Το προεδρείο του ΣΑΕ Ωκεανίας με εγκαλεί για το σχόλιο μου με τίτλο «Από την πόλη έρχεται… το ΣΑΕ Ωκεανίας» (Νέος Κόσμος,12/2/2011).

Για όσους δεν διάβασαν το προαναφερόμενο σχόλιο αφορούσε εκτίμηση του ΣΑΕ Ωκεανίας, που περιλαμβανόταν σε παράγραφο ανακοίνωσής του (Ν.Κ., 3/2/2011) ότι «στην πραγματικότητα δεν υπήρξε καμία συντονισμένη κίνηση και από κανέναν να αποκλειστεί η Ελληνική από το Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών…»
 Διαφώνησα με την εκτίμηση του ΣΑΕ Ωκεανίας και παρέθεσα τους λόγους για τους οποίους η ελληνική γλώσσα κινδύνευε να μείνει εκτός του Εθνικού Προγράμματος, μαζί με την επισήμανση   ότι έπονται τα δύσκολα για τη γλώσσα μας.

 Σεβόμενος το δικαίωμα του προεδρείου του περιφερειακού σώματος του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού να αντιπαρατεθεί, δεν θα σχολίαζα την απάντηση που φέρει την υπογραφή του κ. Αγγελόπουλου. Όμως, το περιεχόμενο και το ύφος της απάντησης, που δημοσιεύεται σε άλλη σελίδα της σημερινής έκδοσης, με υποχρεώνουν να απαντήσω.

Να αρχίσω από την καταγγελία, ότι άρχισα «σοφιστική αντιδικία» με το ΣΑΕ Ωκεανίας. Καλέ μου προφέσορ, ξέρει αυτός ποιος είναι, δεν αντιδίκησα με το ΣΑΕ Ωκεανίας, υποστήριξα με σαφήνεια  ότι η «φιλία μας» με κάποιους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς δεν αρκεί για την εισαγωγή της γλώσσας μας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας με όρους που θα διασφαλίζουν τη μακροβιότητά της.

Δεν ξέρω σε ποιους μιλούσατε εσείς και το προεδρείο του ΣΑΕ. Ξέρω, ότι οι επώνυμοι με τους οποίους βρισκόμασταν σε επαφή εγώ και άλλοι ομογενείς μας σύστηναν «να μην θεωρούμε τίποτα δεδομένο και να αγωνιστούμε σε όλους τους χώρους και όλα τα επίπεδα για την επιτυχία του στόχου μας, διότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι σήμερα τόσο προνομιούχος, όσο ήταν πριν είκοσι χρόνια».

Στο δημοσίευμά μου, δεν υποστήριξα ότι η γλώσσα μας υφίστατο διωγμό, πριν την περίληψή της στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας. Παρέθεσα συγκεκριμένους λόγους, που μας έκαναν να ανησυχούμε για την περίληψή της ή μη στο Εθνικό Πρόγραμμα μαζί με τους λόγους που μας υποχρεώνουν να επαγρυπνούμε μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία ενσωμάτωσης όλων των γλωσσών – τους οποίους δεν αμφισβητείτε.

 Δεν ήταν τυχαία η απόφασή μας να υποβάλουμε τις υπογραφές των ομογενών μας στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Ήταν υπόδειξη των ανθρώπων με τους οποίους συνδιαλεγόμασταν σε καθημερινή βάση και στόχευε τη μεγιστοποίηση του πολιτικού αποτελέσματος της εκστρατείας μας. 

Αγαπητέ μου κ. Αγγελόπουλε,  ο δημοσιογράφος που σέβεται το λειτούργημά του «δεν γράφει ό,τι θέλει και όταν θέλει»,  όπως σχολιάζετε.  Μεταφέρει στο αναγνωστικό του κοινό τεκμηριωμένες πληροφορίες. Γνωρίζετε πολύ καλά, αγαπητέ πρόεδρε, ότι το δημοσίευμά μου «Τα Ελληνικά Μπαίνουν στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας» (Ν.Κ. 01/11/2010) ήταν απόλυτα ακριβές – η ακρίβειά του επαληθεύτηκε από την πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων ACARA.
 Δεν δημοσίευσα, πριν τρεις μήνες, τη θετική απόφαση της ACARA για να διεκδικήσω πρωτιά. Βιάστηκα να τη δημοσιεύσω  για να καθησυχάσω τον Ελληνισμό, που τηλεφωνούσε καθημερινά στο «Νέο Κόσμο» και ρωτούσε ανήσυχος για την πορεία του αγώνα μας.

