Με πολύ μεράκι και σκληρή δουλειά, ο ομογενής Βασίλης Βασίλας, φωτίζει το ταξίδι των Μυτιληνιών στην Αυστραλία.
Το επιχειρεί με τη συλλογή παλιών κυρίως φωτογραφιών και καταθέσεις των ταξιδιωτών. Των μεταναστών κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου –της μαζικής μετανάστευσης– που εντόπισε βήμα- βήμα, χτυπώντας πόρτες, διστακτικά στην αρχή και πιο θαρραλέα και αποφασιστικά αργότερα.
Εμείς τον γνωρίσαμε μέσα από την έκθεση που έκανε στο Λεσβιακό Σπίτι στη Γιορτή του Ούζου.
Έχοντας καταγράψει την πορεία των Μυτιληνιών του Σίδνεϊ, μέσα από φωτογραφίες που βρίσκονται στο βιβλίο του «Journeys of Uncertainty and Hope» (Ταξίδια Αβεβαιότητας και Ελπίδας), πρόκειται να επιχειρήσει να αποθανατίσει με τον ίδιο τρόπο και το ταξίδι των Μυτιληνιών της Μελβούρνης σε δεύτερο τόμο, πλουτίζοντας συγχρόνως και την ιστοσελίδα του www.syndesmos.net, μια πρωτοπόρα προσπάθεια που το βέβαιο είναι ότι αξίζει να υποστηριχτεί.
Οι μαρτυρίες των Μυτιληνιών, στο βιβλίο, αποδίδονται στην Αγγλική, φανερή είναι, εντούτοις, η προσπάθεια του συγγραφέα να μεταφέρει αυτούσια και παραστατικά, όπως ακριβώς ειπώθηκαν, στην ελληνική, σ’ έναν τόνο κοφτό και ύφος ανεπιτήδευτο, όπου μαζί με τις φωτογραφίες, φωτογραφίζονται, τα συναισθήματα, οι πρώτες εντυπώσεις και εμπειρίες στη Γη της Επαγγελίας.
ΓΑΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Μαρτυρίες, όχι μόνο από τα πρόσωπα της φωτογραφίας, αλλά και συγγενείς, είναι το ίδιο ενδιαφέρουσες και πολύτιμες, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της γαμήλιας φωτογραφίας των γονέων της Κάθη Ζαλούμη σήμερα.
Σε ελεύθερη μετάφραση –από την αγγλική– λέει τα εξής: «Όταν η Μαρία Κουνδούρη έφτασε στην Αυστραλία, το Μάρτη του 1938, ήταν Σαρακοστή και, φυσικά, δεν επιτρεπόταν το μυστήριο του γάμου. Ο Βασίλης, όμως, κατάφερε να πάρει άδεια να γίνει ο γάμος την ίδια μέρα στο σπίτι του Αντώνιου και της Πελαγίας Βερδούκα στο Randwick του Σίδνεϊ. Με τις ευχές συγχωριανών τους (οι νεόνυμφοι) μπήκαν μετά στο αυτοκίνητο για να πάνε στο Wellington της Ν.Ν.Ουαλίας, όπου οι φίλοι του γαμπρού –Mick Malek και Albert Wilkins– είχαν κάνει όλες τις ετοιμασίες για μια γαμήλια δεξίωση.
Λίγο πιο έξω, όμως, από το Perinth είχαν αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η μητέρα μου δεν ξέχασε ποτέ την ντροπή που ένιωσε όταν με το νυφικό έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο μαζί με τον Βασίλη για εξετάσεις».
