Αδέλφια, σημασία δεν έχει τι κάνει η πατρίδα μας για μας, σημασία έχει τι θα κάνουμε εμείς για την πατρίδα μας, κατά την παραφρασμένη παρακαταθήκη του αείμνηστου προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι.

Λοιπόν, μεταξύ των θεμάτων που συζήτησε ο Αυστραλός υπουργός Εξωτερικών Κέβιν Ραντ, με την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας ήταν και το «ομόλογο αποδήμων», με το οποίον η Ελλάδα σχεδιάζει να δανειστεί από την ομογένεια 300 εκ. ευρώ – περίπου τετρακόσια εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας – και εκατοντάδες εκατομμύρια περισσότερα ευρώ από την υπόλοιπη διασπορά.

Δάνειο, λοιπόν, από τους απόδημους ζητά η ελληνική κυβέρνηση και, μάλιστα, χωρίς εγγυήσεις για την τύχη των χρημάτων των αποδήμων, αφού η ελληνική οικονομία δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο αναδιάρθρωσης του χρέους της, όπως λένε ευφημιστικά τη χρεοκοπία.

Περιμένετε καταιγισμό προσκλήσεων να συνεισφέρουμε για «τη σωτηρία» της ελληνικής οικονομίας, παρ’ ότι δεν ευθυνόμαστε για το χάλι της.
Κατ’ αρχήν, οι απόδημοι «δεν τα φάγαμε μαζί» με τους Έλληνες πολιτικούς, κατά την έκφραση του πάνσοφου αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης, Θεόδωρου Πάγκαλου. Εξαιρούνται, βέβαια, οι ομογενείς μας που βολεύτηκαν σε θεσούλες ελέω πράσινης ή γαλάζιας κομματικής ταυτότητας ή ελέω πελατειακής σχέσης με πολιτευτές, βουλευτές και υπουργούς των τόπων καταγωγής τους.

Οι Έλληνες της διασποράς – ιδιαίτερα όσοι ζούμε μόνιμα σε υπερπόντιες χώρες – νομιμοποιούμαστε να καταγγέλλουμε τους Έλληνες πολιτικούς συλλήβδην, ότι μαζί με τα λεφτά του ελληνικού λαούς έφαγαν και τα εμβάσματά μας, έφαγαν και το δικό μας μόχθο που σε τακτά χρονικά διαστήματα ή κατά περίσταση στέλναμε σε αγαπημένα μας πρόσωπα.

Δεύτερον, σε ποιους θα δώσουμε τα χρήματά μας και με ποιες εγγυήσεις; Τι άλλαξε στην Ελλάδα μετά τις τελευταίες εκλογές, που να εγγυάται τα χρήματά μας;
 Ο Γεώργιος Παπανδρέου είναι καλύτερος από τον προκάτοχό του Κώστα Καραμανλή ή ο κ. Σαμαράς αποτελεί μεγαλύτερη εγγύηση από τους προαναφερόμενους; Ο νυν διαχειριστής της ελληνικής οικονομίας, Γεώργιος Παπακωνσταντίνου, είναι καλύτερος από τον Τσοβόλα, τον Παπαντωνίου, τον Αλογοσκούφη ή τον Παπαθανασίου; Αστεία πράγματα. Παιδιά της ίδιας μάνας είναι, της ανεύθυνης ελληνικής πολιτικής, λάτρεις της οικονομίας της αγοράς, του ρουσφετιού και της ρεμούλας.

Τα ονόματα και οι καιροί διαφέρουν, μόνο. Δεν υπάρχει αξιοσημείωτη ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους, που να ενθαρρύνει και να εγγυάται επενδύσεις από τους απόδημους στην ελληνική οικονομία.
Δεν είμαστε, δα, και τόσο χαζοί να επενδύσουμε στην ελληνική οικονομία σε περίοδο που οι Έλληνες του εσωτερικού φυγαδεύουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να μην τα χάσουν.

Τρίτον, «χρήματα υπάρχουν» άκουσα τον κ. Παπανδρέου να υποστηρίζει επίμονα κατά την προεκλογική περίοδο. Τι έγιναν τα χρήματα αυτά; Ποιος τα έφαγε κ. Πάγκαλε; Και μπορούμε να εμπιστευόμαστε την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που προεκλογικά μας έλεγε «υπάρχουν χρήματα» και μετεκλογικά δηλώνει «δεν υπάρχει σάλιο στα ταμεία» – βλέπε δήλωση του υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου.

Τέταρτον, οι νέες γενιές των αποδήμων γιατί να επενδύσουν στη δανειοσυντήρητη ελληνική οικονομία; Με ποιες προϋποθέσεις και προοπτικές; Η σύγχρονη Ελλάδα δεν παράγει ούτε οδοντογλυφίδες. Ακόμη και σκόρδα εισάγει η γενέτειρά μας από το εξωτερικό.

