Η Αυστραλία και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κορυφαίοι παράγοντες του διεθνούς συστήματος. Για το λόγο αυτό, οι σχέσεις τους, από ένα πλαίσιο εταιρικής συνεργασίας με βάση ένα πολιτικά δεσμευτικό κείμενο, σε επίπεδο κορυφής που υπάρχει σήμερα, καλό θα ήταν να περάσουν σε ένα νέο επίπεδο με βάση ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί δεσμοί και ύλη προς διαρρύθμιση από κοινού.
Αυτό υπογράμμισε σε συνέντευξή του στο Νέο Κόσμο ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας καθηγητής κ. Γιώργος Παπαστάμκος, που πραγματοποιεί επίσκεψη στην Αυστραλία.
Ο Μακεδόνας ευρωβουλευτής συμμετέχει σε αποστολή αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις σχέσεις με την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, της οποίας είναι αντιπρόεδρος.
Κεντρικά ζητήματα των συναντήσεων της αντιπροσωπείας στην Αυστραλία αποτέλεσαν η περαιτέρω βελτίωση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων Ε.Ε.-Αυστραλίας, με σημείο αναφοράς την αγροτική πολιτική, καθώς και ο συντονισμός των δράσεών τους στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενέργειας.
Κατά το πέρασμά του από τη Μελβούρνη, ο κ. Παπαστάμκος παραχώρησε συνέντευξη στο Νέο Κόσμο με την υπογράμμιση ότι «γνωρίζει την εφημερίδα και είναι πολύ καλή».
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:
– Η Αυστραλία εδώ και χρόνια στρέφεται πάρα πολύ προς τις αγορές της Ασίας. Πώς θα χαρακτηρίζατε τις σχέσεις της σήμερα με την Ευρωπαϊκή Ένωση;
– Οι εμπορικές σχέσεις είναι αρκετά προηγμένες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η Ευρώπη κοιτάζει την Ασία, αλλά και η Αυστραλία -θα έλεγα με δική μου προσωπική εκτίμηση- επιφυλάσσει στον εαυτό της ρόλο γέφυρας μεταξύ του Δυτικού κόσμου και της Ασίας. Το ζητούμενο είναι -και δεν αναφέρομαι εδώ στις εμπορικές σχέσεις όσον αφορά την επενδυτική παρουσία- η θεσμική ασφάλεια και η πολιτική σταθερότητα και στις ασιατικές χώρες. Και το λέω αυτό με σημείο αναφοράς τις εξελίξεις στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, με κίνδυνο μήπως υπάρξουν παράπλευρες απώλειες και έχουμε άμβλυνση της σταθερότητας και σε ασιατικές χώρες.
Δεν θέλω τώρα να υπεισέλθω στο πόσο δημοκρατικά είναι τα καθεστώτα των ασιατικών χωρών, αλλά αν σημειωθεί έλλειψη σταθερότητας ή αποσταθεροποίηση, αυτό θα θέσει σε κίνδυνο και τη συνεργασία με όρους επενδυτικής παρουσίας. Πρέπει να κοιτάζουμε μπροστά.
– Να επιστρέψουμε, όμως, στον εμπορικό τομέα. Η Αυστραλία είναι από τους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
– Είναι σημαντικός εταίρος και, θα έλεγα συνοπτικά, ότι η Αυστραλία είναι πλεονασματική σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο εμπορικών γεωργικών προϊόντων και η Ευρωπαϊκή Ένωση πλεονασματική σε ό,τι αφορά τα κλασσικά προϊόντα, αλλά και αυτό το οφείλει η Αυστραλία κυρίως στα κρασιά της. Πολιτική συνεργασία υπάρχει και στην αντίληψη με την Αυστραλία και θα έλεγα ότι οι ματιές στον κόσμο συγκλίνουν μεταξύ Αυστραλίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, προφανώς γιατί μοιράζονται τις ίδιες αξίες. Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα κλασσικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και πολιτικής ασφαλείας, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Αυστραλία έχουν την ίδια αντιμετώπιση.