Στην περίπτωση αυτή, σε μια γαμήλια φωτογραφία που ο συγγραφέας μπόρεσε να εξασφαλίσει με τη συνδρομή των απογόνων, απεικονίζεται όχι μόνο το γαμήλιο γεγονός, αλλά και η νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής εκείνης που δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα ήταν έστω και μια μέρα, χωρίς στεφάνι, με μια γυναίκα που προοριζόταν ως επίσημη σύντροφός τους. Ακόμη, άλλοι, μπορούν να «διαβάσουν» στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, τη θεία τιμωρία. Η «ύβρις» που τιμωρείται αυτοστιγμεί…
ΜΟΝΟΣ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Μια φωτογραφία όπου απεικονίζεται ο Χρήστος Κλειδαράς με τον αδελφό του στην Αθήνα του 1950 και μια σύντομη περιγραφή των δεινών του, στην άφιξή του στην Αυστραλία, προσφέρουν μια δυνατή γεύση σε πολλούς μέχρι σήμερα.
Λέει με τον χαρακτηριστικό, ήρεμο τόνο της φωνής του: «Όταν βγήκα από το καράβι, γρήγορα αντιλήφθηκα ότι δεν με περίμενε κανείς. Το λιμάνι άδειασε σχεδόν από κόσμο, αλλά εγώ ήμουν ακόμη εκεί. Άρχισα να ανησυχώ. Στην απελπισία μου φώναξα «Νταλαβέρα!», κανείς όμως δεν απάντησε. Τότε, δύο Ροδίτες προθυμοποιήθηκαν να με πάνε σ’ ένα μαγαζί που ανήκε σε Μυτιληνιούς. Μέχρι να φτάσουμε, όμως, εκεί, ήταν περασμένα μεσάνυχτα και το μαγαζί ήταν κλειστό.
Μ’ άφησαν εκεί μόνο και εξαφανίστηκαν. Ήταν ένα απερίγραπτο συναίσθημα! Από μακριά είδα τα φώτα της πόλης και κατευθύνθηκα προς τα εκεί, χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, απλώς ακολουθώντας τα φώτα. Ξαφνικά ένα ταξί σταμάτησε δίπλα μου και έδωσα στον οδηγό το φάκελο με τη διεύθυνση του Νταλαβέρα που κρατούσα στα χέρια μου. Με κοίταξε καλά–καλά και ρώτησε στα ελληνικά «είσαι Έλληνας;». Ακούγοντας ελληνικά, μέσα στην αγωνία μου, το θεώρησα θεία ευλογία. Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτή τη στιγμή. Αυτό το αίσθημα της απερίγραπτης ανακούφισης!
Το ταξί με πήγε στο σπίτι του Νταλαβέρα, αλλά το μαγαζί μπροστά από το σπίτι του ήταν κλειστό. Δεν είχα λεφτά να πληρώσω το ταξί και ρώτησα αν μπορούσα να του τα δώσω την επομένη.
Στο μεταξύ, η οικογένεια Νταλαβέρα άκουσε το θόρυβο και βγήκε έξω να δει τι γίνεται. Όταν με αντίκρισαν και κατάλαβαν ποιος ήμουν, τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Αυτό που είχε συμβεί ήταν ότι ο μάγειρας ξέχασε να τους δώσει το μήνυμα που είχα αφήσει σχετικά με την ημερομηνία της άφιξής μου. Ένιωσα τόση ανακούφιση που έφτασα στον προορισμό μου».
Εδώ δίνεται μια εικόνα των πρώτων εντυπώσεων. Η πρόθεση του συγγραφέα είναι να δώσει έμφαση στο κεφάλαιο της άφιξης μόνο.
«Μ’ ενδιαφέρει το ταξίδι και τα πρώτα βήματα στη νέα γη» θα πει χαρακτηριστικά ο κ. Βασίλας.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Στο επόμενο απόσπασμα του βιβλίο του, μας δίνει εντούτοις και μια εικόνα του τι προηγείται συχνά, ενός τέτοιου τολμηρού ταξιδιού. Η αντίδραση του πατέρα, στην επιθυμία του γιου να ξενιτευτεί. Ο Γιώργος Αμπελικιώτης, θα πει:
«Όταν έφτασε η πρόσκληση από τον Γιάννη Αχιλαρά, την πήρε ο πατέρας μου Παναγιώτης και την είχε κρυμμένη για έξι μήνες. Όταν το ανακάλυψα και του είπα πόσο μεγάλη είναι η επιθυμία μου να φύγω, γέμισαν τα μάτια του δάκρυα και μου εξομολογήθηκε ότι δεν ήθελε να ξενιτευτώ.
Ήμουν, όμως, τόσο αποφασισμένος να φύγω που στάθηκε αδύνατο να μπορέσει να με μεταπείσει.
Όταν έφτασα στη Μελβούρνη, δεν ήξερα τι να κάνω. Χωρίς αγγλικά, χωρίς συγγενείς να με περιμένουν. Δυο άντρες από το Ιμιγκρέσιον με πλησίασαν και με οδήγησαν στο σταθμό για να πάρω το τραίνο για το Σίδνεϊ. Έτσι όπως ήταν νωρίς ακόμη, με πήραν μαζί τους σ’ ένα φαστφουντάδικο. Ο ιδιοκτήτης ήταν Έλληνας και με ρώτησε αν πεινούσα. Δεν είχα λεφτά πάνω μου και απάντησα ‘όχι’. «Δεν υπάρχει ντροπή εδώ» μου είπε, προσφέροντάς μου ένα πιάτο ζεστό φαγητό. Έβγαλα τότε ένα μπουκάλι ούζο που είχα για να δώσω σε κάποιον στο Σίδνεϊ και του το πρόσφερα αντί πληρωμής. Συγκινήθηκε τόσο πολύ που με ρώτησε αν ήθελα να μείνω εκεί. Δεν είχε παιδιά και ήταν διατεθειμένος να με υιοθετήσει. «Όταν πάρω σύνταξη, όλα αυτά μπορεί να γίνουν δικά σου» είπε.
Με την ιστορία να κόβεται στην αρχή, υπάρχει, βέβαια, το στοιχείο του μυστηρίου για τη συνέχεια. Η αγωνία, συχνά, τι έγινε, μετά από ένα δραματικό ξεκίνημα σ’ αυτή τη χώρα.
Η ΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
Μια εικόνα μεταναστών στα κέντρα φιλοξενίας, προχωρά λίγο πιο πέρα από το ταξίδι και τις πρώτες εντυπώσεις. Η αφήγηση είναι από το μικρό κοριτσάκι της φωτογραφίας της οικογένειας Δρακούλη, τη Μάρω Ψαρού.
«Αφού μείναμε μερικές εβδομάδες στο Bonegilla Migrant Hostel, η οικογένειά μου μεταφέρθηκε από τις αυστραλιανές Αρχές στο Newcastle, στο Greta Migrant Hostel.
Εκεί μερικοί στάλθηκαν στο Κουίνσλαντ για να κόβουν ζαχαροκάλαμα, αλλά ο πατέρας μου αρνήθηκε να πάει. Η μητέρα μου πίστευε ότι αν δεν γινόταν να πάει εκεί όλη η οικογένεια δεν έπρεπε να πάει ούτε ο ίδιος. Μια από τις συνέπειες της άρνησής του να πάει εκεί ήταν να του κόψουν τα χρήματα που του έδιναν για τσιγάρα. Αυτό, όμως, δεν τον ένοιαζε».
Ακολουθούν λεπτομέρειες για περαιτέρω περιπέτειες, με την κατάληξη της Μάρως: «Οι γονείς μας υπέφεραν πολλά όταν ήλθαν στην Αυστραλία. Έφυγαν με ορισμένες προσδοκίες οι οποίες κατασκορπίστηκαν όταν ήλθαν σ’ επαφή, εδώ, με την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, υπερπήδησαν τις αρχικές δυσκολίες, εργάστηκαν σκληρά και προόδευσαν. Είναι αυτοδημιούργητοι».