Προσοντούχοι Έλληνες νεομετανάστες στην Αυστραλία

Χρειάζεται δύναμη ν’ αντέξεις ό,τι ακούς. Γιατί άλλο δελτίο ειδήσεων ΑΝΤΕΝΑ και άλλο «δια ζώσης» κουβέντα με άτομα που έχουν ζήσει στο πετσί τους την ελληνική πραγματικότητα, την πραγματικότητα του…  παραλόγου και βρήκαν απάνεμο λιμάνι στην Αυστραλία. «Απάνεμο», τρόπος του λέγειν και μόνο μέσα από τον μεγεθυντικό φακό των συγκρίσεων.

Γιατί και εδώ, στους Αντίποδες, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς ρόδινα. Όχι για όλους τουλάχιστον τους Έλληνες νεομετανάστες της Αυστραλίας.
Η Φωτεινή Χοχλάκη, καθηγήτρια Μουσικής, αποσπασμένη από το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας στη Μελβούρνη, έφτασε στην πόλη μας το Σεπτέμβρη του 2009, διορίστηκε σε ημερήσιο κολλέγιο και απογευματινά ελληνικά σχολεία το 2010 και ένα χρόνο ακριβώς αργότερα, μαζί με 9 άλλους αποσπασμένους, καλέστηκε να επιστρέψει στη βάση της, γιατί «αποσπασμένοι με ειδικότητες, στο παρόν κλίμα, εκτιμήθηκε ότι αποτελούσαν μεγάλη πολυτέλεια».
«Τρελάθηκα. Ήμουν στην Αυστραλία με σύμβαση πέντε χρόνων. Δεν μπορούσα έτσι με μια απλή ειδοποίηση να ακυρώσω εδώ συμβόλαια, να σπάσω ενοικιοστάσια, για να γυρίσω πίσω, όχι να βρω τη θέση που άφησα -αυτήν την είχε πάρει κάποιος άλλος- αλλά να ζήσω στην αβεβαιότητα, την ανασφάλεια στο μέσον της τρικυμίας που βρίσκεται τώρα η Ελλάδα».

Η νέα γυναίκα που έχω απέναντί μου, μιλά γρήγορα, σχεδόν φωναχτά και γελά πολύ.
Στην πορεία θα καταλάβω γιατί, αλλά θα μου λύσει και η ίδια την απορία. «Τώρα είμαι καλά. Έχω δύο δουλίτσες και σπουδάζω στο TAFE διακόσμηση γλυκισμάτων. Ο άντρας μου -μουσικός- εργάζεται σε μια εταιρία ως ελαιοχρωματιστής. Είναι ευχαριστημένος. Στην Ελλάδα ήταν άνεργος δύο χρόνια γιατί στις οικοδομές έπαιρναν τους μετανάστες για ένα κομμάτι ψωμί (γέλιο δυνατό).

«Είμαι χαμαιλέοντας!», δηλώνει για να μου λύσει πάλι την απορία ‘από πού πηγάζει τόσο κέφι και αν, όντως, είναι αληθινό’.
«Προσαρμόζομαι εύκολα και βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο. Θέλω να μείνω εδώ για πάντα. Την Ελλάδα δεν την θέλω ούτε ζωγραφιστή. Έτσι που την έκαναν να τη λουστούνε».

Με παραπέμπει στο περίφημο «μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου.
Άντε πάλι, για χιλιοστή φορά, να μπω στη διαδικασία να επεξηγώ –στο κάτω-κάτω δεν μου πέφτει λόγος– ότι αυτό που εννοούσε ο χριστιανός ήταν ότι όλοι μαζί, μικροί, μεγάλοι, πλούσιοι, μέσοι και φτωχοί, τα φάγαμε τα λεφτά, εννοώντας ότι όλοι ‘είμαστε διεφθαρμένοι μέχρι το κόκκαλο’. Εμείς μάθαμε τους γιατρούς να παίρνουν φακελάκι και άντε τώρα να τους το…  ξεμάθεις, εμείς πιάνουμε τον υποψήφιο βουλευτή και λέμε ‘θα σε ψηφίσω αλλά θέλω μια θέση στο δημόσιο για τον ξάδελφο του ανιψιού μου’.

