Ο πολυπολιτισμός δεν κινδυνεύει στην Αυστραλία. Θα κινδυνεύσει αν τα πολιτικά κόμματα συνεχίσουν να τον χρησιμοποιούν ως ψηφοθηρικό μέσον, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της διαιρετικής πολιτικής τους, δηλώνει στο Νέο Κόσμο ο γνωστός υπέρμαχος του πολυπολιτισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πρώην πρωθυπουργός Μάλκολμ Φρέϊζερ.
Σε μία εγκάρδια συνέντευξη στο γραφείο του, στο κέντρο της Μελβούρνης, ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ότι ο πολυπολιτισμός «αποδίδει καρπούς ως πολιτική αναγνώρισης της φυλετικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας καθώς και ως πολιτική παροχής ίσων ευκαιριών και απρόσκοπτης πρόσβασης όλων των πολιτών στις κρατικές υπηρεσίες. Θα αποδώσει, δε, μεγαλύτερους καρπούς, αν αναπροσαρμοστεί στις σημερινές ανάγκες της χώρας και του μεταναστευτικού πληθυσμού της».
Λαύρος ο κ. Φρέϊζερ, καταγγέλλει τα πολιτικά κόμματα της Αυστραλίας, ότι «παίζουν εν ου παικτοίς» με κίνδυνο μόνιμης διάσπασης της αυστραλιανής κοινωνίας σε αντιμαχόμενες κοινωνικές ομάδες.
«Διαπράττουν εθνικό έγκλημα όσοι χρησιμοποιούν τη μετανάστευση και τον πολυπολιτισμό για ψηφοθηρικούς λόγους» τονίζει εμφατικά. «Ο πολυπολιτισμός είναι η πολιτική, είναι το εργαλείο, είναι το μέσον διασφάλισης της αρμονικής συμβίωσης πολιτών διαφορετικής εθνικής και πολιτισμικής καταγωγής. Είναι η πολιτική αναγνώρισης και στήριξης της διαφορετικότητας. Δεν προσφέρεται για ψηφοθηρία. Ομοίως, η μετανάστευση είναι το μέσον κάλυψης των αναγκών της χώρας μας σε παραγωγικά χέρια και δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η επιστροφή της Αυστραλίας στις μαύρες εποχές του παρελθόντος, που το χρώμα του δέρματος και ο τόπος καταγωγής αποτελούσαν κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης συνανθρώπων άλλων εθνικοτήτων, θα έχει ολέθριες συνέπειες για τη χώρα και το έθνος.
Με λυπεί βαθύτατα ο ανταγωνισμός των πολιτικών κομμάτων στο ευαίσθητο θέμα της μετανάστευσης και του πολυπολιτισμού, διότι εμπεριέχει το διαρκή κίνδυνο συγκρούσεων, οι οποίες θα θρυμματίσουν τον κοινωνικό ιστό, θα εδραιώσουν κλίμα φυλετικών και πολιτισμικών συγκρούσεων, θα αναστείλουν την πρόοδό μας και θα βλάψουν το κύρος μας διεθνώς.
Θεωρώ, ότι οι ηγεσίες των κομμάτων οφείλουν να αναγνωρίζουν την προσφορά των μεταναστών στην ανάπτυξη της Αυστραλίας, να διευκολύνουν την ένταξη των μεταναστών στην αυστραλιανή κοινωνία με συγκροτημένες πολιτικές και να αποφεύγουν ακρότητες που ενθαρρύνουν το ρατσισμό και τις διακρίσεις» σημειώνει ο απόμαχος πολιτικός, που θεμελίωσε τον πολυπολιτισμό ως πολιτική του αυστραλιανού κράτους.
Ο κ. Φρέϊζερ κρίνει εξ ίσου επιζήμιες με τον κομματικό ανταγωνισμό τις ατεκμηρίωτες εκτιμήσεις ηγετών άλλων κρατών για τον πολυπολιτισμό. Διαφωνεί κάθετα με την άποψη της Καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, περί αποτυχίας του πολυπολιτισμού, ενώ θεωρεί ότι η πολυπολιτισμική πολιτική που ευαγγελίζεται ο Βρετανός πρωθυπουργός Νταγκ Κάμερον, δεν διαφέρει από την αυστραλιανή.