 Καλή, αλλά μάταιη η προσπάθεια ανάδειξης του ΣΑΕ σε υπεύθυνο χειριστή των «εθνικών θεμάτων», που δεν βιάζεται να διεκδικήσει πρωτιές. Επειδή γνωρίζουμε όλοι, ποιοι χειρίζονται τι στον ομογενειακό χώρο είναι άσκοπη οποιαδήποτε όψιμη προσπάθεια αναγόρευσης του ΣΑΕ Ωκεανίας σε «εθνικό σωτήρα», σε περίοδο, μάλιστα, που ο γεννήτοράς του, η ελληνική πολιτεία, το χαρακτηρίζει αναποτελεσματικό, για να μην ειπώ άχρηστο, και το αναδιαρθρώνει εκ θεμελίων.
Επιμένω, ότι το ΣΑΕ Ωκεανίας μπήκε καθυστερημένα στον αγώνα για την ελληνική γλώσσα, όχι επειδή «αδιαφόρησε ή τεμπέλιασε». Αργοπόρησε, εξ αιτίας της συνεχούς αντιπαράθεσης με το Εθνικό Συμβούλιο. Δεν περίμενε να ωριμάσουν οι συνθήκες για να μπει στον αγώνα.

Διάτρητος και ο ισχυρισμός, ότι το ΣΑΕ Ωκεανίας δεν βιάστηκε να κάνει ανακοινώσεις, για να μην «…εμφανιστεί, ότι αποκάλυπτε «εμπιστευτικά» θέματα». Δηλαδή, γνώριζε το ΣΑΕ και δεν έκανε ανακοινώσεις; Αστεία πράγματα. Αν γνώριζε, θα είχε προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις για να επισκιάσει το αντίπαλο δέος. Λυπάμαι γι’ αυτόν που «πλήρωσε» για τη διαρροή  «εμπιστευτικών» πληροφοριών και τον συμβουλεύω να προσέχει στο μέλλον.  

Σε αντίθεση με το ΣΑΕ Ωκεανίας πίστευα και πιστεύω, ότι οι Έλληνες πρέπει να φωνάζουμε για τις υποθέσεις μας. Αν δεν φωνάζαμε για το «Μακεδονικό» η πρώην κυβέρνηση Κίτινγκ δεν θα υιοθετούσε το περιγραφικό FYROM για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία Μακεδονίας. Αν δεν φωνάζαμε για το Κυπριακό, το Εργατικό Κόμμα δεν θα συμπεριλάμβανε την άλλη, εκκρεμούσα εθνική μας υπόθεση, στην επίσημη εξωτερική πολιτική του.
Οι ετικέτες «φωνακλάδες Έλληνες» δεν με πτοούν – όπως δεν πτοούν, πιστεύω, την πλειοψηφία των ομογενών – όταν οι συλλογικές φωνές μας είναι πολιτισμένες και εδράζονται σε αδιάσειστα επιχειρήματα.

Διασκέδασα με την τελευταία παράγραφο της απάντησης του ΣΑΕ. 

 
 Ο πρόεδρος  του ΣΑΕ Ωκεανίας μηνύει σε μένα και μέσω εμού στους τους συναδέλφους μου δημοσιογράφους, ότι στη νέα φάση του αγώνα για ένταξη της γλώσσας μας στο Εθνικό Πρόγραμμα με συμφέροντες όρους, είμαστε περιττοί. Στην ίδια πρόταση όμως, υπογραμμίζει, ότι  «οφείλουμε να δούμε πού και πώς θα πορευτούμε, ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ, πώς θα κρατήσουμε ζωηρό το ενδιαφέρον του κόσμου».

Αγαπητέ μου πρόεδρε, ποιος θα κρατήσει το ενδιαφέρον του κόσμου ζωηρό;  το    υποβαθμισμένο ΣΑΕ; Πόση πίεση και σε ποιους θα μπορέσετε να ασκήσετε, χωρίς τη συνδρομή των ομογενειακών ΜΜΕ, που μπορούν να κινητοποιήσουν την ομογένεια;

Οι ειδήμονες είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη  επιστημονικού  χειρισμού του θέματος. Η άσκηση πίεσης είναι έργο του Ελληνισμού και των μέσων ενημέρωσης που τον εκφράζουν. 

Προσοχή, αγαπητέ μου πρόεδρε, διότι κατά τα γραφόμενά σας η «πόλη» προς την οποία πηγαίνετε δεν είναι η ίδια με την «πόλη» προς την οποία οδεύει η υπόλοιπη ομογένεια. Η δε   «κανέλλα» της αποχαύνωσης, που  σερβίρουν κάποιοι επιτήδειοι  μέσω του ΣΑΕ  θα υποβαθμίσει περισσότερο τη  σημασία και το ρόλο του για την ομογένεια.