Το Αυστραλιανό Ελληνικό Συμβούλιο εκφράζει την ικανοποίησή του για την τελική ένταξη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας της Αυστραλίας, αλλά και κάποιους προβληματισμούς του.

Η ελληνική γλώσσα θα ενταχτεί, τελικά στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας, στην τρίτη φάση της εμπέδωσης του Προγράμματος, μαζί με την Αραβική και τη Βιετναμέζικη. Το ότι έχει ενταχθεί στο Εθνικό Πρόγραμμα διδασκαλίας με τις άλλες εννέα και, βέβαια, στις λεγόμενες Αυστραλιανές Γλώσσες, δηλαδή τις διάφορες διαλέκτους των γλωσσών των ιθαγενών, αποτελεί «κεκτημένο» αναφαίρετο και αναλλοίωτο δικαίωμα του ελληνισμού, από το 1986, όταν διαμορφώθηκε η Αυστραλιανή Εθνική Πολιτική για τις Γλώσσες και η ελληνική γλώσσα αποτελούσε μια από τις εννέα προστατευόμενες τότε γλώσσες εκτός της Αγγλικής.
Μέχρι τώρα η ιταλική, η ελληνική και η αραβική θεωρούνταν «κοινοτικές» γλώσσες. Τώρα η αραβική θεωρήθηκε γλώσσα οικονομικής σημασίας, η ιταλική γλώσσα ευρείας μάθησης και η ελληνική κύρια οικόλεκτος στην Αυστραλία.

Βέβαια, μαζί με τα περί οικολέκτου της ελληνικής, οι ειδικοί της αρμόδιας αυστραλιανής επιτροπής ΑΚΑΡΑ πρόσθεσαν και δύο επιπλέον επιχειρήματα-κριτήρια για την επιλογή και ένταξή της (α) το ότι είναι γλώσσα πολιτισμού και (β) «παγκόσμια γλώσσα, αλλά και κλασική γλώσσα».
Επίσης, η ένταξη της ελληνικής στο Εθνικό Πρόγραμμα διδασκαλίας της Αυστραλίας πληροί όλες τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που διαμόρφωσαν οι ειδικοί της ΑΚΑΡΑ ήτοι είναι γλώσσα παγκόσμιας σπουδαιότητας, είναι γλώσσα ευρείας μάθησης, γλώσσα με οικονομική σημασία για την Αυστραλία, και γλώσσα που υποστηρίζεται από τη βάση των χρηστών της.

Επίσης, στα θετικά κριτήρια επιλογής της ελληνικής θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής δεδομένα που απορρέουν από το κείμενο του Μνημονίου της ΑΚΑΡΑ:
• Η ελληνική περισσότερο από την Ιταλική είναι γλώσσα που εκμαθαίνεται ως πρώτη (μητρική), αλλά και ως δεύτερη γλώσσα και ως ξένη γλώσσα.
• Είναι δημοφιλής ως οικόλεκτος, αλλά και ως δεύτερη γλώσσα
• Eίναι γλώσσα πολιτισμού και επομένως γλώσσα διατηρητέα [language of ‘heritage’ ecology]

Τα μειονεκτήματα που απορρέουν από το κείμενο του Μνημονίου της ΑΚΑΡΑ, σύμφωνα με το Αυστραλιανό Ελληνικό Συμβούλιο είναι τα εξής:
* Οι ώρες διδασκαλίας είναι σχετικά ανεπαρκείς για την επαρκή, συστηματική και αποτελεσματική εκμάθησή της. Κοινωνιολόγοι και γλωσσολόγοι θεωρούν ότι απαιτούνται τουλάχιστον 2.300 ώρες για την εκμάθηση της Ελληνικής, έναντι των 1600 της Ιταλικής, για παράδειγμα. Επομένως η διδασκαλία της Ελληνικής μέχρι και 400 ώρες στο δημοτικό και άλλες 320 μέχρι και το 10 έτος (ήτοι κατά μέσο όρο δύο ώρες την εβδομάδα), αποτελούν ουσιαστικά το 1/3 του ιδανικού αριθμού ωρών διδασκαλίας για την εκμάθηση της ελληνικής.