«Ναι, έτσι είναι. Υπάρχει σαπίλα μέχρι το κόκκαλο. Εμένα με κυνηγά κι εδώ ακόμη. Πρόσφατα έπρεπε να στείλω 1.600 ευρώ για τον χειρούργο δημόσιου νοσοκομείου. Η μητέρα μου είχε σπάσει το γόνατό της και τόσα ζητούσε ο γιατρός για να την εγχειρήσει, ενώ είναι κανονικά ασφαλισμένη με τον ΟΓΑ».
Για πρώτη φορά, όση ώρα μιλούμε, βλέπω το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει.
«Δεν υπάρχει σωτηρία. Σας το λέω εγώ. Έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, έχω πάει και σε τριτοκοσμικές χώρες, τα σκουπίδια της Αθήνας και η μπόχα που βγαίνει απ’ αυτά, δεν υπάρχει πουθενά. Το σπίτι μας το έχουμε πεντακάθαρο, όχι όμως τους δρόμους, τα πάρκα, λες και ανήκουν σε κάποιον άλλον».

ΛΑΤΡΕΨΑ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

«Λάτρεψα την Αυστραλία από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ.
Βλέπεις ανθρώπους που δεν σε ξέρουν να σου χαμογελούν, άγνωστους μέχρι χτες, να θέλουν να σε φιλοξενήσουν. Αυστραλοί και Νέο Ζηλανδοί εννοώ, γιατί οι Έλληνες είναι άλλη ιστορία».

Που σημαίνει; «Χονδρικά, ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Είναι εκείνοι που ενώ βλέπουν ότι είσαι σε δύσκολη θέση, προσπαθούν να σε στύψουν και εκείνοι που σε στηρίζουν. Οι Αυστραλοί, βρίσκω, έχουν μια αθωότητα, μια απλότητα και μια αγάπη για τη ζωή που, χωρίς να το θέλεις, νιώθεις να σου την μεταδίδουν.
Το κυριότερο, εδώ νοιώθω ασφάλεια και απολαμβάνω αυτό που λέγεται ποιότητα ζωής. Γιατί ποιότητα ζωής δεν σημαίνει, για μένα, να έχεις μανσιόν με πισίνες και εκατομμύρια, αλλά να είσαι ικανοποιημένος από αυτά που κάνεις, μ’ αυτούς που έχεις γύρω σου, να σε γεμίζει ο τόπος που ζεις. Εδώ μπορώ να κάνω πάρα πολλά πράγματα, όπως και κάνω. Σπουδάζω, εργάζομαι, δημιουργώ. Αυτή τη στιγμή, μέσα σ’ όλα τα άλλα, μελοποιώ ποιήματα της Ελένης Τσεφαλά».

ΓΕΥΣΗ ΠΙΚΡΙΑΣ

Ο ζωηρός λόγος, ο τόνος αισιοδοξίας και το τρανταχτό γέλιο, δεν μπορούν να κρύψουν εντούτοις την έντονη γεύση πικρίας που φαίνεται να νοιώθει για τον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε και εργάστηκε «19 ολόκληρα χρόνια στο δημόσιο. Έδωσα την ψυχή μου σ’ ό,τι έκανα. Είμαι εργατική, τελειομανής, στην ουσία εργάζομαι από 9 χρόνων. Ο πατέρας μου γεωργός, καλλιεργούσε φράουλες και εγώ ήμουν εκεί, μετά το σχολείο, να τον βοηθώ. Δεκαεφτά χρόνων ήμουν ανεξάρτητη. Σπούδαζα και εργαζόμουν. Έφυγα γιατί δεν άντεχα τη νοοτροπία του νεοέλληνα. Τα αραλίκι, το φραπέ, το τάβλι, το δε βαριέσαι.

