Ξεκίνησα να πάω στην πόλη, να πληρώσω κάτι λογαριασμούς και να κάνω μερικές μικροδουλειές που αναβολή δεν έπαιρναν και που δεν μπορούσα να τις… μετακομίσω στα προάστια.

Για να πω τη μαύρη αλήθεια, ο Θεός σιχάθηκε εμένα κι’ εγώ το… City. Μη με ρωτήσετε γιατί. Δεν ξέρω.
Όταν ολοκλήρωσα την… ψυχοφθόρα αποστολή μου, εκάθησα σ’ ένα καφενεδάκι, κοντά στη βιβλιοθήκη τη λεγόμενη και βιβλιοθήκη της πολιτείας, να πιω ένα καφέ και να χαζέψω το πλήθος που, για κάποιους λόγους, μου φαινόταν περίεργο, ανόμοιο και πρωτόγνωρο.

Στο διπλανό κάθισμα ήρθε και κάθισε ένα περιστέρι. Άρχισα να του μιλάω. «Κοίταξε να δεις, αν είσαι η ψυχή της μάνας μου έχω δύο λόγια να σου πω, παραγγελία να σου δώσω. Όταν τη βρεις στις καλές της πες της πως κουράσθηκα, βαρέθηκα και πολύ έχω στεναχωρηθεί με όσα γίνονται τριγύρω και με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Να τις θυμίσεις πως ζουν εκεί τα εγγόνια της και τα δισέγγονά της που δεν τα γνώρισε ποτέ».

– Δεν τα γνώρισε όσο ζούσε γιατί πέθανε νωρίς, αλλά τα ξέρει. Όλα τα ξέρουν, όλα τα μαθαίνουν όσοι ζουν εκεί επάνω ή εκεί κάτω.
Δεν ξέρω αν τα περιστέρια έχουν ανθρώπινη λαλιά αλλά εγώ, ότι και να μου πείτε, το άκουσα να μουρμουρίζει και να μου απαντάει.

Πετάχτηκε να τσιμπήσει ένα ψίχουλο από κάτω και ξαναγύρισε στο διπλανό κάθισμα και χάζευε κι’ αυτό το πολύβοο και… πολύχρωμο πλήθος.
«Τι γνώμη έχεις για το επάγγελμα αυτών που ασχολούνται με το τατουάζ; Λεω τώρα στα γεράματα να ανοίξω μια αλυσίδα καταστημάτων αυτού του είδους. Όπου και να γυρίσει το μάτι σου τατουάζ βλέπεις. Άνδρες, γυναίκες, πιτσιρίκια, μικροί και μεγάλοι είναι ζωγραφισμένοι. Κροκόδειλους, γάτες, δράκους ότι σκεφτείς και ότι υπάρχει στην εγκυκλοπαίδεια το βλέπεις ζωγραφισμένο. Πότε σε χέρι, πότε σε πόδι, άλλοτε σε μπούτι, σε γάμπα, σε μέση, στη σπάλα και σε άλλα… απόκρυφα μέρη, σε μύτη σε φτέρνα και στο ρουθούνι. Θα πρωτοτυπήσω. Θα ανοίξω ειδικό μαγαζί τατουάζ για Έλληνες. Θα ζωγραφίζω τον Παρθενώνα, Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και άλλες ομάδες, φύλλα ελιάς, λουκούμια, κύματα, περιστέρια και ότι άλλο ελληνικό φανταστείς. Τι λες να το ρισκάρω με μια αλυσίδα καταστημάτων;»
– Κοίτα τη στραβομάρα σου, άφησε τα περιστέρια ήσυχα και μην ξεχνάς πόσο χρονών είσαι.

