Ο Χένρι Λους, εκδότης του αμερικανικού περιοδικού «Τime», σε άρθρο του το 1941 προέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ)να εγκαταλείψουν την πολιτική απομονωτισμού που ακολουθούσαν μέχρι τότε, και να πάρουν μέρος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών, και να δημιουργήσουν τον «πρώτο μεγάλο αμερικανικό αιώνα».

Πράγματι, με τη λήξη του πολέμου το 1945 οι Ηνωμένες Πολιτείες αντικατέστησαν την Μεγάλη Βρετανία ως την μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη, και η περίοδος που ακολούθησε έγινε γνωστή ως Ρax Αmericana, με άλλα λόγια Αμερικανική Ειρήνη.

Αναμφισβήτητα, ο 21ος αιώνας ξεκίνησε αμερικανικός• το ερώτημα όμως είναι για πόσο ακόμη θα διαρκέσει με αυτόν τον επιθετικό προσδιορισμό. Μάλλον «λειψός» θα είναι ο «αμερικανικός αιώνας» που άρχισε το 1945, αφού είναι αμφίβολο ότι θα κρατήσει εκατό χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2045.
Δεδομένου ότι ο αμερικανικός αιώνας άρχισε μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, το ερώτημα είναι αν ο αιώνας μιας άλλης δύναμης, ας πούμε της Κίνας, που είναι η πιο πιθανή διάδοχος των ΗΠΑ, θα αρχίσει μετά τη λήξη ενός νέου Παγκόσμιου Πολέμου. Και αυτό γιατί πολλοί πιστεύουν πως κανένας Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα ανεχθεί την ταπείνωση να χάσει τον τίτλο του «πλανητάρχη» χωρίς να δώσει μάχη.

Τα τελευταία χρόνια πολλά είναι τα σημεία που προοιωνίζουν τον σταδιακό περιορισμό της αμερικανικής ισχύος, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, κάνει πολλούς να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το αμερικανικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο μέχρι πρόσφατα αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση.

Ο σκεπτικισμός αυτός ενισχύεται και από τις εικόνες χιλιάδων πολιτών που περιμένουν στις ουρές διανομής φαγητού στους φτωχούς σε αμερικανικές μεγαλουπόλεις, οι οποίες σκηνές είναι ανάλογες της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης του 1929-1930.

Σύμφωνα με πρόσφατη απογραφή, το 15%, δηλαδή περισσότεροι από 45 εκατομμύρια ή ένας στους επτά Αμερικανούς, ζει κάτω από το επίπεδο της φτώχειας, που ορίζεται στα 22.000 δολάρια το χρόνο για μια τετραμελή οικογένεια.

Ο Γιάνους Μπουγκάισκι, μέλος του Center for Strategic and International Studies των ΗΠΑ, σε άρθρο του με τίτλο «Όλοι οι πόλοι δεν είναι ίσοι ούτε θα φτάσουν την Αμερική», το οποίο αναδημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (5/9/2010), εξέφρασε τις ακόλουθες απόψεις:
«Εκατό χρόνια είναι πολύς καιρός. Δεν θέλω να διακινδυνεύσω προβλέψεις, όμως κατά πάσα πιθανότητα στα επόμενα 10-20 χρόνια η Αμερική θα συνεχίσει να είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική, διπλωματική και ίσως οικονομική δύναμη. Αλλά δεν ισχύει πια ό,τι ίσχυε πριν από 10 χρόνια, όταν διέθετε το μονοπώλιο της δύναμης.
{…} Στρατιωτικά είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσει κάποιος τις ΗΠΑ, όμως δεν πιστεύω ότι η Αμερική θα παραμείνει στο μέλλον όσο ικανή και πρόθυμη είναι σήμερα να διεξάγει πολέμους που δεν έχουν την παγκόσμια υποστήριξη. Θεωρώ ότι ακόμη και η στρατιωτική ικανότητα της Αμερικής θα περιοριστεί κάπως, όχι όμως στο σημείο που θα την ξεπεράσει κάποια άλλη χώρα».

Εδώ ας θυμηθούμε τα λόγια του Αμερικανού Προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, σε ομιλία του τον Μάρτιο του 2010:
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βγουν, τελικά, νικήτριες στη μάχη της παραγωγικότητας με την Κίνα και θα παραμείνουν παγκόσμια ηγετική δύναμη στον 21ο αιώνα».
Όμως, δύο ημέρες αργότερα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Γιανγκ Ζιετσί, διατύπωσε ως ακολούθως την αντίληψή του για τον ηγετικό ρόλο της χώρας του:
«Είμαστε το ένα πέμπτο της ανθρωπότητας. Το λέω με ταπεινότητα, αλλά πιστεύω ότι η Κίνα δικαιούται να ακούγεται όταν τίθεται επί τάπητος το ερώτημα με ποιον τρόπο πρέπει να διευθύνεται ο κόσμος». Αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή, 3/4/2010.

