O πολιτικός πολιτισμός, που μας υποσχέθηκαν η πρωθυπουργός Τζούλια Γκίλαρντ, και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, εκτελέστηκε εκ προθέσεως κατά τις πρώτες συνεδριάσεις της χειμερινής συνόδου της κοινοπολιτειακής βουλής.

Όσοι παρακολουθείτε τις συνεδριάσεις του σώματος, ιδιαίτερα την ώρα «επίκαιρων ερωτήσεων» (question time), θα έχετε διαπιστώσει, ότι ο πολιτικός πολιτισμός έχει αντικατασταθεί από πολιτικό κανιβαλισμό.

Ούτε τα προσχήματα δεν κρατούν, πλέον, κυβέρνηση και αντιπολίτευση στις συζητήσεις επίμαχων θεμάτων, με αποτέλεσμα οι συνεδριάσεις της βουλής να μοιάζουν, συχνά, με συζητήσεις στα «παράθυρα» της ελληνικής τηλεόρασης, όπου «οι συνομιλητές» -πολιτικοί και μη- ανταλλάσσουν ύβρεις και προπηλακισμούς στη δια πασών.
 Οι λεκτικές μονομαχίες της πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης θυμίζουν τις επικές μάχες, στη βουλή, του πρώην πρωθυπουργού Πολ Κίτινγκ, και του εξ ίσου ετοιμόλογου πολιτικού αντιπάλου του, πρώην θησαυροφύλακα Πίτερ Κοστέλο. Μόνον που οι Κίτινγκ-Κοστέλο φρόντιζαν, πάντα, οι ατάκες τους να περιέχουν και δόση χιούμορ, που βοηθούσε στην εκτόνωση της έντασης. Αντίθετα, οι λεκτικές αντιπαραθέσεις Γκίλαρντ-Άμποτ είναι «σκέτο βιτριόλι». Είναι «σκέτο δηλητήριο».

 Ενάντια στη δεοντολογία και τον κώδικα συμπεριφοράς ηγετών κομμάτων, η πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης ανταλλάσσουν σκληρές ύβρεις, δηλωτικές της προσπάθειας ηθικής και πολιτικής αλληλοεξόντωσης.

«Ψεύτρα», «απάτη», «αναξιόπιστη», Λαίδη Μακμπέθ» είναι μερικά από τα κοσμητικά, με τα οποία ο αρχηγός της αντιπολίτευσης στόλισε την πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια των θυελλωδών συζητήσεων του φόρου ρύπανσης και άλλων επίμαχων θεμάτων.

Η πρωθυπουργός ανταπέδωσε τους χαρακτηρισμούς για τον πρόσθετο λόγο, ότι δεν θέλει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι υστερεί στις αναμετρήσεις της με τους αρσενικούς πολιτικούς αντιπάλους της.

Δεν λείπουν, βέβαια, και τα θανατηφόρα βλέμματα τα οποία αποκαλύπτουν τα συναισθήματα που τρέφουν οι της κυβέρνησης για τους αντιπάλους τους και τανάπαλιν.
Η αντιπρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τζούλι Μπίσοπ, θύμισε ιοβόλο κόμπρα -είδος της κόμπρας που εκτοξεύει το δηλητήριό της -με τη ματιά που έριξε στην πρωθυπουργό μετά την υποβολή ερώτησης για το φόρο ρύπανσης. Αν το βλέμμα της κ. Μπίσοπ ήταν σφαίρα θα είχε χτυπήσει την πρωθυπουργό κατάκαρδα.
Το «πιστοποιητικό θανάτου» του πολιτικού πολιτισμού ήταν η «ευφυής» παρομοίωση της πρωθυπουργού με τον αιμοσταγή δικτάτορα της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι, που ξεστόμισε η «δική» μας, η Σοφία Μιραμπέλα, πρώην Πανοπούλου.

Ε, όχι και Καντάφι η πρωθυπουργός, κ. Μιραμπέλλα, σε περίοδο που ο Καντάφι έχει επικηρυχθεί από το λαό του και τη διεθνή κοινότητα για την αδιάκριτη σφαγή του λαού του. Ο χαρακτηρισμός είναι από τους προσβλητικότερους που μπορεί να προσάψει κάποιος σε ηγέτη χώρας και αντανακλά αρνητικά και σε αυτή/ αυτόν που τον προσάπτει αβασάνιστα σε πολιτικό αντίπαλο.

Η ηθική χαλάρωση δεν είναι τυχαία. Είναι προμελετημένη και εδράζεται στην ανάγκη της πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επιτύχουν πολιτικό «νοκ άουτ».

Τόσον η κ. Γκίλαρντ, όσο και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης έχουν στοιχηματίσει την πολιτική ύπαρξή τους στην σκληρή αντιπαράθεσή τους. Η πρωθυπουργός επιδιώκει να εδραιωθεί ως αρχηγός του Εργατικού Κόμματος και ως πρωθυπουργός με «αποφάσεις και δράσεις», που θα αλλάξουν το πολιτικό γίγνεσθαι. Βιάζεται, δε, να επιτύχει την αναγνώριση σε χρόνο ασφαλείας από τις επόμενες εκλογές. Εξ ου και η αιφνιδιαστική προώθηση του φόρου ρύπανσης της ατμόσφαιρας (carbon tax), η ταχύρυθμη προώθηση των αλλαγών στη δημόσια υγεία, η επιστροφή στους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, η προώθηση σχεδίου κατασκευής κέντρου υποδοχής στο Ντάργουϊν, αντί του Ανατολικού Τιμόρ.

Ο Τόνι Άμποτ προσπαθεί να πλήξει τις προσπάθειες και τα σχέδια της πρωθυπουργού με την άμεση αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της κ. Γκίλαρντ, της χρησιμότητας των εξαγγελιών της, του τρόπου χρηματοδότησης των κυβερνητικών υποσχέσεων, της αδυναμίας του Εργατικού Κόμματος να διαχειριστεί αποτελεσματικά την εθνική οικονομία και της «απόλυτης υποταγής» της κυβέρνησης και της πρωθυπουργού στους «πράσινους». Με λίγα λόγια, ο Τόνι Άμποτ στοχεύει την ανατροπή της κυβέρνησης βέβαιος, ότι σε μία νέα εκλογική αναμέτρηση ο αυστραλιανό λαός θα καταψηφίσει τους Εργατικούς.

Άλλο, όμως, το επιθυμητό και άλλο το εφικτό. Η πρωθυπουργός κέρδισε την πρώτη μεγάλη μάχη, στον πόλεμο να κρατηθείς την εξουσία, εξασφάλισε την ψήφιση, από βουλή και γερουσία, του φόρου αποκατάστασης των ζημιών στην Κουηνσλάνδη (levy) με τη δέσμευση του τελευταίου «σκληρού», του ομογενούς ανεξάρτητου γερουσιαστή Νίκου Ξενοφώντα να στηρίξει το κυβερνητικό νομοσχέδιο στη γερουσία.

Έπονται και άλλες, σκληρές μάχες πολιτικής επιβίωσης, η έκβαση των οποίων θα κρίνει το μέλλον των Γκίλαρντ-Άμποτ. Ένα είναι βέβαιο στην παρούσα φάση, η συνέχιση του πολιτικού κανιβαλισμού.