Πάντα θεωρούσα ότι τα «ανατρεπτικά», πλην μη σκανδαλοθηρικά βιβλία, έχουν μια ξεχωριστή γοητεία κι ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένα τέτοιο φρονώ ότι είναι και το τελευταίο πόνημα του Κώστα Βαλέτα, με τίτλο: «Μακρυγιάννης: Διγλωσσία – Θρησκοληψία» (εκδ. Αιολικά Γράμματα, Αθήνα 2010). Το τελευταίο ανατέμνει με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια τον αγωνιστικό βίο και τη συγγραφική πολιτεία του Γιάννη Μακρυγιάννη, εστιαζόμενος στο δίπτυχο του υπότιτλου: «Διγλωσσία – Θρησκοληψία», κάτι που, απ’ όσο γνωρίζω, κανείς δεν έχει τολμήσει να πράξει έως τούδε – ιδιαίτερα όσον αφορά την πρώτη πτυχή του ζητήματος («διγλωσσία»).
Προκειμένου να προλάβει οιεσδήποτε ενστάσεις, ο συγγραφέας σπεύδει να διευκρινίσει εξαρχής στο προλογικό του σημείωμα ότι: «Το κείμενο αυτό δεν στοχεύει στην κατεδάφιση του ήρωα  του 1821 Γιάννη Μακρυγιάννη, που τραυματίστηκε πέντε φορές, πολέμησε για τη λευτεριά της πατρίδας, ανδραγάθησε (…) και αναδείχθηκε μετά την απελευθέρωση σε αγωνιστή της Δημοκρατίας και μεγάλο λογοτέχνη, δάσκαλο του δημοτικού λόγου, αλλά στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας» (σ. 7). Και η «ιστορική αλήθεια», κατά τον Βαλέτα, είναι με δυο λόγια ότι: ο Μακρυγιάννης ουδέποτε υπήρξε μεγάλη αγωνιστική μορφή του ’21, όπως επιμένουν αβασάνιστα κι ατεκμηρίωτα να τον παρουσιάζουν κάποιοι σύγχρονοι αβανταδόροι-θαυμαστές του, αλλά απλούστατα ένας «μικροκαπετάνιος» του Αγώνα, ο οποίος –όπως διατείνεται στον εσωτερικό υπότιτλο του βιβλίου του– υπήρξε «μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μια διχασμένη φυσιογνωμία. Κάποτε στο “Εμείς”, συχνότερα στο “Εγώ”».

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Βαλέτας –όπως προελέχθη– διόλου δεν αμφισβητεί τον ηρωισμό του Μακρυγιάννη, τον οποίο αποκαλεί «γενναιότατο ήρωα του 1821 [ο οποίος] τραυματίστηκε πολλές φορές κι οι υπηρεσίες του στην πατρίδα υπήρξαν ανυπολόγιστες [αφού, εκτός των άλλων] μετά την απελευθέρωση δεν έπαψε ν’ ασχολείται με τα κοινά, προστάτεψε πάντα τους δεινοπαθούντες αγωνιστές που δυστυχούσαν» κτλ (σ. 96). Εκείνο που του καταλογίζει είναι η άμετρη φιλοδοξία αυτού του φτωχού, άσημου και αγράμματου νέου να αναδειχθεί και διακριθεί πάση θυσία, βλέποντας τον Αγώνα ως μέσον «προς τη δόξα και τον πλούτο» (σ. 10). Την άποψή του αυτή ο Βαλέτας τη στηρίζει σ’ ένα αποκαλυπτικότατο περιστατικό (που παραθέτει ο αξιόπιστος ιστορικός και αγωνιστής του ’21 Ν.

Κασομούλης) και το οποίο, όπως ισχυρίζεται ο μελετητής, «δίνει απάντηση συντριπτική σ’ όσους υπερασπίζονται την πολιτεία του Μακρυγιάννη στους εμφύλιους πολέμους αλλά αποστομώνει και τον ίδιο τον Μακρυγιάννη» (σ. 10). Ο Καραϊσκάκης που συντρώγει με τον Μακρυγιάννη, τον κατσαδιάζει εξαιτίας του ότι ο τελευταίος εξύβρισε την κυβέρνηση επειδή δεν τον διευκόλυνε σε κάποιο του ζήτημα, λέγοντάς του:
«Εσύ μωρέ Μακρυγιάννη, λέγει, να υβρίζεις την Κυβέρνησιν και το Έθνος; Δεν ενθυμείσαι μωρέ όπου ήσουν ιπποκόμος του Θανάση Λιδωρικιώτη. Τι ήσουν μωρέ εσύ τότες όπου εγώ ούτε εις τον οδάν δε σε έβανα, και τώρα αξιώθηκες να συμφάγεις μαζί μου; Δεν αγανακτώ εγώ μωρέ και τόσοι άλλοι όπου και τότες και τώρα εσημαίναμεν, και αγανακτείς εσύ; Τι κακόν είδες; Τι σ’ έκαμεν η Κυβέρνησις; Χρήματα σε έδωσεν, αξιωματικόν σε έκαμε, άτια έχεις, άρματα έχεις, φορέματα έχεις. Δόξα και υπόληψιν χαίρεσαι τι σε λείπει και αδημονείς;

“-Ε, φθάνει τώρα (όσα είπες) θα μ’ αφήσεις να φάγω ψωμί με ησυχίαν ή να φύγω;”» (Ν. Κασομούλη: Ενθυμήματα Στρατιωτικά – τόμος Β΄ 1998, σ. 503-4).
Χρησιμοποιώντας το ανωτέρω παράθεμα, καθώς και πλήθος άλλων από τα καθαυτά κείμενα του Μακρυγιάννη («Απομνημονεύματα» και «Οράματα και θάματα»), ο Βαλέτας επιχειρεί να καταδείξει ότι ο Μακρυγιάννης, στην προσπάθεια ανέλιξής του, μεταχειρίσθηκε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο προκειμένου να διακριθεί, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος  να συναγωνισθεί τους μεγάλους ήρωες του ’21. Έτσι, ως μοναδική λύση (αφού «όλα τα πόστα ήταν κλειστά» γι’ αυτόν, δεδομένου ότι δεν ανήκε στα μεγάλα «τζάκια» των κλεφταρματωλών του 18ου αιώνα), καταφεύγει στο να προσφέρει εκδούλευση στο κατεστημένο. Εξ ου και, παρατηρεί, «Στους εμφύλιους πολέμους πρωταγωνίστησε με το μέρος του κατεστημένου, των καραβοκύρηδων και των Φαναριωτών» (σ. 96), δρώντας στο παρασκήνιο, «υπόγεια και συνωμοτικά» (σ. 45). Γι’ αυτό, συμπληρώνει, «όπως πολύ σοφά του καταλογίζει ο Καραϊσκάκης, ευνοήθηκε από τις κυβερνήσεις της επανάστασης με βαθμούς, χρήματα, άρματα και ρούχα» (σ. 96). Απ’ αυτή και μόνο την άποψη, συμπεραίνει ο Βαλέτας, ο Μακρυγιάννης υπήρξε «κακός πατριώτης, κάκιστος άνθρωπος» (ό.π.).
Εκτός αυτού όμως, ο Μακρυγιάννης, κατά τον μελετητή, υπήρξε και φοβερά εγωπαθής και μεγαλομανής –όπως προκύπτει απ’ τα ίδια του τα κείμενα (σ. 12)– αφού βάζει τον εαυτό του πάνω απ’ όλους τους άλλους αγωνιστές (Καποδίστρια, Ανδρούτσο, Κολοκοτρώνη, Υψηλάντη). Απόδειξη, ότι ο ίδιος ο Βλαχογιάννης, στον πρόλογο των «Απομνημονευμάτων», υπογραμμίζει ότι: «Πολύ ομιλεί περί εαυτού». Αλλά και ο πρέσβης της Γαλλίας Πεσκατόρι έγραψε ότι: «πιστεύει ότι είναι ο πιο ικανός άνθρωπος της Ελλάδας, οι αξιώσεις του είναι υπερβολικές», διαψεύδοντας– τονίζει ο Βαλέτας –«τους θαυμαστές (του Φωτιάδη, Θεοτοκά, Σαββίδη, Λορεντζάτο, Σεφέρη», σ. 13). Αυτή η εγωπάθεια, μοιραίο είναι να τον οδηγεί και στην εμπάθεια και την «κακεντρέχεια στις κρίσεις του», αφού, κατά τον μελετητή, «Δεν αναγνωρίζει ουσιαστικά κανέναν απ’ τους συναγωνιστές του» (σ. 96).

Τέλος, αναφορικά με τη «διγλωσσία» του, ο Βαλέτας τονίζει ότι «ξεπερνάει κάθε όριο [αφού π.χ. υπηρετεί πιστά και με το αζημίωτο τους Κωλέττη, Κουντουριώτη και Μαυροκορδάτο, αλλά αργότερα τους βρίζει λες κι ο αναγνώστης πάσχει από Αλτσχάιμερ και δεν θυμάται το τούλεγε πριν. Γράφει: “Και οι γύφτοι νάχουν την κυβέρνηση εγώ θα υποτάζομαι”• τότε γιατί αντιπολιτεύτηκε τον Καποδίστρια πάντα στην υπηρεσία του φαναριώτικου και υδραίικου κατεστημένου;» (σ. 10). Συμπεραίνει δε ότι στον Μακρυγιάννη υπάρχει μεγάλη διάσταση λόγων και έργων και, συγκεκριμένα, μεταξύ του εγώ και του εμείς, διευκρινίζοντας: «…όταν έχυνε το αίμα του για την πατρίδα ο γενναιότατος αγωνιστής της ελληνικής παλιγγενεσίας βρισκόταν στο εμείς (…) ο ίδιος όμως ο μικροκαπετάνιος Γιάννης Μακρυγιάννης έμεινε στο εγώ όταν πρόδωσε τους συναγωνιστές του και μπήκε στη δούλεψη του γκουβέρνου, όταν έγινε όργανο των καραβοκυραίων της Ύδρας, όταν κέρδισε χρήματα απ’ τα λεφτά του αγγλικού δανείου, όταν συνωμότησε για να ρίξει τον Καποδίστρια, με σκοπό να πάρει βαθμούς, άτια ακριβά και άρματα χρυσοποίκιλτα» (σ. 47).
Το δεύτερο σκέλος των ενστάσεων του Βαλέτα για τον Μακρυγιάννη αφορά την υπερβολική «θρησκοληψία» του. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι έκανε κάθε μέρα 1300 μετάνοιες κι άλλες 100 με το κομποσκοίνι. Αλλού εξομολογείται ότι έκανε 1500 ή 2000 (!) μετάνοιες, ενώ προσευχόταν δυο ώρες την ημέρα («Οράματα και θάματα», σ. 218) και διερωτάται αν ήταν απ’ τη φύση του τόσο θρησκόληπτος ή τον έμαθε η μάνα του (σ. 9).

Εστιαζόμενος κυρίως στο προαναφερθέν βιβλίο του Μακρυγιάννη, ο Βαλέτας απαριθμεί τα τρωτά του, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι: «το θρησκόληπτο, θρησκομανές αυτό παραλήρημα (αφού «δύσκολα ξεχωρίζεις την αλήθεια από τις φαντασιώσεις και παραισθήσεις του»,) δεν έπρεπε να δει το φως της δημοσιότητας» (σ. 15). Γιατί; Διότι με τις παραδοξολογίες και υπερβολές του, αν μη τι άλλο, υπονομεύει τον ίδιο το συγγραφέα του ο οποίος, ούτε λίγο ούτε πολύ, γελοιοποιείται και παρουσιάζεται ως… παράφρων καθώς, σύμφωνα με τον Βαλέτα, «ο Λίνος Πολίτης που προλογίζει το βιβλίο, γράφει ότι ο Βλαχογιάννης είπε του Γ. Θεοτοκά, δείχνοντάς του το νέο χειρόγραφο, κατά λέξη ότι “είναι το έργο ενός τρελού”» (σ. 14), αρνούμενος να το τυπώσει. Κυρίως μέμφεται τους: Παπακώστα  (εκδότη-επιμελητή), Θεοτοκά, Σαββίδη και Σεφέρη.

Εξ ου και το βιβλίο αυτό του Μακρυγιάννη ο συγγραφέας της μελέτης το χαρακτηρίζει «βλαπτικό» διότι: (α) «είναι, εκτός από ένα θρησκόληπτο παραλήρημα, ένας φιλιππικός κατά του φιλοσόφου και δασκάλου του γένους Καΐρη που το ελληνικό κράτος τον καταδίωξε και τον φυλάκισε, τον θανάτωσε. Δυστυχώς ο Μακρυγιάννης τον ταυτίζει με τον Κωλέττη και κείνους που έβλαψαν την πατρίδα» (σ. 20) και (β) διότι «μας παρουσιάζει μια θλιβερή εικόνα του ήρωα της μεγάλης επανάστασης» (ό.π.). Το μόνο θετικό του βιβλίου, σύμφωνα με τον Βαλέτα, είναι ότι «επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα των “Απομνημονευμάτων” του Γιάννη Μακρυγιάννη, αφαιρεί όμως πολλά από την αξία και δόξα του ήρωα της επανάστασης, γιατί μας παρουσιάζει ένα φανατισμένο γραΐδιο που παραληρεί» (σ. 14).
Ό,τι δεν κατάφερε να πετύχει ο Μακρυγιάννης με τα συμβατικά όπλα ενόσω ζούσε (δηλ. να υπερσκελίσει τα πανίσχυρα «τζάκια» των πολεμιστών του ’21), επιδιώκει να πετύχει με το όπλο της «πένας», διατείνεται ο Βαλέτας, και μ’ αυτή τελικά «πετυχαίνει την υστεροφημία» του. Γι’ αυτό και μαθαίνει γράμματα σε μεγάλη ηλικία, προκειμένου να γράψει τα «Απομνημονεύματά» του και να εκδικηθεί μ’ αυτό τον τρόπο – έστω και μεταθανατίως – δημιουργώντας την εντύπωση ότι «αυτός μονάχα είχε το δίκιο με το μέρος του, ότι ό,τι λέει είναι η αλήθεια» (σ. 12), πράγμα βέβαια που δεν καταφέρνει αφού, συχνά, «πέφτει σε αντιφάσεις. Αλληλοδιαψεύδεται» (σ. 12).

Οι πιο αξιοσημείωτες παρατηρήσεις αυτής της μελέτης, ωστόσο, εντοπίζονται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου θίγονται κάποια «καυτά» ζητήματα κι ερωτήματα (αναφορικά με τη φυσιογνωμία του Μακρυγιάννη και του συγγραφικού του έργου) τα οποία συνεχίζουν να παραμένουν ανεξερεύνητα και αναπάντητα, όπως λ.χ. τα εξής:
(α) Γιατί η «συντηρητική» γενιά του ’30 επέλεξε να προβάλει και «αποθεώσει» αυτόν το συγκεκριμένο αγωνιστή-συγγραφέα του ’21 (Μακρυγιάννη); (Μολονότι ο μελετητής δεν απαντά στο ερώτημα, με τον τρόπο που το διατυπώνει και τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί, συνδυάζοντας και ταυτίζοντας την «αντίδραση» με τη «θρησκοληψία», υπαινίσσεται ότι αυτό δεν έγινε καθόλου τυχαία). Το εν λόγω ερώτημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν συναρτηθεί με το επόμενο: (β) Γιατί δηλαδή ούτε ο ίδιος ο Μακρυγιάννης τόλμησε να δημοσιεύσει κανένα από τα χειρόγραφά του ενόσω ζούσε, αλλά ούτε και οι απόγονοί του μεταθανάτια, αλλά τα «Απομνημονεύματα» τυπώθηκαν 43 χρόνια μετά το θάνατό του; Δίσταζαν, φοβόντουσαν ή μήπως αμφέβαλαν για τη σπουδαιότητα και αξία τους; (γ) Ποιος ακριβώς υπήρξε ο ρόλος του Βλαχογιάννη στην όλη υπόθεση ανακάλυψης, διάσωσης, επέμβασης, δημοσίευσης και… εξαφάνισης του πρωτότυπου χειρογράφου των «Απομνημονευμάτων»; Σε τι βαθμό παρενέβη στο αρχικό κείμενο (αφού το βρήκε ημικατεστραμένο και εξαιρετικά δυσανάγνωστο και χρειάστηκε να το αποκαταστήσει με δραστικές παρεμβάσεις) και, τελικά, τι ανήκει στον Μακρυγιάννη και τι στον Βλαχογιάννη; (Εξ ου και καίρια είναι εδώ η επισήμανση του Βαλέτα: «Κανείς δεν ενδιαφέρεται να εξετάσει αν το κείμενο είναι του Μακρυγιάννη ή του Βλαχογιάννη. Η γνώμη μου είναι ότι το κείμενο, που όντως είναι μνημείο του νεοελληνικού λόγου, είναι έργο του Βλαχογιάννη, στηριζόμενο σε χειρόγραφο του Μακρυγιάννη. Κείμενο του Μακρυγιάννη ξαναγραμμένο, διορθωμένο, συμπληρωμένο, ορθογραφημένο από τον Βλαχογιάννη» (σ. 87). (δ) Ενδέχεται ο Βλαχογιάννης να «κατέστρεψε» το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη «γιατί είχε κάνει τόσο μεγάλες επεμβάσεις σ’ αυτό ώστε οι μεταγενέστεροι θα του ζητούσαν να λογοδοτήσει και απολογηθεί», όπως ισχυρίζεται ο Βαλέτας; (σ. 86). Και γιατί ο Βλαχογιάννης ουδέποτε έδωσε εξηγήσεις για την τύχη του χειρογράφου;

Εν κατακλείδι: Η εν λόγω μελέτη του Κ. Βαλέτα θίγει και θέτει περισσότερα ζητήματα κι ερωτήματα (ιστορικά και φιλολογικά) απ’ όσα φιλοδοξεί να φωτίσει και απαντήσει. Δίνει, κάποτε, την αίσθηση ότι είναι υπερβολικά επικριτικός, ίσως και άδικος, ιδιαίτερα όταν, σε στιγμές  ειλικρινούς αυτοεξομολόγησης, παραδέχεται (αναφορικά με την «ανερμάτιστη ιδεολογία» του Μακρυγιάννη) ότι: «Η αλήθεια είναι ότι συχνά τα πράγματα ήταν μπερδεμένα και δύσκολα ξεχώριζες το δίκιο απ’ το άδικο και ποιος αντιπροσώπευε την αντίδραση, ποιος το λαό» (σ. 42). Σωστότατο. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο όμως δεν θα ’πρεπε να είναι επιεικέστερος στις (επι)κρίσεις του; Διότι, εκεί που πραγματικά αποδυναμώνει και αδικεί την κατά τα άλλα αξιέπαινη μελέτη του, είναι όταν, χάνοντας τον αυτοέλεγχό του, παρασύρεται συναισθηματικά και προβαίνει σε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς κατά του στρατηγού (όπως λ.χ. η εξής: «Μα τι τούφταιξε του κρονόληρου Μακρυγιάννη ο μεγάλος διαφωτιστής και δάσκαλος του Γένους Καΐρης; Ποιον αδίκησε; Πώς τον ταυτίζει με τον εγκληματικό του κουμπάρο Κωλέττη;» (σ. 19).
Το ίδιο, κατά καιρούς, υπάρχει η αίσθηση της αντίφασης ή επαμφοτερισμού όταν, από τη μια ο συγγραφέας ομολογεί ότι «όσο υπάρχει το ελληνικό έθνος θα μνημονεύει το όνομά του» (του Μακρυγιάννη, σ. 100) – εξαιτίας των «Απομνημονευμάτων» του – από την άλλη τονίζει τον «ερμαφροδιτισμό» του βιβλίου («το κείμενο […] είναι έργο του Βλαχογιάννη στηριζόμενο σε χειρόγραφο του Μακρυγιάννη», σ. 87), αμφισβητώντας τη σπουδαιότητα των συγγραφέων του («Μνημείο λοιπόν του ελληνικού λόγου. Το να πούμε τώρα ότι ο Μακρυγιάννης – Βλαχογιάννης, δυο συγγραφείς με ένα χέρι, με μια πένα, είναι οι μεγαλύτεροι νεοέλληνες συγγραφείς, το θεωρώ υπερβολή, αν και βρίσκω ότι το κείμενο αυτό έχει αξεπέραστα προτερήματα» (σ. 87).

Μολονότι φαίνεται ότι ο Βαλέτας ξιφουλκεί κατά του Μακρυγιάννη, στην πραγματικότητα επικρίνει περισσότερο τους αβανταδόρους-θαυμαστές του που τον ανέδειξαν και τον λιβανίζουν αδιακρίτως, λέγοντας: «(…) αν κάποιος έχει ταλέντο κι είναι σπουδαίος πεζογράφος, θα τον ανακηρύξουμε πολέμαρχο και κυριότερο ήρωα του ’21; Θα δεχόμαστε τις γνώμες του σαν το ιερό βιβλίο της επανάστασης; Θα τον ανακηρύξουμε άγιο, όπως ζήτησε ο Σαββίδης;» (σ. 10).

Ασχέτως όμως των ενστάσεων που μπορεί να έχει κανείς για τις… ενστάσεις στην υπό συζήτηση μελέτη, ένα είναι σίγουρο: ότι το βιβλίο προσφέρει πολύ «food for thought», (δηλ. «τροφή» για σκέψη και προβληματισμό) και αξίζει να προσεχτεί, ιδιαίτερα από τους επαΐοντες προς όφελος της νεοελληνικής γραμματείας.