Την παρελθούσα Δευτέρα παρακολούθησα με έντονο ενδιαφέρον τη θυελλώδη συνεδρίαση της εθνικής βουλής, στην οποία κυριάρχησε -τι άλλο;- ο φόρος ρύπανσης του περιβάλλοντος (carbon tax).
Λαύρος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, χαρακτήρισε την πρωθυπουργό της χώρας «αναξιόπιστη», «ψεύτρα» και «απάτη» διότι, ενάντια στην προεκλογική δέσμευσή της, προωθεί το φόρο ρύπανσης ως μέσον αντιμετώπισης της μόλυνσης του περιβάλλοντος. Ισχυρίστηκε, δε, ότι η πρωθυπουργός οφείλει να ζητήσει λαϊκή εντολή, για να επιβάλει τον επίμαχο φόρο, αντί της έγκρισης του φόρου από τους «Πράσινους» και τα ανεξάρτητα μέλη του κοινοβουλίου.
Κατέθεσε, μάλιστα, και πρόταση μομφής κατά της πρωθυπουργού, η οποία καταψηφίστηκε πλειοψηφικά.
Η μνήμη των πολιτικών λειτουργεί επιλεκτικά, όταν υπερασπίζουν απόψεις και θέσεις τους. Ο κ. Άμποτ δεν αποτελεί εξαίρεση.
Κατηγορεί την πρωθυπουργό, ότι είναι «αναξιόπιστη πολιτικός» διότι άλλα λέει και άλλα πράττει. Αλλά και ο κ. Άμποτ δεν πηγαίνει πίσω. Να θυμίσουμε την προεκλογική συμβουλή του προς τον αυστραλιανό λαό, να «μην λαμβάνει υπόψη του, όσα υπόσχεται προφορικά, μόνον όσα προσφέρει γραπτώς». Τόσο αξιόπιστος! είναι και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Καλό είναι να πάμε λίγο πίσω χρονικά, και να υπενθυμίσουμε στον κ. Άμποτ τι έλεγε ο «μέντοράς του» Τζον Χάουαρντ για το GST (Φόρο Τιμών και Αγαθών).
Μετά την επανεκλογή του στην αρχηγία του Λίμπεραλ Πάρτι, το 1995, ο Τζον Χάουαρντ δήλωνε: «GST would never become part of Liberal Party policy» (Το GST δεν θα γίνει, ποτέ, πολιτική του Λίμπεραλ Πάρτι).
Κατά την προεκλογική εκστρατεία του 1998, ο κ. Χάουαρντ άλλαξε γνώμη, συμπεριέλαβε το GST στην πολιτική του Συνασπισμού και την 1η Ιουλίου 2000 έβαλε «καπέλο» 10% σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες -5% λιγότερο από το GST, που είχε προτείνει ο Τζον Χιούσον το 1993 στο πλαίσιο της αποτυχημένης πολιτικής του Fightback, η οποία βοήθησε τον Πολ Κίτινγκ να κερδίσει τις «χαμένες» εκλογές του ’93.
Ποια ήταν η δικαιολογία του Τζον Χάουαρντ για την προώθηση του Φόρου Αγαθών και Υπηρεσιών, ενάντια στη ρητή δέσμευσή του; Απλά, ότι από το 1995 μέχρι το 1998 ομιλούσε συνεχώς και αδιαλείπτως για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του φορολογικού συστήματος της χώρας.
Αυτό ακριβώς, λέει σήμερα, η Τζούλια Γκίλαρντ. Επί σειρά ετών, λέει η πρωθυπουργός, ομιλεί για την ανάγκη λήψης δραστικών μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος. Διαφώνησε, βέβαια, με την περιβαλλοντική πολιτική του προκατόχου της Κέβιν Ραντ, και απέρριψε το Πρόγραμμα Εμπορίου Ρύπων (Emissions Trading Scheme), αλλά δεν έπαψε να υποστηρίζει την λήψη μέτρων κατά των ρυπαντών της ατμόσφαιρας.
Εγκαλεί την πρωθυπουργό, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για την απόφασή της να επιβάλει Carbon Tax χωρίς λαϊκή εντολή. Χωρίς να δώσει στο λαό τη δυνατότητα να αποφασίσει, εάν θέλει ή όχι το φόρο ρύπανσης.
Κατά τον κ. Άμποτ, η πρωθυπουργός κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμά μας με την αυθαίρετη επιβολή του φόρου ρύπανσης.
Αλήθεια, κ. Άμποτ, από ποιον πήρε εντολή ο Τζον Χάουαρντ το 2004 για να επιβάλει την αντι-εργατική πολιτική του WorkChoices;. Σίγουρα, όχι, από τον λαό. Γνωρίζαμε, ότι επιζητούσε την ευκαιρία να επαναφέρει το δουλοκτητικό καθεστώς στους χώρους εργασίας, αλλά απέφυγε συστηματικά οποιαδήποτε αναφορά στο σχέδιο ακύρωσης βασικών κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων της χώρας.
Μετά τις εκλογές επέβαλε ετσιθελικά την πολιτική WorkChoices με το αιτιολογικό, ότι από την είσοδό του στην πολιτική, το 1974, υποστήριζε την αλλαγή του συστήματος εργασιακών σχέσεων της χώρας.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιμένει, ότι η επιβολή του φόρου ρύπανσης δεν είναι απόφαση της πρωθυπουργού, είναι απόφαση των «Πρασίνων» που την επέβαλαν στην πρωθυπουργό. Το δε νομοσχέδιο της κυβέρνησης θα περάσει από τη βουλή με τη στήριξη των «Πρασίνων» και των ανεξάρτητων βουλευτών, που εγκρίνουν το φόρο. Όχι με τη στήριξη του «θιγόμενου» λαού.
Να υπενθυμίσουμε στον κ. Άμποτ, ότι το 1998 που ο Συνασπισμός κέρδισε τις εκλογές, αν και μειοψήφησε, ο Τζον Χάουαρντ –που δεν είχε τους αριθμούς στη γερουσία για την ψήφιση του νομοσχεδίου για το GST– προσεταιρίστηκε τους Αυστραλούς Δημοκράτες. Η τότε αρχηγός των Δημοκρατών Μέγκ Λις, διέπραξε το μοιραίο, για το κόμμα της, λάθος να στηρίξει το GST, λάθος που προκάλεσε τον αποκεφαλισμό της ίδιας και τον καταποντισμό του κόμματός της.
Να θυμίσουμε, τέλος, ότι και ο κ. Άμποτ είχε στηρίξει, πριν τις εκλογές, το φόρο ρύπανσης της ατμόσφαιρας, που σήμερα απορρίπτει κατηγορηματικά. Δεν είπε ψέματα, τότε;
Πολιτικά κόμματα και πρωθυπουργοί λειτουργούν με πανομοιότυπο τρόπο, οσάκις κρίνουν ότι οι συνθήκες ευνοούν την προώθηση επίμαχων μέτρων. Παίρνουν όλοι «άδεια από τη σημαία», που λέγαμε στο στρατό, δηλαδή αυθαιρετούν «για το καλό μας», συχνά με κίνδυνο ανατροπής τους από την πρωθυπουργία ή από την εξουσία.
Ο αναμάρτητος ας ρίξει την πρώτη πέτρα.