτιμήσεις νομικών κύκλων και λόγω του γεγονότος ότι το δικαστήριο αναγνώρισε το διάστημα της προφυλάκισης των δύο, οι Χανταρκόφσκι και Λιέμπεντεφ θα παραμείνουν στη φυλακή τουλάχιστον έως το 2017, καθώς δεν αποκλείεται να απαγγελθούν και νέες κατηγορίες εναντίον τους.

Ο ίδιος ο Χανταρκόφσκι σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» αντικρούει όλες τις κατηγορίες, δικαιολογώντας και εξηγώντας τις πράξεις και τις κινήσεις του την εποχή της παντοδυναμίας της Yukos, επισημαίνοντας ότι «ο Πούτιν είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τους σκύλους και μισεί όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους».

Η έκβαση της δίκης θεωρείται κριτήριο για το πολιτικό μέλλον της Ρωσίας, εάν η πλάστιγγα θα γείρει δηλαδή υπέρ του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Μεντβιέντεφ ή του Ρώσου πρωθυπουργού Βλαντίμιρ Πούτιν.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2000-2004

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας στη Ρωσία η παραγωγή πετρελαίου και συνεπώς τα κέρδη που απέφεραν οι επενδύσεις στον κλάδο της ενέργειας εκτοξεύτηκαν στα ύψη.

Για τις δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες ήταν ένα «θαύμα», το οποίο γνώριζαν όμως πως δεν επρόκειτο ποτέ να τους συμβεί.
Η παραγωγή των δύο ρωσικών εταιρειών Yukos και Sibneft αυξανόταν κάθε χρόνο με ρυθμούς της τάξης του 14-19%, με συνέπεια η ρωσική παραγωγή πετρελαίου να αυξηθεί από 323,5 εκατ. τόνους το 2000 σε 421,4 εκατ. τόνους το 2003.

Η Ρωσία μετατράπηκε στην πρώτη χώρα παγκοσμίως σε εξαγωγές πετρελαίου, περνώντας μπροστά από τη Σαουδική Αραβία.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ YUKOS ΚΑΙ ΤΗΣ SIBNEFT

Η συγχώνευση της Yukos και της Sibneft, η οποία ποτέ δεν ολοκληρώθηκε μέχρι τέλους, ανακοινώθηκε τον Απρίλιο του 2003.
Κατά κοινή παραδοχή επρόκειτο για το αποτέλεσμα πολιτικών σκοπιμοτήτων και όχι για μία «έξυπνη επιχειρηματική» κίνηση.
Παρ’ όλ’ αυτά το αποτέλεσμα αυτής της συγχώνευσης θα ήταν η δημιουργία μιας εκ των τεσσάρων μεγαλύτερων και ισχυρότερων εταιρειών στον κόσμο στον κλάδο της ενέργειας.

Το 2003 οι δύο εταιρείες παρήγαν 2,3 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, ήτοι 115 εκατ. τόνους πετρελαίου το χρόνο.
Η εταιρεία Sibneft δημιουργήθηκε το 1995 έπειτα από εισήγηση του μεγαλοεπιχειρηματία Μπόρις Μπερεζόφσκι, ο οποίος σταδιακά με αλλεπάλληλους πλειστηριασμούς απέκτησε τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας.

Όταν «κλήθηκε», λόγω του κλίματος που επικρατούσε, να «αντιμετωπίσει» τον Β. Πούτιν υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τη διοίκηση της εταιρείας και να καταφύγει στη Μ. Βρετανία όπου του παρασχέθηκε πολιτικό άσυλο.

Πούλησε όλες τις μετοχές του στη Sibneft στον Ρόμαν Αμπραμόβιτς, ο οποίος με τη σειρά του προχώρησε στη συγχώνευση με τη Yukos.
Με τη σύλληψη του Χανταρκόφσκι, ωστόσο, η συμφωνία της συγχώνευσης ακυρώθηκε.

Λέγεται πάντως ότι ο ίδιος ο Χανταρκόφσκι είχε αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με στελέχη των αμερικανικών εταιρειών ExxonMobil και ChevronTexaco, με τις οποίες διαπραγματευόταν μάλιστα την πώληση σε αυτές της Yukos.

Αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν, όπως επισημαίνεται σε δημοσιεύματα στο ρωσικό Τύπο, ύστερα από την ανακοίνωση αυτή της συγχώνευσης απέδειξαν πως τα οικονομικά συμφέροντα των συνιδιοκτητών δεν συμβάδιζαν με εκείνα της πολιτικής ιθύνουσας τάξης.