Η σχέση των περισσοτέρων αποδήμων δεύτερης, τρίτης, τέταρτης γενιάς είναι, καθαρά, τουριστική. Απολαμβάνουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα, αλλά δεν επιδιώκουν οικονομικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς με τη γενέτειρα των γονέων τους – πάντα με κάποιες εξαιρέσεις.
Θα έλεγα, ότι οι νέες γενιές των Ελλήνων κόβουν τους οικονομικούς δεσμούς με την Ελλάδα, δεν τους διατηρούν, ούτε τους ενισχύουν. Πωλούν περιουσιακά στοιχεία, που κληρονομούν από τους γονείς τους, μεταφέρουν και αξιοποιούν τα χρήματα που εισπράττουν από τις πωλήσεις στις ευνομούμενες χώρες που διαμένουν μόνιμα με μεγαλύτερες αποδόσεις και εγγυήσεις.

Ο συναισθηματισμός λειτουργεί αποδοτικά στο «Μακεδονικό», στο Κυπριακό, το Βορειοηπειρωτικό ή τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, επειδή έχουμε, οι περισσότεροι, πείσει τα παιδιά μας ότι οι Σκοπιανοί, οι Αλβανοί, οι Τούρκοι σφετερίζονται ελληνικά εδάφη, την ελληνική ιστορία, την ελληνική γλώσσα τον ελληνικό πολιτισμό.
Ο συναισθηματισμός παύει να επηρεάζει τις νέες γενιές, όταν η σχέση αγγίζει το πορτοφόλι και το οικονομικό μέλλον τους, όχι αδικαιολόγητα. Ρωτήστε επιτυχημένους επιχειρηματίες της Αυστραλίας – μέλη του HACCI και του BHF – αν ενδιαφέρονται να αγοράσουν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ή να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία. Εννοώ τους επιτυχημένους Ελληνοαυστραλούς επιχειρηματίες και επιστήμονες, που κοπίασαν να ετοιμάσουν και να παρουσιάσουν – στα Παγκόσμια Συνέδρια του ΣΑΕ – εμπεριστατωμένα σχέδια επενδύσεων στην Ελλάδα, τα οποία κατέληξαν, δυστυχώς, στους κάδους απορριμμάτων των αρμόδιων υπουργείων, μόλις έληξαν οι εργασίες των παγκόσμιων συνάξεων των αποδήμων.

Στη δεκαετία του ’70 οι Έλληνες της Αυστραλίας ανταποκρίθηκαν γενναιόδωρα στον έρανο για τις ένοπλες δυνάμεις της γενέτειρας, διότι ο δεσμός με την Ελλάδα ήταν ισχυρός, το όνειρο του επαναπατρισμού ζωντανό και οι απειλές από τους «καλούς» γείτονές μας άμεσες.

Σήμερα, έχει χαλαρώσει ο δεσμός της πρώτης γενιάς με την Ελλάδα, το όνειρο του επαναπατρισμού έχει ξεφτίσει, αν όχι πεθάνει, και η συμπεριφορά των κακών γειτόνων μας ελέγχεται από τους αμυντικούς και πολιτικούς συνασπισμούς (NATO και Ενωμένη Ευρώπη) στους οποίους έχει ενταχθεί η Ελλάδα.
Γιατί, λοιπόν, να αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Κράτους ο Έλληνας της Αυστραλίας που βρίσκεται στο λυκόφως του βίου του, έχει συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου στη θετή του πατρίδα και πιστεύει ακράδαντα, ότι οφείλει να διαθέσει το βιός του στα παιδιά του, όχι στους αδηφάγους Έλληνες πολιτικούς.
Γιατί να επενδύσουν οι απόδημοι και τα παιδιά τους στην ελληνική οικονομία, με κίνδυνο να πάρουν τα χρήματά τους πίσω κολοβά, όπως θα πάρουν, όποτε τα πάρουν, οι Έλληνες συνταξιούχοι τη σύνταξη και το εφάπαξ τους;

Γιατί να ενισχύσουν οι απόδημοι Έλληνες τους τοκογλύφους της Ευρώπης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που με το πρόσχημα «της σωτηρίας» των αδυνάτων ακυρώνουν καθημερινά κεκτημένα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών και τρέφουν τα μερίσματα των επενδυτών τους με το υστέρημα των άμοιρων βιοπαλαιστών της Ενωμένης Ευρώπης;

Φοβάμαι, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα εισπράξει από τους αποδήμους, όσα εισέπραξε το «ταμείο σωτηρίας» της Ελλάδας, που ίδρυσε πομπωδώς ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Φίλιππος Πετσάλνικος, δηλαδή πενταροδεκάρες.

Σε τελευταία ανάλυση, «χρήματα υπάρχουν» γιατί να δώσουμε;