Το κοίταξα άγρια και ήμουνα έτοιμος να του κάνω παρατήρηση για τη συμπεριφορά του, αλλά είχε «καρφώσει» άλλο ψίχουλο και με αγνόησε.
«Τι γνώμη έχεις για τους οδηγούς ταξί που προέρχονται από τις Ινδίες; Δουλεύουν με το σαρίκι στο κεφάλι και μόλις μπεις στο ταξί του έχει και μουσική με πολύ κλάμα, σαν εκείνο το … δικό μας τραγουδάκι που έλεγε: «καρδιά μου καημένη πως βαστάς και δε ραγίζεις στον ψεύτη ντουνιά τόση απονιά που αντικρίζεις. Πολλοί Έλληνες υπήρξαν, στο παρελθόν, οδηγοί ταξί. Είδες κανέναν να οδηγεί με φουστανέλα; Έβαζαν χαμηλά το κασετόφωνο με λίγο… κλάμα από Καζαντζίδη και πόνο από Πόλυ Πάνου, αλλά διακριτικά. Σωστά δεν τα λεω;

– Μόνο κριτική ξέρεις να κάνεις; Ξεχνάς ότι αλλάξανε οι καιροί; Αιθεροβάμων έχεις καταντήσει. Χειρότερος από τους Αιγυπτίους έγινες. Εκείνοι μόλις έφυγε ο έτσι, άρχισαν να πιστεύουν πως σε μερικούς μήνες θα έχουν Δημοκρατία Αθηναϊκής μορφής. Με απογοητεύεις.

«Καλά. Τσίμπα κανένα ψίχουλο ακόμη και έλα να σε ρωτήσω για κάτι που πιστεύω πως θα συμφωνήσεις μαζί μου. Παρακολούθησε τις κοπέλες που περνάνε από μπροστά μας. Κοίταξε ντύσιμο. Μίνι φούστα η δεσποινίς η καλλίγραμμη και την τραβάει συνέχεια προς τα κάτω λες και δεν ήξερε το μέγεθός της όταν τη φόρεσε το πρωί. Η άλλη τι σου λεει. Φόρεσε τη φανέλα του αδελφού της από μέσα και από πάνω το κομπινεζόν της μαμάς της και βγήκε σιργιάνι στην πόλη.  Αμ’ ετούτη η ευτραφής, η ευτραφέστατη, τι το ήθελε το σορτ; Αυτός ο νεαρός με τη φούστα πως σου φαίνεται; Γιατί δεν μιλάς; Σου αρέσει ο κρίκος που έχει στη μύτη η κοπελιά; Σου αρέσει το ξεχτένιστο χτένισμα του νεαρού; Το μαλλί της δεσποινίδος που είναι δίχρωμο; Γιατί δε μιλάς;

-Τι να σου πω; Περιορίζομαι να σου πω πως είσαι ένας ψωνισμένος παλαιολιθικός. Πολύ θα λυπηθεί η μάνα σου αν της πω τα χάλια που έχεις.
 Ετοιμάστηκα να του απαντήσω, σκληρά, να το βάλω στη θέση του, να του πω πως έχει ξεχάσει τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. Αν και ψυχούλα που θα έπρεπε να είναι ανεκτική, συγκαταβατική γεμάτη αγάπη και συμπόνια, είναι σκληρή σαν τις ψυχές της…«Τρόικας». Ξαφνικά ένας σοβαρός κύριος, μικρός, στην ηλικία μου, με πλησίασε και χαμογελώντας είπε:

-Σας συγχαίρω. Έχετε καταφέρει να μιλάτε μόνος σας και έξω. Μιλάω και εγώ μόνος μου, αλλά μόνο στο σπίτι. Μου αντιμιλά ο εαυτός μου αλλά τον βάζω στη θέση του και πολύ γρήγορα καταλαβαίνει με ποίον έχει να κάνει. Εσείς τόση ώρα μιλάτε στη διπλανή καρέκλα, που κάθεται ο άλλος εαυτός σας, χειρονομώντας και προσπαθείτε να του εξηγήσετε. Πιστέψτε με τελικά χάρηκα γιατί πιστεύω πως συμφώνησε με τις απόψεις σας. Εγώ πάντως όταν ρώτησα τον γιατρό μου για αυτά τα συμπτώματα μου είπε πως στην εποχή που ζούμε όλα δικαιολογούνται και να μην ανησυχώ.
Περαστικά σας. Μην ανησυχείτε δεν είναι τίποτα σοβαρό. Ελαφριά την έχετε αρπάξει.