«Η καγκελάριος της Γερμανίας δεν δικαιούται να έχει άποψη για τον πολυπολιτισμό, διότι η χώρα της δεν άσκησε, ποτέ, πολυπολιτισμική πολιτική» σχολιάζει.
«Η Γερμανία είχε ανέκαθεν τους επισκέπτες-εργάτες, οι οποίοι έμεναν στη χώρα όσο διαρκούσε η σύμβαση απασχόλησή τους και μετά επέστρεφαν στις χώρες καταγωγής τους. Δεν συνέτρεχε λόγος σχεδιασμού και υλοποίησης πολυπολιτισμικής πολιτικής. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, η κ. Μέρκελ να έχει άποψη για τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα της πολυπολιτισμικής πολιτικής άλλης χώρας.
Το δε μοντέλο πολυπολιτισμού, που συζητά ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, δεν διαφέρει από το πολυπολιτισμικό μοντέλο της Αυστραλίας, δοθέντος ότι και η Βρετανία είναι χώρα υποδοχής μεγάλου αριθμού μεταναστών, πολλοί εκ των οποίων προέρχονται από χώρες-μέλη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας» αποφαίνεται.
Ερωτώ τον κ. Φρέϊζερ, εάν ξαναζούμε την μεταπολεμική περίοδο, που κάθε συζήτηση για τον πολυπολιτισμό θεωρείτο άσχετη προς την πραγματικότητα και ανάθεμα για την Αυστραλία.
«Κάποιοι προσπαθούν να αναβιώσουν την εποχή εκείνη, στοχοποιώντας συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες» απαντά. «Για παράδειγμα, η δαιμονοποίηση των μουσουλμάνων μεταναστών λόγω προκαταλήψεων ή διεθνών γεγονότων, δημιουργεί αναίτια ένταση στις σχέσεις μερίδας του αυστραλιανού πληθυσμού με μετανάστες μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η μερίδα αυτή των συμπολιτών μας είναι οι θετικοί δέκτες της αντιμεταναστευτικής προπαγάνδας.
Θα θυμάστε, είμαι βέβαιος, τα προβλήματα που είχαμε στο παρελθόν με τους Ασιάτες μετανάστες, απόρροια της πολιτικής της «Λευκής Αυστραλίας». Τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν μετά την άφιξη των πρώτων μεταναστών από το Βιετνάμ, διότι η παρουσία των Βιετναμέζων στην Αυστραλία -μετά τη λήξη του πολέμου- διέλυσε τους φόβους που καλλιεργούσαν σκόπιμα τα υπερσυντηρητικά στοιχεία της κοινωνίας μας. Θεωρώ, ότι ο χρόνος θα λειτουργήσει καταλυτικά. Αρκεί, επαναλαμβάνω, να πάψει η ψηφοθηρική εκμετάλλευση του ανθρώπινου φόβου από επιτήδειους πολιτικούς».
Ιστορικά, ο ρατσισμός εκδηλώνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Στην Αυστραλία καταγράφονται ανησυχητικά κρούσματα ρατσισμού σε περίοδο οικονομικής ευημερίας. Πού αποδίδεται το φαινόμενο αυτό; ερωτώ.
«Πρέπει να γυρίσουμε πίσω μερικά χρόνια για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο. Θεωρώ, ότι οι πρώτες φωνές αντίδρασης ενάντια στον πολυπολιτισμό καταγράφηκαν στη δεκαετία του’80 από πολιτικούς παράγοντες της χώρας και ομοϊδεάτες τους πολίτες.
Ακολούθησε το φαινόμενο Πολίν Χάνσον, που αναμόχλευσε μίση και πάθη του παρελθόντος. Οι τότε κυβερνήσεις Χάουαρντ, φοβούμενες το πολιτικό κόστος μίας συντονισμένης εκστρατείας κατά της κ. Χάνσον και της πολιτικής της, παλινώδησαν, με αποτέλεσμα την εκλογή της αλλοπρόσαλλης εξτρεμίστριας στην εθνική βουλή, με εμπρηστική συνθηματολογία κατά των Ασιατών μεταναστών.