– Οι εδώ συνομιλίες σας έχουν και συγκεκριμένη ατζέντα. Συζητάτε για συγκεκριμένα θέματα, γεωργικά προϊόντα;
– Πάρα πολλά θέματα βρίσκονται στην επικαιρότητα και τα εξετάζουμε όλα. Στην Καμπέρα συζητήθηκε το πλαίσιο της συνεργασίας, ενώ στο Μπρίσμπαν δόθηκε έμφαση και στις πρόσφατες φυσικές καταστροφές. Η αποκατάσταση των ζημιών θα είναι και μια εμπειρία της παρεμβατικής ικανότητας της Αυστραλίας.
– Να πάμε τώρα στην Ευρώπη, όπου κάποιες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα που ίσως επηρεάζουν την ίδια τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ αρχήν πώς δημιουργήθηκαν αυτά τα προβλήματα και πώς θα ξεπεραστούν;
Ναι, αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Πρέπει, όμως, να πούμε ότι η οικονομική κρίση ήταν εισαγόμενη στην Ευρώπη, έχοντας και πάλι ως πηγή προέλευσης τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και η άλλη μεγάλη κρίση του 1929-1932. Θα έλεγα εδώ -και επιτρέψτε μου να ανοίξω εδώ μια παρένθεση, επικαλούμενος την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα- να πω ότι πολλές φορές αναρωτιέμαι εάν είναι η κρίση της οικονομίας ή πρώτα είναι η κρίση της οικονομικής επιστήμης. Αυτό το λέω γιατί τα Βραβεία Νόμπελ απομένονται σε Αμερικανούς οικονομολόγους, αλλά βλέπουμε ότι η κρίση προήρθε από τις Η.Π.Α. Κλείνω την παρένθεση εδώ. Βέβαια, η κρίση είναι, μεν, εισαγόμενη, αλλά δείχνει και πόσο κοντά είναι οι οικονομίες, η αλληλεξάρτηση των οικονομικών υποκειμένων. Φυσικά, η κρίση αυτή έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη αυστηρότερων ρυθμιστικών καθεστώτων. Αυτό είναι το πρώτο, γιατί και η κρίση θα ξεπεραστεί. Το θέμα είναι, όμως, να προλάβουμε να διδαχτούμε από το πάθημα και ποια είναι τα μαθήματα από αυτή την κρίση. Είναι να δούμε, να θωρακιζόμαστε όσο το δυνατό σε παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο, και αυτό, νομίζω, πρέπει να είναι αποστολή της ομάδος του G20, δηλαδή το πώς να αντιμετωπίσουμε και να αποκλείσουμε περιπτώσεις επανεμφάνισης τέτοιων κρίσεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, και ως οντότητα, έχει και αυτή τα δικά της δομικά ελλείμματα. Δηλαδή, να το πω πολύ απλά: Δημιουργήσαμε την νομισματική ένωση, τη ζώνη του ευρώ για τα κράτη-μέλη –αν και δεν είναι όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέλη της ζώνης του ευρώ- μια κοινή νομισματική πολιτική, αλλά δεν έχουμε κοινή οικονομική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγχωρέστε την υπεραπλούστευση, αλλά φτιάξαμε το ρετιρέ που είναι το νόμισμα, το ευρώ, ένα ισχυρό νόμισμα, αλλά ο κάτω όροφος, που είναι η οικονομική ένωση, είναι ελλιπής, ελλειμματικός, δεν είναι πλήρης, είναι ατελής η οικονομική ένωση.
Η κοινή ευρωπαϊκή κατασκευή έχει δομικά ελλείμματα και, πέρα από την ανταγωνιστικότητα και τη μείωσή της στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, είναι και αυτό αποτέλεσμα δομικών ελλειμμάτων, άρα θα πρέπει -και αυτό να είναι η κορυφαία αποστολή μας σήμερα- να δούμε πώς θα καταστήσουμε την κατασκευή αυτή κοινή, πιο πλήρη, συνεκτική, στατική με αντοχές και στο χρόνο και στο χώρο, και αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση. Τα βήματα είναι αργά. Είναι δύσκολη η συναίνεση μεταξύ των περισσοτέρων χωρών-μελών σήμερα, αλλά νομίζω αυτή είναι η πρόκληση. Υπάρχει και ένα έλλειμμα ηγεσίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα, λείπει αυτό το οραματικό στοιχείο το οποίο είχαμε παλαιότερα σε επίπεδο ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας. Σήμερα λείπει, τρέχουμε πολύ πίσω από την γλώσσα των αριθμών και όχι από αυτό που λέγεται συνοχή της ευρωπαϊκής κατασκευής.
