Με κούρασε ο εμπαιγμός μας από τους πατέρες του ελληνικού έθνους.

Βαρέθηκα ν’ ακούω τις ευκαιριακές, υποκριτικές δηλώσεις τους ότι «είμαστε περισσότερο Έλληνες από τους Έλληνες του εσωτερικού».
Κουράστηκα ν’ ακούω, να διαβάζω και να αναλύω τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους για την «άλλη Ελλάδα», τους απόδημους, συμπεριλαμβανομένων και ημών, των ακριτών της ελληνικής διασποράς.

Η υποκρισία των πατέρων του ελληνικού έθνους, οσάκις κάνουν δημόσιες εκτιμήσεις «της ελληνικότητάς μας» και «της «αξίας μας» για το ελληνικό έθνος, τεκμηριώνεται από τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους.

Τελευταίο τεκμήριο της υποκρισίας των 300 της Βουλής των Ελλήνων είναι η ασχολίαστη απόφαση του Υπουργείου Παιδείας της γενέτειρας να αποσύρει από την Αυστραλία τους μισούς από τους αποσπασμένους εκπαιδευτικούς που στελεχώνουν πανεπιστημιακά τμήματα, ομογενειακά και κρατικά σχολεία και λειτουργούν ως «σύνδεσμοι» του ελλαδικού Υπουργείου Παιδείας με τα αντίστοιχα Υπουργεία των Πολιτειών της αυστραλιανής Κοινοπολιτείας, στις οποίες έχουν τοποθετηθεί (Ν.Κ. 20/01/11).

Σύντομα, ο αριθμός των αποσπασμένων εκπαιδευτικών που θα υπηρετούν στην Αυστραλία θα μειωθεί από 74 σε 40 περίπου. Αν λάβουμε υπόψη, ότι σήμερα στην Αυστραλία σπουδάζουν την ελληνική γλώσσα 45.000 παιδιά, το ελληνικό Κράτος θα μας διαθέτει έναν εκπαιδευτικό για κάθε χίλια παιδιά, περίπου.
Σε περιοχές της διασποράς με μικρότερο αριθμό σπουδαστών της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού ο αριθμός αποσπασμένων εκπαιδευτικών είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του αριθμού που θα υπηρετούν στην Αυστραλία. Κατά πάσα πιθανότητα, διότι οι Έλληνες πολίτες αυτών των περιοχών ψηφίζουν.

Πριν οι πατέρες του έθνους μας κατηγορήσουν για «αχαριστία», να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με στοιχεία των Γραφείων Συντονισμού Εκπαίδευσης, πριν η Ελλάδα φθάσει στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, διέθετε 9 εκ. δολάρια ετησίως για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στην Αυστραλία (Ν.Κ. 04/03/10).
Αν και δεν ήμουν ποτέ καλός στα μαθηματικά, υπολόγισα ότι το ελληνικό Κράτος διέθετε – τις ημέρες της οικονομικής ακμής του – 200 δολάρια ή 130 ευρώ, περίπου, για κάθε ένα από τους 45,000 Ελληνοαυστραλούς σπουδαστές της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού.
Αν κατανείμουμε την «επένδυση» αυτή στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Αυστραλίας (200.000 περίπου) αναλογούν 45 δολάρια ή 30 ευρώ, περίπου, σε κάθε Αυστραλό πολίτη ελληνικής καταγωγής.

Την ίδια περίοδο, το ελληνικό Κράτος διέθετε μεγαλύτερα ποσά για τις λειτουργικές δαπάνες και τις «δραστηριότητες» του θνησιγενούς Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, παρά τις διαμαρτυρίες κάθε εχέφρονος απόδημου Έλληνα για την αφαίμαξη της ελληνικής οικονομίας από τους «ταξιδιώτες» ΣΑΕτζήδες.
Χειρότερα, ακόμη, την περίοδο που το ελληνικό Κράτος ενίσχυε την ελληνομάθεια στην Αυστραλία με το σταγονόμετρο, οι γενικοί πρόξενοι της πατρίδας μας είχαν από μία σακούλα δολάρια έκαστος και τα μοίραζε άσκοπα σε συλλόγους-σφραγίδες – για «πατριωτικούς» λόγους.

