Ένας μυθιστοριογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας που (παραδόξως) συμβαίνει να είναι, και μαθηματικός, τι κοινό μπορεί να έχει μ’ έναν εστιάτορα που ενέπνευσε το γιο του να γίνει σεφ;
Ακούγεται σαν γρίφος, που δεν θα μείνει εδώ, στα Χαρτιά, αλλά τη Δευτέρα 7 και την Πέμπτη 10 Μαρτίου, θα λυθεί, έστω και μερικώς στο κοσμοπολίτικο Greek Deli, όπου ο Τομ Πετσίνης με τον Τζιμ Ποθητό και Νίκο Ποθητό, θα αναλάβουν με παντοίους τρόπους, μέσα από την ποίηση ο πρώτος και από εκπληκτικά πιάτα ο δεύτερος και ο τρίτος, να μας ‘ταξιδέψουν’ στο χτες, το σήμερα και το αύριο, δείχνοντας στην πράξη ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο.
«Εργαλεία του ελληνικού τραπεζιού», είναι ο τίτλος των δύο συμποσίων που θυμίζει τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Τομ Πετσίνη «My Father’s Tools» που εκδόθηκε το 2009. Ποια η σχέση μεταξύ τους; το πρώτο ερωτηματικό, που μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο προθυμοποιείται ν’ απαντήσει ο Τομ Πετσίνης: «Μεταφορικά, είναι οι γνώσεις του πατέρα που μεταφέρονται στο γιο. Στην δική μου περίπτωση, τα γεωργικά εργαλεία που έφερε ο πατέρας μου από τη Φλώρινα όταν μετανάστευσε το 1959, αλλά και ο τρόπος ζωής, η στενή σχέση πατέρα και γιού, η ηρωική σχεδόν προσπάθεια να ορθοποδήσει σε μια ξένη γη με εργαλεία που ήταν σχεδόν εδώ άχρηστα, αποτελούν όμως πηγή έμπνευσης χρόνια μετά όταν ο ίδιος δεν θα υπάρχει πια στη ζωή». (Working weekends, overtime, / there was no place for this village tool/on a city’s construction site…)
«Κάθε εργαλείο, ήταν ένας χείμαρρος από ολοζώντανες μνήμες που ζητούσαν επίμονα να εκφραστούν. Πιστεύω ότι είμαστε δέσμιοι του παρελθόντος και από μας εξαρτάται αν θα το ζωντανέψουμε μ’ έναν τρόπο εποικοδομητικό ή θα το θάψουμε. Προσωπικά επέλεξα το πρώτο».
Εκείνο όμως που εισπράττει επίσης ο αναγνώστης είναι ότι η αναφορά στα εργαλεία του πατέρα είναι ένας τρόπος να εκφράσει ο γιος -η νέα γενιά- την ευγνωμοσύνη που νιώθει για τα όσα της πρόσφερε η προηγούμενη.
Έξι ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα, είναι εμπνευσμένα, κατά ένα μεγάλο μέρος από τον τόπο που γεννήθηκε, από τις εμπειρίες, αλλά και τις αφηγήσεις των προγόνων του.
ΜΕ ΕΝΕΠΝΕΥΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ
Ο Νίκος Ποθητός δεν χρειάζεται να το πει, βιάζεται όμως να το βάλει σαν τίτλο στην κουβέντα που θ’ ακολουθήσει: «Από τότε που μου δόθηκε η ευκαιρία να δω τον πατέρα μου να μαγειρεύει, να διευθύνει το εστιατόριο, να επικοινωνεί με τους πελάτες φιλικά, αλλά και άψογα, χωρίς να ξεπερνά αυτή τη λεπτή γραμμή που λέγεται σαβουάρ βιβρ, ήξερα ότι θα ήθελα να ακολουθήσω τα χνάρια του» θα πει ο Νίκος Ποθητός, ο σεφ της επιχείρησης που έχτισαν οι γονείς του.
Επιστήμονα τον ήθελαν οι ίδιοι, εξ ου και τα καλά ιδιωτικά σχολεία και η συνεχής προώθηση σε χώρους που δεν είχαν σχέση με αυτό που λέμε σήμερα επαγγέλματα φιλοξενίας.
«Είχε πολύ δυνατά βιώματα», θα πει ο Τζιμ σήμερα, χωρίς να κρύβει την περηφάνια του που ο ίδιος έδωσε στο γιο του τα εργαλεία να προχωρήσει. «Τα παιδιά μαθαίνουν και εμπνέονται από αυτά που ζούνε. Ο Νίκος από πολύ μικρός ήταν εκτεθειμένος σε φοβερές γεύσεις. Η προγιαγιά του στη Μυτιλήνη ήταν κορυφαία μαγείρισσα, στην γνωστή ιδιωτική κλινική του Βέτσου. Το ίδιο και οι γιαγιάδες του. Ήταν εξαιρετικές μαγείρισσες. Έζησε και μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον όπου υπήρχε πάντα αυτό το πνεύμα της άμιλλας για την τελειότητα στη γεύση. Να πάρουμε ένα γνωστό πιάτο και να το ανεβάσουμε λίγο πιο πάνω γευστικά και οπτικά. Αυτό το τελευταίο επρόκειτο να γένει και η βάση πάνω στην οποία ο Νίκος σήμερα στηρίζει και χτίζει την καριέρα του. Γνωστές παραδοσιακές συνταγές και γεύσεις, τις παίρνει με σεβασμό και με πολύ μεράκι, τους δίνει μια πιο ενδιαφέρουσα γεύση και μορφή. Είναι φοβερός στα δύο αυτά σημεία και τον θαυμάζω πραγματικά» θα πει ο Τζιμ.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στηρίζομαι, πατώ γερά ουσιαστικά, στην παράδοση. Ακολουθώντας όμως τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων καλούμαι να παίξω τον δικό μου ρόλο σ’ αυτό το χώρο που διαρκώς αλλάζει και εξελίσσεται.