Είναι 35–40 χρόνων και μένουν ακόμη στο πατρικό σπίτι γιατί βολεύονται. Πιστεύω ότι είναι μια κουλτούρα που επιβάλλεται ν’ αλλάξει. Εν μέρει, αν όχι… εν πολλοίς, ευθύνεται, πιστεύω, η προηγούμενη γενιά που τα πρόσφερε όλα έτοιμα στο πιάτο. Μια παρόμοια τάση βλέπω και εδώ. Η πρώτη γενιά να έχει κάνει φοβερές θυσίες για να εξασφαλίσει μια καλύτερη οικονομική και κοινωνική ζωή στη δεύτερη. Τώρα αν αυτή –η νέα γενιά– το αναγνωρίζει, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω».
Και τα αισθήματά της για την Ελλάδα; «Με πίκρανε, αλλά την αγαπάω. Πονάω για όσα γίνονται, για τους φίλους που, ενώ έχουν φάει μια ζωή στα θρανία, είναι άνεργοι, για τη μαυρίλα που διαγράφεται στον ορίζοντα. Το χειρότερο, ότι δεν ελπίζω να μπορέσει η πατρίδα μας να βγει από το τέλμα που έχει πέσει. Μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να τη σώσει».

ΕΦΥΓΑ, ΑΛΛΑ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ

Ο Γιώργος Αραβανής, 50 χρόνων, βρέθηκε στην Αυστραλία τον Σεπτέμβριο του 2010, ‘για λόγους οικογενειακούς’, αλλά το μόνο που δεν θα ήθελε να συμβεί είναι να ζούσε στην Ελλάδα, όπως είναι σήμερα. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι την έχει ξεριζώσει από μέσα του.
«Αποφάσισα να μείνω εδώ με τη γυναίκα μου, αλλά κάτι τέτοιο φέρνει μαζί του και πολύ πόνο, μεγάλη νοσταλγία για τους φίλους, τους δικούς σου ανθρώπους που άφησες πίσω σου και σου λείπουν σε καθημερινή βάση».

Ο Γιώργος Αραβανής, φυσικός, από τη Λευκάδα, είχε μόλις αποστρατευτεί το 1990, όταν γνώρισε την Ερασμία, γεννημένη στη Μελβούρνη, που είχε πάει στο νησί για διακοπές. Παντρεύονται τρία χρόνια αργότερα και ζουν στην Αθήνα. «Η Ερασμία δίδασκε αγγλικά και δεν είχε πρόβλημα να προσαρμοστεί. Μεγαλύτερο πρόβλημα, τα τελευταία χρόνια, συνάντησα εγώ, όταν από καθηγητής των ΤΑΕ, μεταπήδησα στον ιδιωτικό τομέα, θέλοντας να βάλω τις γνώσεις μου στην πράξη».
 Το οικονομικό τσουνάμι που έχει σαρώσει τα πάντα και που αντί να σιγάσει, θεριεύει πιο πολύ, κάνει σήμερα τον Γιώργο Αραβανή να κλίνει προς την απόφαση να εγκατασταθεί με τη γυναίκα του στην Αυστραλία. Όταν βλέπεις φίλους σου που ακόμη διδάσκουν στο δημόσιο, να θέλουν να φύγουν γιατί βλέπουν ότι στην Ελλάδα δεν έχουν μέλλον τα παιδιά τους, τι να πεις;
Εδώ και χρόνια –αυτό γνωστό– φεύγει ένας μεγάλος αριθμός νέων στο εξωτερικό για σπουδές και, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν γυρίζουν πίσω.
Υπάρχει, επομένως, μια συνεχής αιμορραγία του δυναμικού της χώρας που τώρα με την κρίση γίνεται τρομακτική. Απειλεί και αυτή την ίδια την επιβίωσή της».
Θα μπορέσει, τελικά, η Ελλάδα, κατά τη γνώμη του, να βγει από το τέλμα που βρίσκεται σήμερα;
«Δεν νομίζω. Και αυτό, γιατί δεν υπάρχουν σήμερα πολιτικοί αρκετά ικανοί για να το κάνουν. Σε κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Δυστυχώς».
Η Φωτεινή μίλησε λίγο πιο πριν για ένα θαύμα. Γίνονται, όμως, θαύματα σήμερα;