Το σχήμα πάντα είναι άντρας – γυναίκα. Και οι μεταβολές στους ρόλους των φύλων αποτυπώνονται και στα τραγούδια. Όλες οι εκδοχές και οι όψεις του έρωτα (ζήλεια, φθόνος, εκχώρηση, διεκδίκηση, ερωτική ευτυχία, απιστία, χωρισμός κ.ά.) αποτέλεσαν τη θεματική τραγουδιών, πολλά εκ τα οποίων παρέμειναν διαχρονικά, ξεπέρασαν το κοινωνικό πλαίσιο που γράφτηκαν και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα.
Απ’ το «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» μέχρι τον «Ερωτόκριτο» και απ’ τη Μοσχολιού μέχρι τον λυγμό του Γονίδη λίγα πράγματα άλλαξαν – ο ερωτευμένος παρέμεινε πάντα ο ανυπεράσπιστος – και τίποτε δεν έμεινε ίδιο.
Πλάι στη σκληρή θεματολογία των ρεμπέτικων και λαϊκών της εποχής που διαπραγματεύονται τον πόνο, τη φτώχεια, την αδικία, τα ναρκωτικά, την προσφυγιά, πάντα χωράει και ο έρωτας, ακόμη και με τον συντηρητισμό της προπολεμικής εποχής αλλά και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, ενώ η αντιπαράθεση των δύο φύλων διατηρεί ακόμη τη δική της αθωότητα. Θυμηθείτε το «Αερόπλανο θα πάρω» (1931) του Παναγιώτη Τούντα και τον διαλογικό τρόπο που οι δύο «παίκτες» αντιπαρατίθενται.
O έρωτας υμνήθηκε αρχικά ως συναίσθημα και με άξονα ένα πρόσωπο. Ας ξετυλίξουμε το νήμα (λίγο αυθαίρετα χρονικά και με άξονα αντιπροσωπευτικούς ερωτικούς ύμνους) ξεκινώντας απ’ τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη «Φραγκοσυριανή» του (1935): «Μια φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά/ λες και μάγια μου ’χεις κάνει, φραγκοσυριανή γλυκιά».
Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου χτυπάει μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: τον έρωτα για μια Συριανή και την ωραιότερη μουσική γεωγραφία της αγαπημένης του πατρίδας. Πάντως, ο ίδιος και στο κλίμα της εποχής κινείται σε όλο τον άξονα του ερωτικού ναρκοπεδίου καυτηριάζοντας και τις άταχτες γυναίκες – «Κι αν είσαι τόσο άταχτη / θα σου ’κοβα τη γλώσσα» –, αλλά και υμνώντας με πρωτοφανή και κανταδόρικο τρόπο για τα δικά του δωρικά δεδομένα το αντικείμενο του πόθου – «Χαράματα η ώρα τρεις θα ’ρθω να σε ξυπνήσω».
ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΩ, ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ
O έτερος μεγάλος – που συνέβαλε στην ανανέωση του λαϊκού τραγουδιού και διεύρυνε το κοινό του – ασχολήθηκε με τον έρωτα και με τις εκδοχές του γράφοντας εμβληματικές επιτυχίες. O Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε κυρίως κοινωνικά τραγούδια τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (το 30% της θεματικής του είναι με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα), ενώ απ’ το 1959 και μέχρι το 1969 απ’ τα 125 τραγούδια που δημοσίευσε μόνο τα 5 είχαν κοινωνικό περιεχόμενο (όπως μας ενημερώνει ο ερευνητής Θεόφιλος Αναστασίου στα «Απαντα Τσιτσάνη»)!
Η θεματική των τραγουδιών τότε είχε γείρει προς τα ερωτικά θέματα – έχουμε και την άνοδο των μικροαστικών στρωμάτων που θέλουν γοργά να ξεχάσουν τα σκληρά κοινωνικά θέματα – και με πριμοδότηση των τότε δισκογραφικών εταιρειών. O έρωτας στην τσιτσανική σχολή τα έχει όλα. Εξωτικός, ανατολίτικος, πονεμένος, παραπονιάρικος, απ’ την «Αχάριστη» του 1947 μέχρι τη «Σεράχ» (1951), τη «Ζαΐρα» (1953), αλλά και ζηλιάρικος και εκδικητικός (που επιβεβαιώνει τη μαγκιά των αντρών): «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή» (1953).
Και κάπου εδώ μπαίνει το θέμα Στέλιος Καζαντζίδης. O μεγάλος τραγουδάει όλους τους δημιουργούς της νεώτερης Ελλάδας και αυτό αποτυπώνεται στο ευρύ και ετερόκλητο ρεπερτόριό του. Και μπορεί να έχει καταγραφεί ως ο τραγουδιστής που μίλησε κυρίως για τον πόνο, την κοινωνική αδικία, τη φτώχεια, τη μάνα, ο έρωτας όμως δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ το πεδίο του.
Απ’ τις αθώες (αλλά και αριστουργηματικές) «Ζιγκουάλες» και «Μαντουβάλες» με παρτενέρ την αγαπημένη του Μαρινέλλα μέχρι το «Δεν σε πιστεύω» (με τη Λίτσα Διαμάντη), το εγωιστικό «Υπάρχω» (που σηκώνει πολλές ερμηνείες), μέχρι το απόλυτο ερωτικό (και ολίγον άγνωστο) ντουέτο με την Κατερίνα Στανίση στο «Δεν είσαι εσύ» του Τάκη Σούκα των νεώτερων χρόνων.
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ‘60Σ
Τα χρόνια του ’60, η θεματική του λαϊκού τραγουδιού ανοίγει, το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί και ένας politically correct κώδικας είναι διάχυτος. Εδώ ο άντρας δεν παρακαλάει, έχει τη δική του υπερηφάνεια, ενώ η πυρηνική οικογένεια και οι καθαρές εξηγήσεις είναι ακόμη διακριτές.
