Ο τίτλος του ποιήματος του Κ.Π. Καβάφη «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» το κάνει πολύ επίκαιρο στα τέλη Μαρτίου 2011, μια και οι Δυτικές Δυνάμεις –Αμερικανοί και Ευρωπαίοι– εξαπέλυσαν μία συμμαχική επίθεση κατά της χώρας αυτής με το «ρομαντικό» όνομα –κωδικό τον λένε– «Αυγή της Οδύσσειας» παρακαλώ! Όντως, η Λιβύη είναι γνωστή στους Έλληνες από την εποχή του Ομήρου και της Οδύσσειας, φυσικά, αλλά την αναφέρει και ο Ηρόδοτος.

Συγκεκριμένα, οι αρχαίοι μας γνώριζαν καλά την Αίγυπτο και για αυτούς η υπόλοιπη Β. Αφρική ήταν γνωστή με το όνομα Λιβύη. Σήμερα, μάλιστα, με τη γλωσσικά ελληνοπρεπή πρωτεύουσα Τρίπολη, την θεωρούμε «ολίγον τι» και…  ελληνική. Η Λιβύη έχει κυριευτεί στο παρελθόν από τους Έλληνες, τους Αιγυπτίους, τους Ρωμαίους, τους Άραβες, τους Οθωμανούς και τους Ιταλούς. Το 1951 τα Ενωμένα Έθνη την ανακήρυξαν ανεξάρτητο κράτος και από το 1969 την κυβερνάει ο σημερινός «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης».

Στο ποίημα τούτο, ο ποιητής Καβάφης με ποιητικό, αλλά και λακωνικό τρόπο, σατιρίζει την υποκρισία μερικών συνανθρώπων μας οι οποίοι προσποιούνται για κάτι που δεν είναι και προσπαθούν να αλλοιώσουν την πραγματικότητα για να φανούν ανώτεροι. Η ποιητική του σύνθεση δημιουργεί ένα περιβάλλον στο οποίο υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι και βάζει τον ελληνοφανή Αριστομένη –δήθεν με ελληνική καταγωγή– να φανεί άδειος όμως από σοβαρές ελληνικές ιδέες. Ο Αριστομένης, με ελληνικότατο όνομα, «αγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά», αλλά με αυτό δεν μπορούσε να εξελιχθεί και να ανέλθει κοινωνικά και να εκτιμηθεί ως σημαντικός και σεβαστός άνθρωπος στην Αλεξάνδρεια, αν και «άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια, τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού», αλλά ως «άνθρωπος λιγομίλητος» έδωσε την εικόνα ότι ήταν «βαθύς στες σκέψεις».

Στη δεύτερη ενότητα ο ποιητής είναι άκρως καυστικός και αποκαλύπτει την ταυτότητα του Αριστομένη ο οποίος είναι «ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος» και την απάτη του να υπερηφανεύεται ότι ήταν έλληνας «υιός του Μενελάου» και ότι στην πραγματικότητα έβλεπε τους Αλεξανδρινούς ως «απαίσιους». Με ποιητική ειρωνεία αποκαλύπτεται ο ήρωας με τα αληθινά του χρώματα.

Στις τελευταίες τέσσερις στροφές ο Καβάφης επισημαίνει τις συνέπειες που είχε για τον Αριστομένη η υποκρισία του αυτή. Ο ήρωας καταπιέζεται και πλήττει αφάνταστα «προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά» αν και είχε πολλά να πει, γιατί οι Αλεξανδρινοί θα τον έπαιρναν «στο ψιλό» εάν άνοιγε το στόμα του να μιλήσει διεξοδικά.

Το ποίημα φυσικά μπορεί να αναλυθεί και σε κλίμα κατά επίπεδα με πολλούς και διαφορετικούς ήρωες. Πόσους Αριστομένηδες γνωρίζετε στον κύκλο σας –εδώ στη Μελβούρνη– οι οποίοι επειδή τα «κονόμισαν» περιφέρονται γύρω σας με το όνομα και περιβολή «κοσμίως… αγγλική»; Αρκετοί θεωρώ.

Επίσης, όλοι οι σημερινοί νέοι –οι περισσότεροι τουλάχιστον– με την παγκόσμια τεχνολογία του Διαδικτύου αλλάζουν τις παλιές συνήθειές τους –εδώ και στη Λιβύη και όλη την Αφρική– απαιτούν αλλαγές, αγοράζοντας και διαβάζοντας «βιβλία ελληνικά» όπου αναλύεται η σημερινή δημοκρατία της Δύσης, και ταυτόχρονα ως καβαφικοί Αριστομένηδες θέλουν να γίνουν… Αμερικανοί! Με μία τέτοια ανάλυση ο Καβάφης αποδεικνύεται διαχρονικός αλλά και παγκόσμιος. Διαβάστε και απολαύστε το λακωνικό Καβάφη και σκεφτείτε το πνεύμα του και όλο το κοινωνικό αυτό θέμα. Αξίζει τον κόπο. Και σήμερα πλήττουμε όλοι μας «ουκ ολίγον» με την υποκρισία των βομβαρδισμών!

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης