Ανεφάρμοστη και ανεπιτυχής είναι στην πράξη η κεϋνσιανή οικονομική θεωρία, καθώς «απέτυχε να προβλέψει, να αποτρέψει ή να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που σημειώθηκε ύστερα από μια μακρά μεταπολεμική ευμάρεια, αναφέρει άρθρο της Canberra Times.

Σύμφωνα με τον Νομπελίστα οικονομολόγο Paul Krugman, πιο επίκαιρη από ποτέ, η θεωρία του Keyns για τα δημόσια οικονομικά επιβεβαιώθηκε περίτρανα όταν οι ΗΠΑ και η Κίνα προήγαν τις δημόσιες δαπάνες και τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, κυρίως για την κάλυψη των ελλειμμάτων των τραπεζών, ως μέσο αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι βασικές αρχές της εν λόγω θεωρίας εφαρμόστηκαν κατά περίπτωση και από άλλες χώρες, ενώ αντίθετα, σύμφωνα με τον αναλυτή, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήταν που οδήγησαν αναπόδραστα στην οικονομική ύφεση και τελικά στην κρίση.

Οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες διαχύθηκαν σε όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής με απώτερο σκοπό να διατηρηθεί η ζήτηση σε υψηλά επίπεδα. Και, ως βραχυπρόθεσμο μέτρο, ήταν όντως αποτελεσματικό, ιδίως για τις οικονομικά ισχυρές χώρες, αν ληφθεί υπόψη ότι συνέπεια αυτής της πρακτικής είναι η μείωση του κέρδους. Βέβαια, η μείωση του κέρδους αντιμετωπίστηκε με διαφορετικούς τρόπους από τις επιχειρήσεις, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, με φυσικό επακόλουθο την αναδιανομή του πλούτου και την κερδοσκοπία. Αυτοί οι παράγοντες σε συνδυασμό με το χαλαρό κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τον τραπεζικό τομέα και τους αδυσώπητους κανόνες των κεφαλαιαγορών οδήγησαν, κατά το άρθρο, στη σημερινή οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η κατάσταση, όπως περιγράφεται, αντιμετωπίστηκε ποικιλοτρόπως όπως με μειώσεις στους μισθούς και στις δημόσιες δαπάνες. Στην αρχή, τουλάχιστον, σημειώνει η ανάλυση, πολιτικοί όπως ο Αυστραλός πρών πρωθυπουργός κ. Ραντ, ο επίσης πρώην Βρετανός πρωθυπουργός κ. Μπράουν και ο Έλληνας κ. Παπανδρέου, έτειναν να εφαρμόζουν την κεϋνσιανή θεωρία, ενώ πιο αυστηρή πολιτική εφάρμοζαν η Γερμανίδα Καγκελάριος κα Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος κ. Σαρκοζί και ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης της Αυστραλίας κ. Άμποτ.

Ειδικότερα για την περίπτωση της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, η πρακτική των δημοσίων δαπανών για την ενίσχυση της κινητικότητας των κεφαλαίων απεδείχθη άκρως ανεπιτυχής, στον βαθμό που οι εν λόγω χώρες θεωρούνται «αναξιόπιστες» από τους διεθνείς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Στον αντίποδα, βρίσκονται οι προσπάθειες της Πρωθυπουργού της Αυστραλίας κ. Γκίλαρντ, για την οποία η μείωση του ελλείμματος θεωρείται «ζήτημα τιμής και αξιοπιστίας στα μάτια των ψηφοφόρων».

Η ανάλυση καταλήγει ότι, σε ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πρακτικών, «το κέρδος στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο προέρχεται από την εκμετάλλευση της εργασίας», εξ ού οι περικοπές των δαπανών των κοινωνικών παροχών και των μισθών στον ανεπτυγμένο κόσμο και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Διαπιστώνεται, λοιπόν, το «οριστικό τέλος του οράματος του Κέυνς και των νεοφιλελεύθερων ιδεών».