Σήμερα, η ελληνική οικονομία δεν αντέχει «την υψηλή επένδυση» του παρελθόντος στην ελληνομάθεια. Σήμερα, που οι Έλληνες υποχρεώνονται από «τα αφεντικά» τους – εννοώ την τρόικα, στην οποία το Ελληνικό κράτος εκχώρησε τα κυριαρχικά δικαιώματά του – να σφίξουν τα ζωνάρια, το ξυράφι των περικοπών μπαίνει βαθιά και στις χορηγίες προς τον ακριτικό ελληνισμό της Αυστραλίας.

Η ελληνική οικονομία δεν θα σωθεί από την περικοπή των συμβολικών εκπαιδευτικών χορηγιών προς τον Ελληνισμό της Αυστραλίας. Τα χρήματα που διέθετε το ελληνικό Κράτος στους Έλληνες της πέμπτης ηπείρου, για να διατηρήσουμε την ελληνική ταυτότητά μας και να προωθήσουμε τη γλώσσας μας και τον πολιτισμό μας στον περίγυρό μας, είναι λιγότερα από την εβδομαδιαία επιδότηση των καφέδων των Ελλήνων πολιτικών στο κυλικείο της βουλής.
Η απόφαση της Αθήνας να παίξει εν ου παικτοίς, δηλαδή να πλήξει την ελληνομάθεια στην κρισιμότερη καμπή της πορείας μας – παραμονή των αποφάσεων του αυστραλιανού κράτους για τις γλώσσες που θα περιληφθούν στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών – συνιστά σοβαρή πρόκληση για τον Ελληνισμό της Αυστραλίας.

Ποια είναι η πρόκληση; Η χρηματοδότηση της Ελληνομάθειας από κοινοτικούς πόρους και μεγαλύτερη βοήθεια από την αυστραλιανή κυβέρνηση. Η οικονομική απεξάρτηση από την Ελλάδα.

Μπορούμε, κάλλιστα, να απεξαρτηθούμε από την Ελλάδα αν αξιοποιήσουμε τους δικούς μας πόρους και διεκδικήσουμε μεγαλύτερη βοήθεια από τις κυβερνήσεις της Αυστραλίας, κοινοπολιτειακή και πολιτειακές. Η χρηματοδότηση της ελληνομάθειας είναι εφικτή, αν ομονοήσουμε, ως ομογένεια, θέσουμε κοινούς στόχους και μεθοδεύσουμε κοινή στρατηγική υλοποίησης των στόχων μας.

Ως παράδειγμα, αναφέρω ότι η πανομογενειακή Επιτροπή Εορτασμού Εθνικής Επετείου Μελβούρνης τόλμησε, από ανάγκη, την αυτοχρηματοδότηση του μοναδικού εορτασμού της εθνικής μας επετείου στη μητρόπολη του ελληνισμού της Αυστραλίας και την πέτυχε.

Για άγνωστους λόγους, η πρώην κυβέρνηση Καραμανλή διέκοψε μία συμβολική βοήθεια ($5.000 περίπου) που έδινε στην Επιτροπή έναντι των εξόδων οργάνωσης του εορτασμού. Τα μέλη της Επιτροπής δεν πτοήθηκαν. Κινήθηκαν έγκαιρα και μεθοδικά και διασφάλισαν την αυτοχρηματοδότηση του ετήσιου εορτασμού της εθνικής μας επετείου.

Η αυτοχρηματοδότηση της ελλληνομάθειας απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια και ευρεία συναίνεση. Δεν είναι, ακατόρθωτη.
Ας το τολμήσουμε, για να δικαιούμαστε να καταγγέλλουμε την υποκρισία του εθνικού κέντρου και να χλευάζουμε τους πολιτικούς που θα τολμούν μελλοντικά να μας χαρακτηρίζουν, υποκριτικά, «υπερέλληνες».