Οι ισορροπίες είναι φυσικά πολύ λεπτές και η προσθήκη ενός μυρωδικού συχνά, ή ο τρόπος που σερβίρεται ένα πιάτο μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά. Μετά, είναι και με το πόσο μεράκι φτιάχνει ένας σεφ το συγκεκριμένο πιάτο. Η προσέγγιση και η διάθεση παίζουν βασικό ρόλο. Το βλέπει ως δουλειά φορτική ή σαν πρόκληση όπου καλείται να δώσει τον καλύτερο εαυτό του; Περί αυτού πρόκειται».
ΗΜΟΥΝ ΤΥΧΕΡΟΣ
Ο Νίκος απόφοιτος του William Angliss School of Cookery, έχει δουλέψει σε πολύ καλά εστιατόρια, κοντά σε κορυφαίους σεφ, όπως είναι ο Greig Malouf από το Mo – Mo restaurant στο Hyatt. Πόσο έχει επηρεαστεί από τη ‘μαθητεία’ δίπλα σε καταξιωμένους σεφ;
«Ήμουν τυχερός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακολουθώ τυφλά ό,τι είδα και ό,τι έπρεπε να κάνω τότε που άλλοι είχαν την πρωτοβουλία στο τι και πώς θα δημιουργηθεί και θα στηθεί ένα πιάτο. Από όσα βλέπεις και φτιάχνεις κάτω από τις οδηγίες άλλων, κρατάς σε τελευταία ανάλυση, εκείνα που σε εκφράζουν, ενώ συνάμα καλείσαι να δώσεις τη δική σου πνοή και υπόσταση στο συγκεκριμένο πιάτο. Εγώ είμαι δημιουργικός, ξέρω πώς πρέπει να βγει το πιάτο, προσέχω και την ελάχιστη λεπτομέρεια, γιατί σε τελευταία ανάλυση, καλούμαι να δώσω πρώτα λογαριασμό στον ίδιο τον εαυτό μου. Και ας μη ξεχνάμε, ότι έχω αναλάβει ένα χώρο που οι γονείς μου έχουν δώσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους.
Ερχόμουν εδώ από παιδί, βοηθούσα σε ό,τι μου επέτρεπαν, όπως στο καθάρισμα του μαγαζιού και ονειρευόμουν μια μέρα να είμαι εκεί στην κουζίνα και να μαγειρεύω καινούρια, δικά μου πιάτα. Ήταν ένα όνειρο που κρατούσα για τον εαυτό μου, τουλάχιστον μέχρι τα 16, οπότε μια ωραία πρωία είπα ότι δεν θέλω να συνεχίσω με το σχολείο. Θέλω να γίνω σεφ. Φυσικά, των γονιών μου, τους ήλθε κάπως απότομα, άλλα περίμεναν από μένα και επόμενο ήταν να προσπαθήσουν να με μεταπείσουν. Το επιχείρημά τους ήταν ότι ‘είναι κουραστική δουλειά που απαιτεί πολλές ώρες και γερά νεύρα’. Εγώ όμως δεν ήμουν ουρανοκατέβατος. Είχα ήδη ψηθεί μέσα στο μαγαζί και το μόνο που ήθελα ήταν μια ευκαιρία να αποδείξω τι μπορώ να κάνω. Από τότε , πέρασε πολύ νερό, κατά τη λαϊκή ρήση, στο αυλάκι. Σπούδαζα και συγχρόνως βοηθούσα στο εστιατόριο των γονιών μου, επισκεπτόμουν και έτρωγα σε καλά εστιατόρια, βλέποντας και απορροφώντας το τοπίο. Γιατί η Μελβούρνη, ας μη μας διαφεύγει, είναι η πόλη με τα περισσότερα αλλά και καλύτερα εστιατόρια. Αυτό σημαίνει ότι εκτός του ότι υπάρχει μεγάλος συναγωνισμός μεταξύ των εστιατορίων, οι πελάτες είναι πιο δύσκολοι και πιο απαιτητικοί. Γνωρίζουν πολλά, επομένως απαιτούν περισσότερα σήμερα από ό,τι απαιτούσαν χτες. Υπάρχει κατά συνέπεια, μια πιο εμφανής και πιο σκληρή άμιλλα η οποία… είναι εκεί για να μείνει».
Πίσω στην ουσία των δύο συμποσίων, να πούμε ότι όσοι θα πάρουν μέρος, θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν μια σπάνια εμπειρία, όπου ο οίνος, η ποίηση του Τομ Πετσίνη, οι γευστικές δημιουργίες του Τζιμ και Νίκου θα δεν θα μιλήσουν απλά για το ρόλο της παράδοσης αλλά θα τον επαληθεύσουν…