Σύμφωνα με τις κείμενο της ΑΚΑΡΑ, οι μαθητές της ελληνικής, όπως και κάθε άλλης γλώσσας ενταγμένης στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας, θα πρέπει να αποκτήσουν στο διάστημα της φοίτησής τους επάρκεια της γραμματικής, των κειμενολογικών και λειτουργικών γνώσεων, του κοινωνιογλωσσικού χειρισμού, των επικοινωνιακών δεξιοτήτων που σχετίζονται τόσο με τον προφορικό όσο και με το γραπτό λόγο. Η επάρκεια αυτή δεν είναι δυνατόν να ρυθμιστεί και να αποδώσει στο πλαίσιο του συγκεκριμένου αριθμού των ωρών διδασκαλίας που προτείνει η ΑΚΑΡΑ, όταν στην περίπτωση των σπουδαστών της ελληνικής βρισκόμαστε ήδη διάγουμε στην τρίτη και τέταρτη γενιά.

Η ΑΚΑΡΑ προτείνει – σωστά και δικαιολογημένα – ότι για τις γλώσσες που εντάσσονται θα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί προϋποθέσεις άνετης και επαρκούς δεξαμενής από την οποία να αντλούνται δάσκαλοι και καθηγητές της Ελληνικής με δεξιότητες, ταλέντο και επαρκείς γνώσεις της ελληνικής.
«Δυστυχώς», αναφέρει το Αυστραλιανό Ελληνικό Συμβούλιο, «επί του παρόντος δεν έχουμε τις προϋποθέσεις αυτές, διότι δεν έχουμε φροντίσει να ενισχύσουμε τα Τμήματα Νεοελληνικών στα Πανεπιστήμια ούτε και τις ειδικές Σχολές Εκπαίδευσης των Πανεπιστημίων μας. Επομένως, πάσχουμε από έλλειψη τέτοιων ελληνοδασκάλων που θα μπορέσουν να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις που απαιτεί το Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας και στα χρόνια που θα έρθουν θα πρέπει να δοθεί ειδική έμφαση και προτεραιότητα στην ανάδειξη ελληνοδασκάλων με επάρκεια στην ελληνική, με την ίδια θέρμη που η ομογένεια αγωνίστηκε για να ενταχθούν τα Ελληνικά στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας».

Στο κείμενό της η ΑΚΑΡΑ ζητά, επίσης, να υπάρχουν προϋποθέσεις κατάλληλων και επαρκών εργαλείων διδασκαλίας και μάθησης, όχι μόνον έντυπου, αλλά και ηλεκτρονικού διδασκαλικού υλικού.

Εδώ η ομογένεια θα πρέπει να στηριχθεί στο Πρόγραμμα Παιδείας Ομογενών που διευθύνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το οποίο διαθέτει ή αναπροσαρμόζει το υλικό διδασκαλίας και μάθησης στα νέα δεδομένα και στις νέες απαιτήσεις, με έντυπο, ηλεκτρονικό και ψηφιακό υλικό.

Το Αυστραλιανό Ελληνικό Συμβούλιο φρονεί ότι η ένταξη της ελληνικής στο τρίτο στάδιο δεν είναι ικανοποιητική και μεθοδεύει ειδική μελέτη που θα απαντά στο κείμενο της ΑΚΑΡΑ και θα ζητά να αναθεωρηθεί η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση της ελληνικής. Θα υποβληθούν επιπρόσθετα δεδομένα που χαρακτηρίζουν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής έναντι άλλων γλωσσών που έλαβαν θετικότερη χρονική προτεραιότητα εμπέδωσής τους στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας.

 Τέλος, το Συμβούλιο συγχαίρει όλους όσους αγωνίστηκαν προς την κατεύθυνση αυτή και ιδιαίτερα  τον ομοσπονδιακό γερουσιαστή, κ. Νίκο Ξενοφώντα και τους ομοσπονδιακούς βουλευτές μας, κ.κ. Στηβ Γεωργανά, Μαρία Βαμβακινού και Σοφία Μιραμπέλλα, καθώς και όλους τους πολιτικούς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Συμβουλίου και ένωσαν τις προσπάθειές τους, ώστε να έχει θετική έκβαση η ομογενειακή αυτή προσπάθεια. Ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνει και προς τις ελληνικές διπλωματικές  Αρχές και στο σύμβουλο Εκπαίδευσης, Δρ. Χάρη Λαδόπουλο για την αμέριστη συμπαράστασή τους να στηρίξουν την προσπάθεια που ξεκίνησε το Αυστραλιανό Ελληνικό Συμβούλιο. Τέλος, ευχαριστεί θερμά τον ελληνόφωνο Τύπο, τα μέσα ευρείας ενημέρωσης, τους ομογενειακούς οργανισμούς και τους εκπαιδευτικούς που αγωνίστηκαν, ώστε να στεφτεί με επιτυχία ένας κοινός αγώνας, στο οποίον νικητής αναδεικνύεται η ελληνομάθεια.