Ταξί – ένα χάος με φως στο τέλος του τούνελ

Ο Τζεφ Κέννετ θα μείνει στην ιστορία –μεταξύ όλων των άλλων– και για τη μεγάλη σκούπα που πήρε στα χέρια του πριν 15 χρόνια και έβαλε σε κάποια τάξη το σκηνικό των ταξί. Απαίτησε να έχουν όλα το ίδιο χρώμα –κίτρινο– οι οδηγοί να φορούν στολές, να γνωρίζουν αγγλικά, ώστε να μπορούν να συνεννοούνται με τους επιβάτες και, φυσικά, να έχουν μια ιδέα προς τα πού πέφτουν τα διάφορα προάστια και το κέντρο της πόλης.

 Ακόμη, να σε ρωτούν από πού θέλεις να πας στον προορισμό σου.

Αν δεν είχες ιδέα, σίγουρα δεν ήταν το τέλος του κόσμου, γιατί ο οδηγός είχε κάποια, έστω και αμυδρή, ιδέα και με τη βοήθεια του χάρτη, αργά ή γρήγορα έφτανες εκεί που ήθελες.

Έφυγε, όμως, ο Κέννετ κάποια στιγμή και μαζί μ’ αυτόν, αργά μεν, σταθερά δε, και η τάξη που είχε επιβάλλει στη μεγάλη και πολυσύνθετη αυτή βιομηχανία, όπου για λόγους ευνόητους ελκύει πάντοτε τους νεομετανάστες.

Το μόνο που έμεινε σήμερα είναι το ομοιόμορφο –κίτρινο– χρώμα των ταξί. Η ποιότητα υπηρεσιών προς τον επιβάτη έχει πέσει τόσο πολύ που σου δίνει συχνά την εντύπωση ότι είναι δύσκολο να πέσει πιο κάτω, αλλά ακόμη δυσκολότερο και να ανεβεί.

ΟΝΤΩΣ ΧΑΩΔΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Έρχεται, όμως, η νέα κυβέρνηση Μπέιλιου και αποφασίζει να συνεχίσει ή, μάλλον, να επαναλάβει το έργο του Κέννετ. Να καθαρίσει το χώρο, ουσιαστικά και μεταφορικά. Να βάλει κάποια τάξη και να σταματήσει το θέμα των ταξί να αποτελεί στίγμα για την πράσινη Πολιτεία.
Ανάθεσε στον πρώην πρόεδρο του Συμβουλίου Καταναλωτών Βικτώριας καθηγητή Alan Fels, να ερευνήσει διεξοδικά το θέμα και να προβεί σε σχετικές προτάσεις. Η έρευνα , πληροφορούμαστε θα διαρκέσει ένα χρόνο, ώστε να διαλευκανθούν όλα, σκοτεινά και μη, σημεία.

Ο καθηγητής, διαθέτοντας, όπως φαίνεται, πρακτικό πνεύμα, αποφάσισε από την πρώτη μέρα κιόλας ανάληψης των καθηκόντων του, να εξακριβώσει ιδίοις όμμασι τι συμβαίνει. Αν τα πράγματα όντως είναι τόσο χαώδη και δραματικά όσο λέγεται. Πήρε λοιπόν ένα ταξί, το πρώτο που βρέθηκε μπροστά του και ζήτησε από τον οδηγό να τον μεταφέρει στη Βουλή. «Ήξερε προς τα πού πέφτει η Βουλή, δεν γνώριζε όμως πώς ακριβώς να πάει εκεί», θα πει αμέσως μετά, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «είναι φανερό ότι ένας μεγάλος αριθμός οδηγών δεν γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι χρειάζεται να εξετάσει κανείς το θέμα από πολύ κοντά. Είναι απαράδεκτο, να υπάρχει ένας τόσο μεγάλος αριθμός οδηγών ταξί που δεν γνωρίζουν πώς να κινηθούν στη Μελβούρνη».

Ο ίδιος θα προσθέσει ότι «οι οδηγοί θα πρέπει να έχουν καθαρό ποινικό μητρώο, να είναι έμπιστοι, να μιλούν καλά αγγλικά, να είναι καλοί οδηγοί και φυσικά να γνωρίζουν τους δρόμους».

Αμέσως μετά θα τονίσει ότι «θα πρέπει να υπάρχουν κίνητρα, προκειμένου να προκαλέσει κανείς το ενδιαφέρον ατόμων να εργαστούν στο χώρο, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του κόσμου. Τα ναύλα περνούν από πολλές τσέπες πριν φτάσουν στον οδηγό ο οποίος είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας. Πιστεύω, επίσης, ότι τα ναύλα θα πρέπει να μειωθούν ώστε να ελκύσουν περισσότερους πελάτες και να βελτιωθούν οι υπηρεσίες που προσφέρονται».