Ακόμη και η απόρριψη αντιμετωπίζεται με βελούδινο τρόπο, θυμηθείτε το «Καλή τύχη» του Μανώλη Αγγελόπουλου, ενώ τα μάτια ως φορέας θαυμασμού έχουν την τιμητική τους– ξαναθυμηθείτε τα «Μαύρα μάτια σου», πάλι του προαναφερόμενου.
Η υπερβολή, στοιχείο των απανταχού ερωτευμένων, δεν θα μπορούσε να λείπει και η «Προσευχή» του Σπύρου Ζαγοραίου, όπου ο πρωταγωνιστής «σχίζει τα βουνά» και αναζητάει το αντικείμενο του πόθου, αποκτάει τα χαρακτηριστικά ύμνου μέχρι και σήμερα.
O Πέτρος Αναγνωστάκης, ο Πάνος Γαβαλάς, η Πόλυ Πάνου (που ύμνησε την πιο παράνομη πλευρά του έρωτα), ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Μπιθικώτσης, η Γκρέυ, τα ινδοπρεπή τραγούδια ασχολούνται με τον έρωτα σε μια εποχή που το πάνω χέρι έχει ο άντρας και μόλις τότε η γυναικεία χειραφέτηση αρχίζει να ανατέλλει (αν και στον έρωτα τα όρια της κυριαρχίας πάντα είναι δυσδιάκριτα).
O ανεκπλήρωτος ή ο ανομολόγητος έρωτας έχουν τη θέση τους σε μια κοινωνία που ακόμη τα δύο φύλα αντιπαρατίθενται με σκληρούς όρους – πολλά χρόνια πριν τους metrosexoual –, ενώ οι παράνομοι δεσμοί πάντα συγκινούν τους δημιουργούς και εμβληματικά τραγούδια χαράζονται στο DNA μας.
Η «Παράνομη αγάπη» του Άκη Πάνου με τον Μιχάλη Μενιδιάτη, το ελαφρό «Ξύπνα, αγάπη μου» αλλά και «Aν είναι η αγάπη αμαρτία» με την Τζένη Βάνου, μεταγενέστερα ο ύμνος «Ιστορία μου, αμαρτία μου» με τη Ρίτα Σακελλαρίου, αλλά και το «Μυστικέ μου έρωτα» με την Κατερίνα Στανίση τραγουδιούνται απ’ τους απανταχού «παρανόμους» ξεπερνώντας τους χρονικούς φραγμούς.
Για τα χρόνια των ’70s ο Τόλης Βοσκόπουλος είναι ο αναμφισβήτητος άρχοντας του ερωτικού τραγουδιού – βοηθάει και η πολυτάραχη ερωτική του ζωή. Το μοντέλο του playboy άρχοντα με τις κοστουμιές, τους καλούς τρόπους, τη διατυπωμένη ευαισθησία και την υπεροχή επιβάλλεται απ’ το «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», την πονεμένη «Αγωνία» μέχρι το απολύτως εγωιστικό «Ανεπανάληπτος» των ’80s.
Τραγουδιστής του έρωτα είναι βέβαια και ο Γιάννης Πάριος, που ακόμη και στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια δεν φόρεσε αμπέχονο, αλλά παρέμεινε προσηλωμένος και συνεπής στα ερωτικά άσματα – κάτι που μάλλον τον δικαίωσε. O ίδιος πάντως και ως συνθέτης θα γράψει έναν all time classic ερωτικό ύμνο που έχει ακουστεί σε όλα τα κέντρα, τα σπίτια και τα (σανιδωμένα) αυτοκίνητα της παραλιακής.
Το «Απορώ», που είπε ανεπανάληπτα ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, είναι μια μικρή ωδή στο μυστήριο του έρωτα ή στην τέχνη του «συμπράττω στην υποδούλωσή μου», όπως θα έγραφε και ο Πασκάλ Μπρικνέρ. Κι αν αναζητάτε κι άλλους ερωτικούς ύμνους, μην πάτε μακριά. Ψάξτε στο ντουλαπάκι του αμαξιού σας ή κάντε ένα τεστ με την παρέα σας.
Ποιος δεν έχει τραγουδήσει (και μεθυσμένος) το «Ερωτα μου, αγιάτρευτε» που πρωτοείπε ο Κώστας Κόλλιας και επανεκτέλεσαν δεκάδες ή το «Αλίμονο» με τον Μητροπάνο – με μια δόση εγωισμού απέναντι στους ανέραστους;
Τη δεκαετία του ’90 και των ’00s ο έρωτας καθρεφτίζει την εποχή μας. Εσωστρεφής, εξατομικευμένος, εγωιστικός, απελευθερωμένος. Notis, Καρράς, Τερζής, Νατάσα Θεοδωρίδου και το εσωστρεφές έντεχνο.
Η καψούρα και ο άντρας που παρακαλάει, η γυναίκα που προδίδει «Στην υγειά της αχάριστης» με Ζαζόπουλο), η απουσία συγχώρεσης, η εκδίκηση κυριαρχούν, ενώ ο πατριάρχης του ερωτικού λυγμού είναι ο Σταμάτης Γονίδης ακόμη και στις πιο ροκ εκδοχές του – όπως στο «Oλα σ’ αγαπάνε».
Τώρα οι άνθρωποι συναντιούνται στο facebook, ερωτεύονται στο twitter, ακούνε μουσική στο YouTube και χωρίζουν με SMS. O έρωτας, έστω κι έτσι, παραμένει το βασικό διακύβευμα. Ετσι δεν είναι;