Ο 21ος αιώνας προδιαγράφεται ως ο αιώνας της Ασίας, και πιο συγκεκριμένα της Κίνας και της Ινδίας, καθώς ο παγκόσμιος γεωπολιτικός και οικονομικός χάρτης αλλάζει ραγδαία.
Κατά την περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται αντιμέτωπες με την μεγαλύτερη μεταπολεμική οικονομική κρίση, και η Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνίζεται να διασώσει ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης από την πτώχευση, οι δύο ασιατικές χώρες Κίνα και Ινδία σημειώνουν ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης που είναι ανέφικτοι για τις χώρες της Δύσης και για την Ιαπωνία και Νότια Κορέα.
Ο 20ς αιώνας υπήρξε ο αιώνας της Δύσης. Στο πρώτο του ήμισυ ήταν ο αιώνας της Ευρώπης, και συγκεκριμένα της Μεγάλης Βρετανίας, αν και η Γερμανία διεκδίκησε ένα μέρος του, χωρίς όμως επιτυχία. Στο δεύτερο ήμισυ, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έμειναν η αναμφισβήτητη παγκόσμια δύναμη, σε βαθμό που ο εκάστοτε Πρόεδρός τους να αποκαλείται «Πλανητάρχης».
Με την ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας της η Κίνα ξεπέρασε την Ιαπωνία και είναι πλέον η δεύτερη οικονομική δύναμη του Πλανήτη, μετά τις ΗΠΑ. Σε λίγα χρόνια θα πάρει την πρωτοπορία, και θα προβάλει ως ο νέος ήλιος, ο οποίος μάλιστα θα ανατέλλει από την Ανατολή, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Παράλληλα, η Κίνα βρίσκεται σε μακροχρόνιο ανταγωνισμό με την άλλη ανερχόμενη οικονομική και πολιτική υπερδύναμη, την Ινδία, η οποία αναδύεται ως η χώρα που σε 2-3 δεκαετίες ενδέχεται να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή.
Για παράδειγμα, οι αναλυτές της μεγάλης χρηματοπιστωτικής εταιρείας Citigroup σε έκθεσή τους προβλέπουν πως γύρω στο 2020 η Κίνα θα καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, και από τα μέσα του αιώνα η Ινδία θα διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία.
Μακροπρόθεσμα, λοιπόν, δύο ασιατικές χώρες, οι οποίες στην πραγματικότητα μοιάζουν με ηπείρους και όχι κράτη, θα είναι οι μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου.
Πράγματι, η Κίνα και η Ινδία, με πληθυσμό 1.330.000.000 και 1.141.000.000 κατοίκους αντίστοιχα, αποτελούν πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού του Πλανήτη μας.
Αυτή θα είναι η πρώτη φορά στην νεότερη παγκόσμια ιστορία που δύο ασιατικές χώρες, και μάλιστα γειτονικές, θα βρεθούν στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας.
Δεδομένου ότι οι δύο αυτές χώρες έχουν διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα, αλλά και εδαφικές διαφορές, ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειρισθούν τη μεταξύ τους σχέση θα διαμορφώσει την διεθνή πολιτική.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πόλεμο του 1962 μεταξύ της Κίνας και της Ινδίας, στον οποίο η Ινδία υπέστη ταπεινωτική ήττα. Αυτό μπορεί να συνέβη πριν από 49 χρόνια, όμως η Κίνα συνεχίζει να αναβαθμίζει τον εξοπλισμό του στρατού της, κατασκευάζει ένα μεγάλο ναυτικό στόλο, και αναπτύσσει μια νέα γενιά πολεμικών αεροπλάνων, τα οποία θα είναι αθέατα από ραντάρ.
Βέβαια πρωταρχική μέριμνα της Κίνας είναι να μειώσει τη διαφορά που την χωρίζει από την στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών. Όμως, αυτή η εξοπλιστική της δραστηριότητα δεν μπορεί να μην ανησυχεί την Ινδία.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ
Τα τελευταία χρόνια το εργατικό δυναμικό της Κίνας γηράσκει, καθώς ο αριθμός των γεννήσεων είναι περιορισμένος λόγω της πολιτικής του ενός παιδιού κατά οικογένεια που εφαρμόζεται από το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Σε αντίθεση, στις ημέρες μας η Ινδία διαθέτει ένα νεαρό και συνεχώς αυξανόμενο εργατικό δυναμικό. Η αναλογία παιδιών και ηλικιωμένων προς τους εργαζόμενους είναι μια από τις καλύτερες του Πλανήτη, και υπολογίζεται πως θα παραμείνει έτσι αρκετό χρονικό διάστημα. Τα κέρδη για τη χώρα, από αυτήν τη δημογραφική σύνθεση, θα είναι πολλά.
Δημογραφικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα δείχνουν ότι το 2025 στην Ινδία θα ζουν 1,396 δισεκατομμύρια άνθρωποι ενώ στην Κίνα 1,394 δισεκατομμύρια. Με άλλα λόγια, η Ινδία αναμένεται να γίνει η πιο πολυπληθής χώρα του Πλανήτη στα επόμενα 15-16 χρόνια.