Θυμόμαστε όλοι τις κορώνες της κ. Χάνσον για δήθεν «κατακλυσμό της Αυστραλίας από Ασιάτες» και για «κατάργηση του διαιρετικού πολυπολιτισμού». Αντί, λοιπόν, να την καταγγείλουν στο λαό και να την φιμώσουν προβάλλοντας επίμονα τα μεγάλα οφέλη που έχει αποκομίσει η Αυστραλία από την επιτυχημένη μεταναστευτική πολιτική της και τον πολυπολιτισμό, ο Τζον Χάουαρντ απάντησε στην πρόκληση με τη θλιβερή πολιτική «One Nation, one future – Ένα Έθνος ένα μέλλον» που, αντί να βλάψει την Πολίν Χάνσον της έδωσε πρόσθετα επιχειρήματα.
Είχαμε, στη συνέχεια, τη θλιβερή προσπάθεια της κυβέρνησης Χάουαρντ να θεσπίσει κριτήρια παροχής της αυστραλιανής υπηκοότητας σε αλλοδαπούς, που η ίδια η κυβέρνηση αδυνατούσε να προσδιορίσει επακριβώς. Ομολογώ, ότι αδυνατώ ο ίδιος να προσδιορίσω τις «αυστραλιανές αξίες -Australian values- που η πρώην κυβέρνηση Χάουαρντ ζητούσε από τους υποψήφιους Αυστραλούς πολίτες να ενστερνιστούν. Αδυνατώ, επίσης, να καταλάβω πόσο ωφέλιμη θα ήταν για την Αυστραλία ή για τους υποψήφιους Αυστραλούς πολίτες η μελέτη των άθλων του Ντον Μπράμπμαν, του φημισμένου Αυστραλού παίκτη κρίκετ.
Ακολούθησε το φιάσκο με το πλοίο Τάμπα, το θλιβερό επεισόδιο με τους 438 Αφγανούς ναυαγούς, που είχε παραλάβει το νορβηγικό φορτηγό Τάμπα έξω από τα χωρικά ύδατα της Αυστραλίας -μετά το ναυάγιο του σαπιοκάραβου στο οποίον επέβαιναν- και η κυβέρνηση Χάουαρντ αρνείτο να δεχθεί.
Θεωρώ, ότι τα γεγονότα με τους πρόσφυγες του Τάμπα και η πολιτική «Pacific Solution» -η πολιτική υποχρεωτικής κράτησης προσφύγων εκτός Αυστραλίας- είναι η μελανότερη σελίδα στη σύγχρονη ιστορία της Αυστραλίας, διότι συνέβησαν κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, το οποίον προβλέπει τη μεταφορά ναυαγών στο πλησιέστερο λιμάνι και της Συνθήκης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Προστασία των Προσφύγων (UN 1951 Convention on Refugees) που έχει υπογράψει η Αυστραλία, και μας διέσυραν διεθνώς. Το λαϊκίστικο σλόγκαν της κυβέρνησης Χάουαρντ, «εμείς αποφασίζουμε ποιος μπαίνει στη χώρα μας» εξασφάλισε ψήφους στο Συνασπισμό, αλλά έβλαψε καίρια το κύρος της Αυστραλίας.
Για να εκτιμήσετε το μέγεθος της προσβολής, που ένοιωσαν πολλοί Αυστραλοί πολίτες από τα γεγονότα του Τάμπα, σας αναφέρω το εξής περιστατικό. Μετά τα γεγονότα παρευρέθηκα σε εκδήλωση στο Kennedy School των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης με πλησίασαν Αυστραλοί φοιτητές και με έκδηλη οργή με ρώτησαν: «Μέχρι πότε θα υποκρινόμαστε, ότι δεν είμαστε Αυστραλοί πολίτες;». Τους απάντησα, ότι ήμουν το ίδιο οργισμένος με εκείνους για τα θλιβερά γεγονότα και ότι αισθανόμουν εξ ίσου προσβεβλημένος από τη συμπεριφορά της αυστραλιανής κυβέρνησης.
