Οι βιβλικές καταστροφές που προκάλεσαν στην Ιαπωνία ο σεισμός και το τσουνάμι, ίσως βοηθήσουν την πρωθυπουργό Τζούλια Γκίλαρντ, να πουλήσει το φόρο ρύπανσης (carbon tax) που θα επιβάλλει από την αρχή του νέου οικονομικού έτους.

Πώς θα την βοηθήσουν; Μεταθέτοντας χρονικά τη συζήτηση για τη χρησιμοποίηση ουρανίου, ως καύσιμη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η βλάβη που προκάλεσε ο σεισμός στο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην πόλη Fukushima, έχει προκαλέσει πανικό σε ολόκληρη την υφήλιο, καθώς επικρέμεται η απειλή διαρροής ραδιενέργειας στην ατμόσφαιρα.

Οι κυβερνήσεις κάποιων χωρών έβαλαν στο αρχείο σχέδια για την κατασκευή πυρηνοκίνητων μονάδων, μερικές αναθεωρούν τα σχέδιά τους και άλλες εξετάζουν την ασφάλεια πυρηνοκίνητων εργοστασίων τους.

Χαρακτηριστικό το προχθεσινό πρωτοσέλιδο του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, ότι οι σοβαρές βλάβες στο εργοστάσιο Fukushima «σήμαναν το τέλος της πυρηνικής εποχής». Σήμαναν, δηλαδή, το τέλος της χρήσης ουρανίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Η χρήση ουρανίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι ένα από τα θέματα που επρόκειτο να απασχολήσουν το Ετήσιο Συνέδριο του Εργατικού Κόμματος στο τέλος του έτους. Κορυφαία στελέχη του Εργατικού Κόμματος στηρίζουν τη χρήση ουρανίου, διότι είναι «το καθαρότερο» καύσιμο.

Η Αυστραλία έχει τα μισά, σχεδόν, κοιτάσματα ουρανίου της υφηλίου πλεονέκτημα, που κατά την εκτίμηση στελεχών του Εργατικού Κόμματος, πρέπει να αξιοποιηθεί για την κίνηση ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων με χαμηλό κόστος και για την προστασία του περιβάλλοντος από τους ρύπους που παράγουν άλλα στερεά καύσιμα.
Η μετασεισμική βλάβη στο εργοστάσιο της Ιαπωνίας και η σαφής τοποθέτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά της χρήσης ουρανίου υποχρεώνει το κυβερνών κόμμα να ανακρούσει πρύμνα. Να μεταθέσει χρονικά τη συζήτηση για χρήση του «κίτρινου κέικ» από ηλεκτροπαραγωγικά εργοστάσια της Αυστραλίας.
Άρα, η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλοι κλάδοι της βιομηχανίας θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν ρυπογόνα στερεά καύσιμα, μέχρι να βρεθεί ασφαλής εναλλακτική λύση.

Τα στερεά καύσιμα ενοχοποιούνται, μερικώς, για τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, εξ ου και το ενδιαφέρον της κυβέρνησης να περιορίσει τη μόλυνση της ατμόσφαιρας με την επιβολή φόρου στις βιομηχανίες-ρυπαντές της ατμόσφαιρας.

Στόχος της κυβέρνησης είναι η μείωση των ρύπων, μέχρι το 2020, κατά 25% του επιπέδου ρύπανσης του 2000. Η αξιωματική αντιπολίτευση διαφωνεί κάθετα με την κυβέρνηση. Η βασική ένσταση της αντιπολίτευσης είναι, ότι η κυβέρνηση Γκίλαρντ λαμβάνει μέτρα για τη μείωση των ρύπων πριν οι μεγάλοι ρυπαντές της υφηλίου, Κίνα, Ινδία και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ανακοινώσουν τη δική τους πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος από ρυπογόνες βιομηχανίες.
Παράλληλα, η αντιπολίτευση προειδοποιεί για αλματώδη άνοδο των τιμών βασικών αγαθών εξ αιτίας του φόρου ρύπανσης, προειδοποίηση που αυξάνει συνεχώς το ποσοστό του λαού, που αντιτίθεται στο φόρο ρύπανσης.  Τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένας στους δύο πολίτες απορρίπτουν το φόρο ρύπανσης, αναλογία που προβληματίζει αλλά δεν αποθαρρύνει την κυβέρνηση.

 Η πρωθυπουργός δηλώνει «ατάραχη» και από την κάθετη πτώση της ψήφου του Εργατικού Κόμματος και της δημοτικότητάς της, μετά την ανακοίνωση του φόρου ρύπανσης. Η τελευταία δημοσκόπηση της AGE/Nielsen Poll δείχνει, ότι ο Κέβιν Ραντ είναι δημοφιλέστερος από τη διάδοχό του πρωθυπουργό. Η κ. Γκίλαρντ αντλεί θάρρος από το γεγονός, ότι ο Μάλκολμ Τέρνμπουλ είναι δημοφιλέστερος από το διάδοχό του, Τόνι Άμποτ.
Η Τζούλια Γκίλαρντ πήρε μεγάλο ρίσκο με το φόρο ρύπανσης, που προεκλογικά απέκλειε ρητά. Η συγκυρία δείχνει να την ευνοεί –αδιάφορα από το τι λένε οι δημοσκοπήσεις.

Η πρωθυπουργός έχει στα χέρια της δύο δυνατά χαρτιά, την αποζημίωση των χαμηλόμισθων πολιτών έναντι της αναμενόμενης αύξηση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών και τον αποκλεισμό, έστω προσωρινά, του ουρανίου ως καύσιμη ύλη.

Η υποχρεωτική προτίμηση ρυπογόνων καυσίμων, στερεών και υγρών, παρέχει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να επιχειρηματολογήσει πειστικά για την ανάγκη μείωσης των ρύπων μέσω του φόρου ρύπανσης, που θα πλήττει, κυρίως, τους υψηλόμισθους.