Η Ινδία έχει ένα ακόμη πλεονέκτημα. Ως χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, δεν θεωρείται ως απειλή για τη Δύση, και ως εκ τούτου έχει ισχυρούς φίλους, οι οποίοι την θεωρούν ως αντίβαρο στην κομουνιστική Κίνα.
Παρ’ όλα αυτά, οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει φιλικές σχέσεις, όπως πιστοποιείται και από πρόσφατη επίσκεψη στην Ινδία του Πρωθυπουργού της Κίνας, Γουέν Τζιαμπάο, με συνοδεία 300 περίπου επιχειρηματιών. Κατά τη διάρκεια των διμερών συζητήσεων υπογράφηκαν εμπορικές συμφωνίες ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής του στην Ινδία ο Ντομινίκ Στρος-Καν, Διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εντυπωσιάστηκε από την θεαματική ανάπτυξη της Ινδίας, σε βαθμό που τον έκανε να πει: «πράγματι η Ινδία έχει γίνει οικονομική υπερδύναμη».
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Τα τελευταία χρόνια στην οικονομική ορολογία έχει δημιουργηθεί ένας νέος όρος: ανατολικός καπιταλισμός.
Με τον όρο αυτό περιγράφεται η πρακτική των πολυεθνικών εταιρειών να δημιουργούν μονάδες παραγωγής σε διάφορες χώρες, εκμεταλλευόμενες για την παραγωγή ή συναρμολόγηση διαφόρων προϊόντων τα χαμηλά ημερομίσθια, αλλά και την τεχνογνωσία στις χώρες της επιλογής τους.
Στην πλειονότητά τους οι χώρες αυτές βρίσκονται στην Ασία, με την Κίνα, την Ινδία και τις Φιλιππίνες να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Προϊόντα πολυεθνικών εταιριών όπως της Nike και Puma στον τομέα των αθλητικών ειδών, της Philips, Nokia, Dell, IBM στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητής τηλεφωνίας, καθώς και αμερικανικά και ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, κατασκευάζονται ή συναρμολογούνται στις παραπάνω χώρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη συντήρηση και επισκευή αεροπλάνων.
Και δεν είναι μόνο τα βιομηχανικά προϊόντα, αλλά και μεγάλες εταιρείες που προσφέρουν υπηρεσίες, όπως η Τέλστρα, έχουν μεταφέρει στην Ασία, και κυρίως στην Ινδία, την παροχή πληροφοριών διά μέσου ηλεκτρονικών μέσων. Το ίδιο συμβαίνει και με την τη διαφήμιση προϊόντων και υπηρεσιών διαφόρων εταιρειών διά μέσου του τηλεφώνου.
Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι η μείωση του κόστους για την παραγωγή προϊόντων ή την παροχή πληροφοριών, και ως εκ τούτου η αύξηση στα περιθώρια κέρδους για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Παράλληλα όμως από τη μια ανέρχεται το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων των ασιατικών χωρών, και κυρίως της Κίνας και της Ινδίας, και η τεχνογνωσία του εργατικού δυναμικού τους, ενώ από την άλλη επέρχεται η σταδιακή αποβιομηχάνιση των παραδοσιακών δυτικών οικονομιών, και η αύξηση της ανεργίας.
Μια άλλη συνέπεια του «ανατολικού καπιταλισμού» είναι ότι η Κίνα και η Ινδία δεν έχουν υποστεί τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στο βαθμό που τις έχουν υποστεί οι δυτικές χώρες και η Ιαπωνία.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις από αυτήν την τάση για τις χώρες της Δύσης δεν σταματούν εδώ. Μεγάλες επιχειρήσεις, όπως IBM στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία MG, και πρόσφατα η σουηδική Volvo, εξαγοράστηκαν από κινεζικές εταιρείες.
Τις ημέρες αυτές γίνεται πολύς λόγος για την εξαγορά μεγάλων αυστραλιανών αγροκτημάτων από κινεζικές εταιρείες.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι στις ημέρες μας γινόμαστε μάρτυρες ενός μεταβατικού σταδίου, κατά το οποίο ο καπιταλισμός, που μέχρι πρόσφατα ήταν γέννημα και θρέμμα της Δύσης, σταδιακά μετατοπίζεται στην Ανατολή, και κυρίως στην κομουνιστική Κίνα και στην Ινδία.
Όταν στις παραπάνω χώρες προσθέσουμε και τη Ρωσία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας, με τα πλούσια αποθέματα ορυκτού πλούτου, βρίσκεται στην Ασία, τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι σε λίγα χρόνια η Ανατολή θα γίνει το κέντρο της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Η Ευρώπη, από όπου ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση, και η Αμερική όπου ανδρώθηκε ο καπιταλισμός, θα γίνουν τα βαγόνια της ασιατικής οικονομικής ατμομηχανής…