Η ρητορεία στην Ευρώπη, και στην περίπτωση της Ελλάδας, έκανε πολύ κακό. Προκάλεσε ανησυχία στις διεθνείς αγορές. Από την αρχή της εμφάνισης της κρίσης στην Ελλάδα –και δεν θέλω να πω ότι το πρόβλημα δεν ήταν ή δεν είναι δικό μας- κάθε μέρα γίνονταν δηλώσεις και επέτεινε το πρόβλημα, κάνοντας χειρότερη την κατάσταση, η οποία, ναι, ήταν παθογενής, αλλά όλη αυτή η άφθονη πολιτική ρητορεία και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο μόνο κακό έκανε.
Επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε έναν τομέα. Από το 2006 είχα επισημάνει το ρόλο των διεθνών οίκων αξιολόγησης (rating agencies) και είχα ασκήσει έντονο κοινοβουλευτικό έλεγχο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ποιος ήταν ο ρόλος αυτών των οίκων αξιολόγησης, όπως λέγονται, και μου είχε κακοφανεί πάρα πολύ ότι η ίδια αξιολόγηση αυτή, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ήταν εστίες διεθνούς κερδοσκοπίας. Και το ερώτημα ήταν θεμελιώδες: Πώς μπορούν υποκείμενα ιδιωτικού δικαίου να υπαγορεύουν εντολές κατ’ αυτόν τον τρόπο σε κυρίαρχα έθνη, αξιολογώντας εθνικές οικονομίες, διαμορφώνοντας το παγκόσμιο κλίμα αλλά και συσχετισμούς δυνάμεων;
– Το πρόβλημα αυτό της αξιοπιστίας των οίκων αξιολόγησης πώς το αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση;
– Το αντιμετωπίζει και αυτό ως μέρος μιας πιο συνεκτικής και αυστηρής οικονομικής διακυβέρνησης, όπως επίσης αντιμετωπίζονται και τα στατιστικά στοιχεία της Ελλάδος.
– Διατυπώνονται τις τελευταίες ημέρες αμφιβολίες για το αν κάποιες χώρες, ανάμεσά τους η Ελλάδα και η Ιρλανδία, κατορθώσουν να ξεπεράσουν το πρόβλημα του χρέους, χωρίς να κάνουν αναδιάρθρωση. Τι γίνεται στην περίπτωση του χειρότερου σεναρίου;
Αυτό που μπορούμε να πούμε σήμερα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση τάσσεται υπέρ της επιμήκυνσης του χρέους, δηλαδή του χρόνου αποπληρωμής. Αυτό το έχει αποδεχθεί ως γνωστόν και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Γιατί μια σοβαρή ένσταση που μπορεί να προβάλει κανείς είναι πώς θα μπορούσε η Ελλάδα μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο να αποπληρώσει τις ταμιακές της υποχρεώσεις από το συγκεκριμένο δάνειο, είναι φύση αδύνατον. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος, ακόμα και ένας απλός άνθρωπος αν έβλεπε τα νούμερα θα καταλάβαινε ότι δεν μπορούν να πληρωθούν αυτά.
– Η επιμήκυνση θα είναι αρκετή για να αποφευχθεί η πτώχευση;
Πτώχευση δεν θα υπάρξει, και το λέω κατηγορηματικά αυτό. Ένα κράτος-μέλος της ζώνης του ευρώ δεν πρόκειται να πτωχεύσει, γιατί διακυβεύεται το κύρος, η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα της ίδιας της κοινής νομισματικής πολιτικής και αυτό σηματοδοτείται ακόμα και ο συμβολισμός, δηλαδή το κοινό νόμισμα, δηλαδή το ευρώ. Αλλά και αυτή η συζήτηση είναι μέρος μιας διεθνούς απόπειρας ή τάσης κερδοσκοπίας, γιατί υπάρχει.
* Το Β΄
Μέρος της
συνέντευξης σύντομα