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ…

Την πτώση ποιότητας στις υπηρεσίες που προσφέρουν τα ταξί σήμερα αποδίδει ο γνωστός συμπάροικος Απόστολος Κουνέλης, σε πολλούς παράγοντες. Ο ίδιος έχει ζήσει μέσα στο χώρο, αρχίζοντας από οδηγός ταξί, ιδιοκτήτης και σήμερα ιδιοκτήτης-διευθυντής της ασφαλιστικής εταιρίας ταξί Victoria Taxi Club που έχει πάνω από 450 πελάτες. Επομένως, γνωρίζει τα πράγματα από πρώτο χέρι, είναι σε άμεση επαφή με το τοπίο, τα άτομα και τα προβλήματα που δένονται με το χώρο. Η άποψή του ότι «ποτέ δεν ήταν χειρότερα. Σ’ αυτό συντείνουν πολλοί παράγοντες, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: Κυριαρχεί το μονοπώλιο και αυτό αποβαίνει, ως γνωστό σε βάρος όλων εκείνων που εμπλέκονται σ’ αυτό το παιχνίδι γιατί ουσιαστικά κινούν τα νήματα οι δύο μεγάλες εταιρίες Silver Top και Black Cαb –πριν ήταν πέντε– και δεν υπάρχει, κατά συνέπεια ανταγωνισμός. Μετά, υπάρχει μια υπερτίμηση στις άδειες.

Το 2007 μια άδεια στοίχιζε $300.000, ενώ σήμερα έχει φτάσει τις $500.000. Οι επενδυτές, κατά συνέπεια, έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις. Και για να γίνω σαφέστερος, σκεφθείτε ότι σήμερα μια άδεια νοικιάζεται $2.500 το μήνα. Σημειώστε ότι 70% των οδηγών σήμερα νοικιάζουν τις άδειες, ενώ μόνο 30% είναι ιδιοκτήτες οδηγοί. Παρατηρούμε δηλαδή μία ανατροπή των πραγμάτων. Παλιά, οι ιδιοκτήτες ήταν κατά 90%-100% οι ίδιοι οδηγοί. Ήταν Έλληνες και Ιταλοί, ως επί το πλείστον. Το αυτοκίνητο ήταν δικό τους, το ίδιο και η άδεια, επομένως, υπήρχε μια διαφορετική προσέγγιση. Ο επιβάτης ήταν πελάτης τον οποίον φρόντιζαν να περιποιηθούν, να ικανοποιήσουν για να τον έχουν ξανά. Ενώ οι σημερινοί οδηγοί είναι περαστικοί. Ινδοί, φοιτητές ως επί το πλείστον που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης. Ο οδηγός επιβαρύνεται με τα έξοδα συντήρησης του οχήματος με την ασφάλεια, τις πινακίδες κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να είναι από τους φτωχότερα αμειβόμενους εργαζόμενους».

ΠΛΗΘΩΡΑ ΑΔΕΙΩΝ

Κατά την άποψη του κ. Τάσου Ρέβη ο οποίος είναι στο χώρο της βιομηχανίας των ταξί «μισό αιώνα, έχοντας περάσει από όλα τα στάδια –οδηγός, ιδιοκτήτης, διευθυντής εταιρίας ταξί– το πρόβλημα δημιούργησε η εργατική κυβέρνηση, πρώτα του Μπρακς και μετά του Μπράμπι, με τις κυβερνητικές άδειες που έριξε στην αγορά και οι οποίες ήταν περιττές. Ο λόγος που το έπραξαν ήταν όχι να εξυπηρετήσουν το κοινό, όπως διατείνονταν, αλλά να αυξήσουν τα έσοδά τους. 530 άδειες έχουν ήδη πουληθεί, ενώ υπάρχουν και άλλες 500 προς διάθεση. Ελπίζω και εύχομαι να σταματήσει το κακό εδώ και η κυβέρνηση Μπέϊλιου να αναθεωρήσει το θέμα των κυβερνητικών αδειών που έχουν δημιουργήσει ένα χάος στην αγορά. Υπάρχει πληθώρα ταξί που μένουν άδεια. Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση για να δικαιολογεί την αθρόα έκδοση αδειών. Eπιπλέον, με τους περιορισμούς που έχει επιβάλει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στην προσέλευση ξένων φοιτητών, έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός εκείνων που ενδιαφέρονται, έστω και εποχιακά, να μπούνε, ως οδηγοί, στο χώρο».

Κατά τη γνώμη του κ. Ρέβη ‘υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ’: «Η κυβέρνηση έχει ένα σημαντικό ρόλο να παίξει. Πρώτα με την μη παροχή άλλων αδειών και εξίσου σημαντικό – να παύσει να ελέγχει τόσο αυστηρά την αύξηση των ναύλων. Γιατί ο μόνος τρόπος να αναβαθμιστεί η βιομηχανία των ταξί, είναι να αυξηθούν τα ναύλα, ώστε να αμείβονται καλύτερα οι οδηγοί. Το κακό ξεκινά από τις μικρές αποδοχές των οδηγών».

Ο ίδιος θα πει, ότι ήδη έχει αρχίσει να ‘καθαρίζει το τοπίο, εδώ κι’ ένα χρόνο, με περισσότερη προσοχή και βαρύτητα στα προσόντα των οδηγών. Τα αποτελέσματα θα φανούν σε βάθος χρόνου, εκτιμά, μετά την ολοκλήρωση της έρευνας και τη δυναμική αντιμετώπιση του θέματος από την κυβέρνηση.
Επαγρυπνούμε.