Πολιτική αιφνιδιασμού ασκεί η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ, προκειμένου να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τις ρωγμές στην αξιωματική αντιπολίτευση και το πνεύμα συμβιβασμού που επιδεικνύει ο αυστραλιανός λαός μετά τις πρόσφατεςς φυσικές καταστροφές.
Ενθαρρυμένη από την έγκριση του πλημμυρόσημου –του φόρου αποκατάστασης των ζημιών από τις πλημμύρες και τον κυκλώνα Yasi– από την πλειοψηφία του αυστραλιανού λαού, η πρωθυπουργός αιφνιδίασε εκ νέου, προχθές Πέμπτη, με το Carbon Tax (φόρο ρύπανσης της ατμόσφαιρας).
Τολμηρή απόφαση, η οποία διαψεύδει τη ρητή προεκλογική δέσμευσή της να μην φορολογήσει κλάδους της βιομηχανίας και της γεωργίας που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα. «There will be no carbon tax under the government I lead” –η κυβέρνησή μου δεν θα επιβάλει φόρο ρύπανσης– μας διαβεβαίωνε προεκλογικά.
Γιατί αθετεί τη ρητή υπόσχεσή της μετεκλογικά και διακινδυνεύει την αξιοπιστία της, το μέλλον της και το μέλλον της κυβέρνησής της; Είναι το εύλογο ερώτημα.
Οι κυνικοί απαντούν, ότι η επιβολή φόρου ρύπανσης δεν είναι απόφαση της κ. Γκίλαρντ, είναι απόφαση που «μαγείρεψαν οι Πράσινοι και την επέβαλαν στην πρωθυπουργό για την κρατήσουν στην εξουσία».
Υπενθυμίζεται, ότι οι εθνικές εκλογές του περασμένου Αυγούστου δεν έβγαλαν κυβέρνηση. Το Εργατικό Κόμμα μειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση με τη στήριξη των «Πρασίνων» και των ανεξάρτητων.
Εξ ου και ο ισχυρισμός των κυνικών ερμηνευτών της απόφασης της πρωθυπουργού, ότι τα «Πράσινα δεκανίκια της» την υποχρέωσαν να επιβάλει τον εξουθενωτικό φόρο για τη βιομηχανία και τους καταναλωτές.
Η άλλη εκδοχή είναι η πρόθεση της κ. Γκίλαρντ να επιβάλει το φόρο ρύπανσης ενωρίς, ώστε να διαμορφώσει, μέχρι τις επόμενες εκλογές, τη βασική κλίμακα φορολογίας κατά βιομηχανία, να καθορίσει το ποσοστό ετήσιας αύξησης του φόρου και να προσδιορίσει το χρονοδιάγραμμα μετάβασης από την κυμαινόμενη τιμή ρύπων στο «ελαστικότερο» εμπόριο ρύπων (Emissions Trading Scheme).
Άκουγα χθες το πρωί την πρωθυπουργό στο ραδιοσταθμό 3AW να απορρίπτει, με μεγάλη δόση ειρωνείας, όσα λέγονται περί χειραφέτησής της από τους «Πράσινους» και να δηλώνει εμφατικά, ότι «η επιβολή του φόρου ρύπανσης είναι δική της απόφαση, απόρροια της πίστης της, ότι ο άνθρωπος προκαλεί τη μόλυνση του περιβάλλοντος».
Γιατί δεν το έλεγε προεκλογικά; Για δύο λόγους. Ο ένας λόγος ήταν το πολιτικό κόστος δεύτερης μετωπικής σύγκρουσης με τους πανίσχυρης βιομηχάνους –μετά τη συμβιβαστική διευθέτηση του φόρου υπερκερδών της εξορυκτικής βιομηχανίας– και ο δεύτερος λόγος ήταν η αποτροπή σύγκρουσης, πριν τις εκλογές, με τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας και του Εργατικού Κόμματος, που υποδεικνύουν το ουράνιο ως «καθαρότερο καύσιμο για τη βιομηχανία».
Σήμερα είναι πρωθυπουργός και έχει την εξουσία που απαιτεί, αφενός, η επιβολή πολιτικής και, αφετέρου, το «συνταγολόγιο» της τριανδρίας Στιβ Μπρακς-Μπομπ Καρ-Τζον Φόκνερ, περιλαμβάνει και «πράσινα» μαντζούνια για την ανάκτηση της χαμένης ψήφου του Εργατικού Κόμματος.
Τι είναι ο φόρος ρύπανσης; Είναι ο φόρος που θα πληρώνουν στο κράτος οι κλάδοι της βιομηχανίας και η γεωργία που μολύνουν το περιβάλλον.
Ο μεγαλύτερος ρυπαντής του περιβάλλοντος είναι η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Κλιματικής Αλλαγής και Ενεργειακής Επάρκειας (Department of Climate Change and Energy Efficiency) δείχνουν, ότι οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που κινούνται με στερεά καύσιμα (γαιάνθρακα) αποδεσμεύουν στην ατμόσφαιρα 35% των συνολικών ρύπων. Ακολουθούν η γεωργία (15%), η βιομηχανία μεταφορών (14%), τα αυτοκίνητα (14%), και άλλοι κάδοι το υπόλοιπο (22%).
Μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011 οι ρυπογόνοι κλάδοι της βιομηχανίας, της γεωργίας, της υλοτομίας κ.ά. θα συνεχίσουν να μολύνουν την ατμόσφαιρα, χωρίς να πληρώνουν για τη ζημιά που προκαλούν στο περιβάλλον.
Όμως, από την 1η Ιουλίου του 2011 –και με την προϋπόθεση, ότι το σχετικό κυβερνητικό νομοσχέδιο θα περάσει από τη βουλή και τη γερουσία– οι βιομηχανίες που αποδεσμεύουν στην ατμόσφαιρα διοξείδιο του άνθρακα θα υποχρεώνονται να πληρώνουν στο κράτος «φόρο ρύπανσης» το ύψος του οποίου θα ανεβαίνει κάθε χρόνο μέχρι το 2020, που υπολογίζεται ότι το κράτος θα έχει διαμορφώσει το «φθηνότερο» Πρόγραμμα Εμπορίου Ρύπων, που φιλοδόξησε να καθιερώσει ο πρώην πρωθυπουργός Κέβιν Ραντ.
Το Πρόγραμμα Εμπορίου Ρύπων θα είναι ένα πρόγραμμα το οποίο θα προκαθορίζει ανώτατα όρια μόλυνσης για κάθε κλάδο της βιομηχανίας. Κάθε βιομηχανία θα υποχρεώνεται να αγοράζει άδεια αποδέσμευσης ρύπων στην ατμόσφαιρα. Αν ο όγκος του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπει μία βιομηχανική μονάδα υπερβαίνει τα όρια που προκαθορίζει η άδειά της θα πληρώνει έξτρα ή αν είναι μικρότερος θα έχει τη δυνατότητα να πουλάει τα δικαιώματά της σε άλλη βιομηχανία.
Οι βιομήχανοι σχίζουν τα ιμάτιά τους. «Ο φόρος ρύπανσης θα σκοτώσει την αυστραλιανή βιομηχανία» μηνύουν στην πρωθυπουργό.
Οι, δε, οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν, ότι ο φόρος θα κοστίσει τουλάχιστον $300 το χρόνο στο μέσο πολίτη, διότι θα ανεβούν η τιμή της βενζίνης, η τιμή του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος, των γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων και γενικά των προϊόντων που παράγουν ρυπογόνοι κλάδοι της αυστραλιανής βιομηχανίας.
Ο έγκριτος οικονομικός αναλυτής Terry McRan, σχολίαζε στο Herald Sun, ότι «ο φόρος ρύπανσης θα ισοδυναμεί με 25% αύξηση του φόρου Αγαθών και Υπηρεσιών GST».
Η πρωθυπουργός συμφωνεί, ότι ο φόρος ρύπανσης θα επιβαρύνει τους καταναλωτές, ιδιαίτερα τους χαμηλόμισθους, αλλά απορρίπτει τους «αβάσιμους, υπερβολικούς υπολογισμούς» του κόστους στο μέσο πολίτη.
«Θα κοστίσει ο φόρος στο μέσο καταναλωτή» λέει η κ. Γκίλαρντ, «αλλά η κυβέρνηση θα αποζημιώσει τους μη έχοντες για το έξτρα κόστος». Υπολογίζει, δε, στη στήριξη του λαού, που στήριξε το επίμαχο πλημμυρόσημο.
Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, ύψωσε «τη σημαία του πολέμου» και υπόσχεται «να πολεμά το νέο φόρο κάθε λεπτό, κάθε ώρα κάθε ημέρα».
Ομολογουμένως, η πρωθυπουργός μας οδηγεί στα τυφλά επί του παρόντος. Δεν ξέρουμε πόσο φόρο θα επιβάλει, την κυμαινόμενη κλίμακα φορολογίας, το κόστος του φόρου στην οικονομία και την αποζημίωση των θιγομένων πολιτών για το έξτρα κόστος αγαθών και υπηρεσιών.
Γνωρίζουμε, όμως, μετά την πολύχρονη ξηρασία που έπληξε την Αυστραλία, τις πλημμύρες που σάρωσαν την Κουηνσλάνδη και τις άλλες Πολιτείες, από τη σταδιακή καταστροφή των κοραλλιογενών υφάλων του Barrier Reef, τα αυξημένα κρούσματα καρκίνου του δέρματος και τις άλλες συνέπειες των οξύτατων καιρικών φαινομένων, ότι είναι ανάγκη να ληφθούν δραστικά μέτρα για την επιβίωσή μας.
Αν η προστασία μας συνεπάγεται κάποιο κόστος, ας το επωμιστούμε σήμερα για να μην πληρώσουμε μεγαλύτερο τίμημα στο μέλλον.