Στις 2 Ιουλίου 2003, με εντολή του γενικού εισαγγελέα συνελήφθη ο Λιέμπεντεφ, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Menatep, που ήλεγχε το 41% των μετοχών της Yukos και στη συνέχεια, στις 25 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο επικεφαλής της εταιρείας αυτής, ο Χανταρκόσφκι.
Κατηγορήθηκαν για απάτη και φοροδιαφυγή για την υπεξαίρεση 3,5 δισ. δολαρίων.

Η διαδικασία «αποσυναρμολόγησης» της εταιρείας ξεκίνησε με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς.

Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Μπρούντο, ενός εκ των ιδιοκτητών, ο οποίος βρήκε στη συνέχεια «καταφύγιο» στο Ισραήλ, «όλοι οι ιδιοκτήτες είχαν συμφέρον από τη συγχώνευση και για το λόγο αυτό ολοκληρώθηκε και πολύ γρήγορα η διαδικασία. Δεν τέθηκε ζήτημα διαμελισμού της εταιρείας, έγιναν, ωστόσο, κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε κάποιος ο οποίος δεν τη χρειαζόταν».

Τον Δεκέμβριο του 2001 ο Β. Πούτιν άναψε το «πράσινο φως» για την έναρξη της κατασκευής του δικτύου πετρελαιαγωγών στις χώρες της Βαλτικής (Baltic Pipeline System), του πιο φιλόδοξου σχεδίου εξαγωγής ρωσικού πετρελαίου προς τη Δύση στην ιστορία της χώρας εκείνη την εποχή.
Σκοπός στην ουσία ήταν να παρακαμφθούν οι ενδιάμεσοι σταθμοί στις χώρες της περιοχής, ώστε το ρωσικό πετρέλαιο να φθάνει απ’ ευθείας από τα ρωσικά λιμάνια στα λιμάνια της βορειοδυτικής Ευρώπης.

Το 2004, 42 εκατ. τόνοι πετρελαίου ετησίως διοχετεύονταν στις αγορές της Ευρώπης μέσω του συγκεκριμένου δικτύου αγωγών, ενώ το 2006 τουλάχιστον 60 εκατ. τόνοι.

Εκείνη την εποχή, εν τω μεταξύ, ρωσικές εταιρείες εξαγόραζαν η μία μετά την άλλη εγκαταστάσεις στις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.
Τα μεγαλύτερα διυλιστήρια στην Ουκρανία πέρασαν στα χέρια των ρωσικών εταιρειών Lukoil, ΤΝΚ (Tyumen Oil Company) και Tatneft.

Η Lukoil απέκτησε τον έλεγχο των διυλιστηρίων στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, ενώ η Yukos εξαγόρασε την εταιρεία πετρελαίου της Σλοβακίας, την Transpetrol.
Η Yukos κατάφερε να επιφέρει ακόμη ένα, πιο σημαντικό, πλήγμα στη Lukoil: απέκτησε το 2002 τον έλεγχο της εταιρείας Mazekiu Nafta, της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της Λιθουανίας, η οποία διέθετε το μοναδικό διυλιστήριο μεταξύ των χωρών της Βαλτικής.

Στη μόνη χώρα της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Ευρώπης που δεν κατάφεραν να διεισδύσουν ρωσικές εταιρείες ήταν η Πολωνία, η οποία δεν επέτρεψε την εξαγορά και την ιδιωτικοποίηση του διυλιστηρίου του Γκντανσκ.

Η εταιρεία Yukos, η πάλαι ποτέ κραταιά πετρελαϊκή εταιρεία της Ρωσίας, «αποσυναρμολογήθηκε» για να περάσουν στην πορεία τα περιουσιακά της στοιχεία στα χέρια των δύο κρατικών ρωσικών εταιρειών, της Gazprom και της Rosneft.

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ «ΜΑΡΤΥΡΑΣ» Ο ΧΑΝΤΑΡΚΟΦΣΚΙ

«Σημείο καμπής» χαρακτήρισαν δημοσιεύματα στο ρωσικό Τύπο τη δεύτερη δίκη του Χανταρκόφσκι, καθώς διαψεύδονται οι ελπίδες όσων πίστεψαν τα λόγια, προεκλογικά, του Ρώσου προέδρου, Ντμίτρι Μεντβιέντεφ, ο οποίος τότε έκανε λόγο για την αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού της χώρας και υποστήριζε ότι «πρέπει να μπει ένα τέλος, δεν γίνεται η πρωτόγονη οικονομία μας να εξακολουθήσει να στηρίζεται αποκλειστικά στις πρώτες ύλες, στην τιμή του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των μεταλλευμάτων, και στην ενδημική διαφθορά».