Οφείλω να σημειώσω ότι, αν το Εργατικό Κόμμα είχε ασκήσει, τότε, σκληρή αντιπολίτευση, θα είχε υποχρεώσει την κυβέρνηση Χάουαρντ να αναθεωρήσει τη στάση της. Δυστυχώς, η υπόθεση Τάμπα δίχασε το Εργατικό Κόμμα. Η αριστερή παράταξη απαιτούσε «χαλαρότερη» αντιμετώπιση των προσφύγων, ενώ η δεξιά παλινωδούσε. Η ερμαφρόδιτη στάση του Εργατικού Κόμματος επικρίθηκε έντονα από τη βάση του και άλλους φιλάνθρωπους Αυστραλούς πολίτες, αλλά οι επικρίσεις δεν άλλαξαν τη στάση της ηγεσίας του.
Κοντολογίς, ο Συνασπισμός και το Εργατικό Κόμμα ανταγωνίζονταν, την περίοδο εκείνη, ποιος θα δείξει σκληρότερο πρόσωπο στους πρόσφυγες για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η «η σκληρή» πολιτική των κομμάτων εξουσίας δεν μείωσε τη ροή των προσφύγων προς την Αυστραλία.
«Δυστυχώς, η κυβέρνηση Ραντ που διαδέχθηκε την κυβέρνηση Χάουαρντ δεν φρόντισε να αποκαταστήσει τον πολυπολιτισμό και να προβάλλει την ανάγκη ανθρώπινης αντιμετώπισης των προσφύγων. Η εμμονή στην πολιτική διεκπεραίωσης αιτήσεων για πολιτικό άσυλο εκτός Αυστραλίας, οδήγησε στην πολύνεκρη τραγωδία του περασμένου Δεκεμβρίου, που δεκάδες πρόσφυγες πνίγηκαν, πριν φθάσουν στα Νησιά των Χριστουγέννων.
Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν στο ναυάγιο του Δεκεμβρίου. Και σαν να μην έφθανε αυτό, ο σκιώδης υπουργός Μετανάστευσης Σκοτ Μόρισον, στέλεχος του Λίμπεραλ Πάρτι, επέκρινε την απόφαση της κυβέρνησης Γκίλαρντ να μεταφέρει δωρεάν τους επιζήσαντες πρόσφυγες στις κηδείες των αγαπημένων τους προσώπων.
«Ο Σκοτ Μόρισον είναι το ίδιο στέλεχος του Συνασπισμού, που σύμφωνα με δημοσιεύματα, προέτρεπε τους συναδέλφους του, μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας στου Συνασπισμού, «να εκμεταλλευθούν πολιτικά το λαϊκό αίσθημα κατά των μουσουλμάνων». Λυπάμαι, αλλά οι απόψεις του κ. Μόρισον δεν συνάδουν με τις αρχές και την ιδεολογία του Λίμπεραλ Πάρτι. Δεν είναι οι απόψεις του Ρόμπερτ Μένζις, οι δικές μου, μήτε οι απόψεις άλλων στελεχών του Λίμπεραλ Πάρτι. Είναι υπερσυντηρητικές απόψεις, δεν είναι φιλελεύθερες.
«Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, λέω ότι η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η πολεμική κατά του πολυπολιτισμού, που βιώνουμε σήμερα, είναι άσχετα με την οικονομική κατάστασή μας. Είναι, όμως, πολύ σχετικά με την πολιτική που άσκησαν τα κόμματα εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες, πολιτική που υποβάθμισε τη διαφορετικότητα, ως αξία, έθεσε σε αμφισβήτηση την μεταναστευτική πολιτική της χώρας, υπέταξε τον ανθρωπισμό στην ψηφοθηρία».
Είπατε ενωρίτερα, ότι η διαφορετικότητα είναι αξία και υποθέτω, ότι διαφωνείτε κάθετα με την πολιτική του Melting Pot -του χωνευτηρίου- που μηδενίζει την ταυτότητα και τον αυτοσεβασμό του πολίτη. Είναι σωστή η υπόθεσή μου;
«Απολύτως. Είναι μεγάλη αξία η διαφορετικότητα, όπως βεβαιώνουν τα καταγεγραμμένα οφέλη, οικονομικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, που έχει αποκτήσει η Αυστραλία.