ΚΡΑΤΑ ΜΕ ΝΑ ΣΕ ΚΡΑΤΩ, Ν’ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΤΟ ΒΟΥΝΟ

Τα λόγια του Υπουργού Εξωτερικών της Κίνας προσλαμβάνουν ιδιαίτερη βαρύτητα όταν συγκριθούν με τη συμβουλή του ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Μάο Τσετούγκ, η χώρα του «να κρύβει τις φιλοδοξίες και να καμουφλάρει τα νύχια της» μέχρι να εδραιωθεί ως παγκόσμια δύναμη.
Με άλλα λόγια, η Κίνα σήμερα δεν αισθάνεται την ανάγκη να κρύβει τα νύχια της, προφανώς έχοντας αυτοπεποίθηση στην ικανότητά της να υπερασπίσει τα συμφέροντά της, και να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην διεθνή πολιτική.

Προφητικά ήταν τα λόγια του Theodore Roosevelt (Θεόδωρου Ρούζβελτ), Πρόεδρου των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1901-1909, που λέχθηκαν πριν από εκατό χρόνια: «Η ιστορία μας θα καθοριστεί περισσότερο από τη μελλοντική θέση μας στον Ειρηνικό έναντι της Κίνας, παρά από εκείνη στον Ατλαντικό έναντι της Ευρώπης».
Ο Ρούζβελτ ήταν ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος που κατανόησε ότι η ισχύς των ΗΠΑ επέβαλε την εγκατάλειψη της πολιτικής του απομονωτισμού που ακολουθούσαν μέχρι τότε, και που συνέχισαν να ακολουθούν μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου οι Αμερικανοί θεωρούσαν ως τον κυριότερο αντίπαλό τους τη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε αναδειχθεί σε μεγάλη στρατιωτική δύναμη, πριν από την κατάρρευσή της το 1989.

Η Κίνα, με τον οικονομικό δυναμισμό που επιδεικνύει τα τελευταία χρόνια, έχει καταστεί πιο επικίνδυνος αντίπαλος των ΗΠΑ από την πρώην Σοβιετική Ένωση, όχι στον τομέα της στρατιωτικής ισχύος, αλλά στην οικονομία, στην τεχνολογία και στη διπλωματία.
Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη πηγή αμερικανικών εισαγωγών, οι οποίες σε ένα χρόνο της αποφέρουν εμπορικό πλεόνασμα πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια Αμερικής.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Κίνα έχει στην κατοχή της το 22% των ομολόγων του αμερικανικού δημόσιου χρέους, η αξία των οποίων πλησιάζει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.

Δεδομένου όμως ότι η ανάπτυξη της Κίνας εξαρτάται κυρίως από τις εξαγωγές των προϊόντων της, αφού η εσωτερική ζήτηση είναι μικρή, λόγω των χαμηλών ημερομισθίων, η δραστική μείωση της ζήτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα είχε άμεση επίπτωση στο εξωτερικό εμπόριο της Κίνας.
Ως εκ τούτου, είναι για το ίδιον συμφέρον της Κίνας να συνεχίζει να στηρίζει οικονομικά τις ΗΠΑ, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό εκ πρώτης όψεως. Βοηθάει τις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να βοηθηθεί η ίδια.

Από την πλευρά τους και οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν την κατάρρευση της οικονομίας της Κίνας, γιατί το 25% των εξαγωγών τους προορίζονται για την κινεζική αγορά, αλλά και γιατί μια εύρωστη οικονομικά Κίνα θα συνεχίσει να αγοράζει τα αμερικανικά ομόλογα, με τα οποία καλύπτεται μέρος του δημοσιονομικού ελλείμματος των ΗΠΑ.
Σε αλληλεξάρτηση, λοιπόν, βρίσκονται οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της εποχής μας, παρά τις τεράστιες πολιτικές και πολιτισμικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών.

Το τι μπορεί να συμβεί σε μια δεκαετία, όταν με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης οι οικονομικοί αναλυτές υπολογίζουν πως η Κίνα θα υποσκελίσει τις ΗΠΑ στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομίας, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς. Ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι την οικονομική ανάπτυξη θα ακολουθήσει και η στρατιωτική ισχύς.

Στην περίπτωσή τους επαληθεύεται η λαϊκή ρήση: «Κράτα με να σε κρατώ, ν’ ανεβούμε το βουνό». Μέχρι που, σε κάποια καμπή, σε μέρος που χάσκει κάτω ο γκρεμός, η μια χώρα δώσει μια σπρωξιά στην άλλη, και συνεχίσει από μόνη της την ανάβαση.
Γιατί στην κορυφή του βουνού υπάρχει θρόνος μόνο για έναν Πλανητάρχη…