Το 2009, στην «Ομιλία του προς το Εθνος», ο Μεντβιέντεφ επισήμανε πως «αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο προκειμένου ο ρωσικός λαός να αποκτήσει μία κανονική ζωή σε μία ευημερούσα κοινωνία η κακή και λανθασμένη χρήση των νόμων προς το συμφέρον των ισχυρών».
Η δεύτερη δίκη, όμως, του Χανταρκόφσκι ξεκίνησε το 2006…

Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές, η πρώτη δίκη, το 2003, του πρώην επικεφαλής της Yukos εξυπηρετούσε ξεκάθαρα πολιτικά συμφέροντα.
Ο Χανταρκόφσκι χρηματοδοτούσε κόμματα στην αντιπολίτευση – το φιλελεύθερο κόμμα «Λαμπλόκο» και το Κομμουνιστικό Κόμμα – την ίδια ώρα που ο Β. Πούτιν είχε θέσει στόχο τον έλεγχο της ρωσικής ενεργειακής βιομηχανίας.

Έγκριτοι διεθνείς νομικοί, ωστόσο, σημειώνουν πως το κατηγορητήριο δεν ήταν αβάσιμο, πως δηλαδή υπήρχαν στοιχεία που αποδείκνυαν περιπτώσεις φοροδιαφυγής.

Υποστηρικτές του Χανταρκόφσκι, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν πως ο πρώην επικεφαλής της Yukos ήταν τόσο ένοχος όσο και όλοι οι υπόλοιποι δισεκατομμυριούχοι Ρώσοι μεγιστάνες, οι οποίοι έκαναν χρήση προσωπικών διασυνδέσεων ή ακόμη προσέφευγαν σε εκβιασμούς με σκοπό την εξασφάλιση των πιο κερδοφόρων συμβολαίων και στη συνέχεια απέφευγαν να καταβάλουν στο κράτος τα απαιτούμενα, στήνοντας ένα ολόκληρο δίκτυο off-shore εταιρειών.
Η δεύτερη αυτή δίκη, ωστόσο, όπως σημειώνει ο Μιχαήλ Κασιάνοφ, πρώην πρωθυπουργός και νυν αρχηγός κόμματος της αντιπολίτευσης, το 2006 οι γραφειοκράτες του Κρεμλίνου, οι οποίοι επωφελήθηκαν από το διαμελισμό της Yukos, ανησύχησαν με το ενδεχόμενο ο Χανταρκόφσκι να αφεθεί ελεύθερος το 2012 και «φρόντισαν» ώστε να επιμηκυνθεί η παραμονή του στη φυλακή.

Για το λόγο αυτό οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν τώρα ο ίδιος ο Χανταρκόφσκι αλλά και ο πρώην συνεταίρος του, σύμφωνα με την ίδια πηγή, είναι παράλογες: κατηγορούνται ότι έκλεψαν πετρέλαιο αξίας 25 δισ. δολαρίων, που αντιστοιχεί σε ολόκληρη την παραγωγή της εταιρείας από το 1998 έως το 2003, και για ξέπλυμα χρήματος.

Όχι μόνο, όπως υπογραμμίζει ο Κασιάνοφ, οι νέες κατηγορίες αντικρούουν τις προηγούμενες, διότι «πώς γίνεται να αποκρύβεις φόρους που αντιστοιχούν στο πετρέλαιο που υποτίθεται ότι έκλεψες;», αλλά ακόμη και ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατάφερε να αποδείξει στο δικαστήριο ότι το κατηγορητήριο δεν είχε βάση.
Το ζήτημα είναι, όπως τονίζουν διεθνείς αναλυτές, ότι παρά τα όποια ελπιδοφόρα μηνύματα του πρόσφατου παρελθόντος, και ιδιαίτερα εκείνα διά στόματος του ίδιου του Ρώσου προέδρου, οι αρχές στη Ρωσία παραμένουν φοβισμένες και αδύναμες.

Οι «ολιγάρχες» αναμφισβήτητα έβλαψαν τη Ρωσία, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές.

Έκαναν χρήση της ισχύος που αντλούσαν από τα κέρδη που τους απέφερε η ακμάζουσα βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου για να ελέγξουν την πολιτική ηγεσία, να διαφθείρουν τη Δούμα και τα ΜΜΕ.

Ο Χανταρκόφσκι κατάφερε μέσα σε διάστημα πέντε ετών, από το κελί του στις φυλακές της Σιβηρίας, να μετατρέψει τον εαυτό του από σύμβολο της «μισητής ολιγαρχίας» σε «μάρτυρα», σε σύμβολο για ένα καλύτερο μέλλον στη Ρωσία.