Η πολιτική του «ενός μοντέλου πολίτη» δεν έχει εφαρμογή σε χώρες σαν την Αυστραλία, όπου ένα στους πέντε πολίτες της είναι μεταναστευτικής καταγωγής. Η πολιτική του ενός μοντέλου πολίτη υποτιμά την αξία της διαφορετικότητας και στερεί από χώρες και λαούς πολλαπλά οφέλη».
Πιστεύετε, ότι η απόφαση της κυβέρνησης Γκίλαρντ να στηρίξει τον πολυπολιτισμό θα αποκαταστήσει το κύρος του, ως πολιτική, και θα αμβλύνει τις μεθοδευμένες αντιδράσεις;
«Χαίρομαι για την απόφαση της κυβέρνησης να αποκαταστήσει τον πολυπολιτισμό, που η κυβέρνηση Ραντ είχε παραμερίσει. Η συγκυρία είναι ευνοϊκή, αλλά η προσπάθεια δεν θα τελεσφορήσει αν δεν ληφθούν αποδοτικά μέτρα και δεν αλλάξει η νοοτροπία των κομμάτων».
Αν σας ζητούσα να προτείνετε στην κυβέρνηση Γκίλαρντ δύο πράγματα, που, κατά τη γνώμη σας, θα ενισχύσουν τον πολυπολιτισμό μακροπρόθεσμα, τι θα προτείνατε;
«Τα δύο πράγματα που θα πρότεινα είναι μία νέα έρευνα Galbally, σαν αυτή που έκανε η κυβέρνησή μου στη δεκαετία του ’70, και τον τερματισμό του ψηφοθηρικού ανταγωνισμού των πολιτικών κομμάτων.
Να θυμίσω, ότι η πολυπολιτισμική πολιτική της κυβέρνησής μου, που ανέδειξε τη σημασία του πολυπολιτισμού για την Αυστραλία, θεμελιώθηκε στην Έκθεση Γκάλμπαλι (Galbally Report) για τις ανάγκες εγκατάστασης των μεταναστών.
Συμβουλευτήκαμε τότε την Αυστραλεολληνική Πρόνοια και άλλους φορείς παροχής υπηρεσιών στους μετανάστες και ενσωματώσαμε τις προτάσεις τους στην πολιτική μας.
Ο Σπύρος Μωραΐτης, ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ο Πέτρος Γεωργίου και άλλα έγκριτα μέλη της κοινωνίας μας, συνεισέφεραν ιδέες, οι οποίες αποτέλεσαν το θεμέλιο της πολιτικής μας.
Έτσι δημιουργήσαμε την Ειδική Υπηρεσία Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (SBS), δημιουργήσαμε υπηρεσίες εξυπηρέτησης των μεταναστών (ethnospecific services), διασφαλίσαμε την πρόσβαση των νεοφερμένων μεταναστών σε κρατικές υπηρεσίες και λάβαμε πρωτοβουλίες που διευκόλυναν την εγκατάσταση των μεταναστών και την διεκδίκηση ίσων ευκαιριών στη νέα τους πατρίδα.
Δημιουργήσαμε το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Πολυπολιτισμικών Υποθέσεων,
ένα φορέα με αποκλειστικό αντικείμενο τον πολυπολιτισμό που ερευνούσε τις ανάγκες των μεταναστών, κατέγραφε τα οφέλη από τον πολυπολιτισμό και τα προέβαλε στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία, συμβούλευε κυβερνήσεις και κρατικές υπηρεσίες και υποδείκνυε πολιτικές.
Μία τέτοια έρευνα είναι απόλυτα αναγκαία σήμερα και προτρέπω την κυβέρνηση Γκίλαρντ να την τολμήσει, διότι αν χάσει τις επόμενες εκλογές ο Τόνι Άμποτ δεν πρόκειται να ασχοληθεί με τον πολυπολιτισμό.
Στιγμάτισα ενωρίτερα την ψηφοθηρική εκμετάλλευση της μετανάστευσης και του πολυπολιτισμού από τα πολιτικά κόμματα. Επιμένω στην άποψή μου, ότι καμία πολιτική δεν θα αποδώσει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα αν δεν υπάρξει συναίνεση των πολιτικών κομμάτων επί των βασικών αρχών της μεταναστευτικής και πολυπολιτισμικής πολιτικής μας».